Τζόζεφ Πούλιτζερ: Ο φασαριόζος που άντεχε μόνο τη σιωπή

Τζόζεφ Πούλιτζερ: Ο φασαριόζος που άντεχε μόνο τη σιωπή

Ο Τζόζεφ Πούλιτζερ ήταν ο άνθρωπος που πολέμησε προέδρους, χειραγώγησε εκλογές και προσπάθησε να θάψει το ίδιο του το παρελθόν. Τα ομώνυμα βραβεία τον έχουν ξεπεράσει, αλλά ο ίδιος παρέμεινε πρωτοπόρος στη μάχη κατά της εξουσίας, συνεχίζοντας να αποτελεί παράδειγμα σε μιαν εποχή αστάθειας

τζόζεφ-πούλιτζερ-ο-φασαριόζος-που-άντ-563599714 ©Associated Press
©Associated Press

Πέθανε μόνος, τυλιγμένος στη σιωπή.

Ηταν 29 Οκτωβρίου 1911· ο Τζόζεφ Πούλιτζερ –σχεδόν τυφλός, υπερευαίσθητος στον ήχο, υποχόνδριος και παρανοϊκός– κείτονταν ετοιμοθάνατος στο γιοτ του Liberty, στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Ο άνθρωπος, του οποίου το όνομα έμελλε να αποκρυσταλλώσει τη δημοσιογραφική αριστεία, είχε αυτοεξοριστεί για πάνω από μία δεκαετία από την αυτοκρατορία που ο ίδιος είχε χτίσει.

Μέσα σε μιαν ειδικά σχεδιασμένη ηχομονωμένη καμπίνα, μακριά από τον θόρυβο και τις φωνές των αιθουσών σύνταξης, ο Πούλιτζερ υπαγόρευε οδηγίες. Ακόμα και το παραμικρό κλινγκ των μαχαιροπίρουνων μπορούσε να τον εξαγριώσει. Είχε δώσει οδηγίες να υπάρχει βιολονίστας έξω από την καμπίνα που να παίζει απαλά ώστε να καλύπτει κάθε άλλον ήχο. Δεν είχε πατήσει το πόδι του μέσα στο εμβληματικό κτίριο Park Row της World –το κορυφαίο αρχιτεκτονικό και συμβολικό του επίτευγμα– για πάνω από 20 χρόνια.

Τις τελευταίες του μέρες, ο Πούλιτζερ ήταν περισσότερο σύστημα παρά άτομο – ένα παράδοξο απόλυτης παρουσίας ελέγχου και φυσικής απουσίας. «Ουδείς δούλευε με τον Πούλιτζερ. Για εκείνον, σίγουρα. Εναντίον του, συχνά. Αλλά όχι μαζί του».

Είχε γνωρίσει και από πρώτο χέρι την έννοια της συμφοράς. Ηταν εννέα ετών όταν πέθανε ο μεγαλύτερος αδελφός του, 10 όταν πέθαναν ο μικρότερος αδελφός και η μικρότερη αδελφή του, 11 όταν πέθανε ο πατέρας του και 13 όταν πέθανε η τελευταία αδελφή του.

Το χρονολόγιο ενός μύθου

1847: Γεννιέται στο Μακό του ουγγρικού βασιλείου (Αυστροουγγαρία), σε οικογένεια γερμανοεβραϊκής καταγωγής.

1864: Μεταναστεύει στις ΗΠΑ και κατατάσσεται στον στρατό της Ενωσης στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Δεν μιλά αγγλικά. Παίρνει τη θέση ενός αγρότη για 200 δολάρια.

1868: Αρχίζει να εργάζεται για τη Westliche Post στο Σεντ Λούις. Ξεκινά η ενασχόλησή του με τον Τύπο.

1869: Εκλέγεται στο Νομοθετικό Σώμα του Μιζούρι.

1872: Αγοράζει τη Westliche Post. Πρώτο μεγάλο εκδοτικό βήμα.

1878: Ιδρύει τη St. Louis Post – Dispatch συγχωνεύοντας δύο τοπικές εφημερίδες.

1883: Αγοράζει τη χρεωμένη New York World από τον Τζέι Γκουλντ και τη μετατρέπει σε ηγεμονική δύναμη.

1884: Στηρίζει τον Γκρόβερ Κλίβελαντ για πρόεδρο· η World παίζει ρόλο-κλειδί στην εκλογή του.

1890: Αρχίζει να πάσχει από σοβαρή υπερακουσία και σταδιακή τύφλωση. Αποσύρεται.

1895: Ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χέρστ αγοράζει τη New York Journal· ξεκινά ο πόλεμος των ταμπλόιντ με τον Πούλιτζερ.

1902: Αγοράζει το γιοτ Liberty. Ξεκινά η πλήρης αυτοεξορία του. Διευθύνει πλέον από την Ευρώπη και… τη θάλασσα.

1909: Ο πρόεδρος Θίοντορ Ρούσβελτ προσπαθεί να τον οδηγήσει σε δίκη για συκοφαντική δυσφήμηση. Το Ανώτατο Δικαστήριο δικαιώνει τον Πούλιτζερ.

1909: Δωρίζει 2 εκατ. δολάρια στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια για τη δημιουργία Σχολής Δημοσιογραφίας και των ομώνυμων βραβείων.

1911: Πεθαίνει στις 29 Οκτωβρίου στο γιοτ του Liberty, αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Τσάρλεστον.

1917: Απονέμονται τα πρώτα Βραβεία Πούλιτζερ.

Εξω από το γιοτ, λίγοι ήταν εκείνοι που θρηνούσαν. Τα παιδιά του ένιωθαν φόβο απέναντί του. Οι συντάκτες και οι αρχισυντάκτες του τον σέβονταν και τον απεχθάνονταν την ίδια στιγμή. Ο πρόεδρος Θίοντορ (Τέντι) Ρούσβελτ είχε αποπειραθεί, το 1909, να τον στείλει στη φυλακή, θεωρώντας τον αχρείο.

Αυτό ήταν το τέλος του ανθρώπου που κάποτε είχε την πιο δυνατή φωνή στην αμερικανική δημοσιογραφία. Σχεδόν τυφλός, κατεστραμμένος από υπερακουσία και αυτοεξόριστος. Εξακολουθώντας, όμως, να δημοσιεύει, να δίνει εντολές με τηλεγραφήματα, να διαμορφώνει την κοινή γνώμη εκ του μακρόθεν. 

Τις τελευταίες του μέρες, ο Πούλιτζερ ήταν περισσότερο σύστημα παρά άτομο – ένα παράδοξο απόλυτης παρουσίας ελέγχου και φυσικής απουσίας. «Ουδείς δούλευε με τον Πούλιτζερ. Για εκείνον, σίγουρα. Εναντίον του, συχνά. Αλλά όχι μαζί του», όπως ακούμε στο Founders Podcast.

Είχε προσπαθήσει να χειραγωγήσει τα πάντα – εκλογές, φήμη, ακόμα και την κληρονομιά του. Απ’ ό,τι φαίνεται, εντούτοις, η κληρονομιά του αρνήθηκε να υπακούσει.

Ο Τύπος ως εργαλείο

Ο Πούλιτζερ δεν μπήκε τυχαία στα μέσα ενημέρωσης. Ηθελε εξαρχής, όταν είχε πρωτοδουλέψει στη γερμανόφωνη εφημερίδα Westliche Post του επίσης γερμανόφωνου Σεντ Λούις του Μιζούρι, να τα μετατρέψει σε όπλο. Και, μάλλον, τα είχε καταφέρει. Εκείνος, που ήταν χωρίς φίλους, άστεγος, άγλωσσος και χωρίς καθοδήγηση, όταν είχε καταφτάσει στις ΗΠΑ. Μάλιστα, ένα από τα μέρη όπου κοιμόταν όταν ήταν άστεγος ήταν στο λόμπι ενός ξενοδοχείου. Τον έδιωχναν συνέχεια. Αργότερα, αγόρασε το ίδιο ξενοδοχείο.

Τζόζεφ Πούλιτζερ: Ο φασαριόζος που άντεχε μόνο τη σιωπή-1
©Associated Press

Στα 25 του, ήταν ήδη νομοθέτης της πολιτείας του Μιζούρι· αυτός ο ουγγρικής καταγωγής Εβραίος, γερμανόφωνος και ένθερμος μεταρρυθμιστής χρησιμοποίησε τη θέση του για να τα βάλει με τη διαφθορά και να προωθεί προοδευτικές νομοθεσίες. Γνώριζε, όμως, ότι η δημοσιογραφία, όπως γράφει ο Τζέιμς ΜακΓκραθ Μόρις στην κυριότερη βιογραφία του Πούλιτζερ που κυκλοφορεί –«Pulitzer: A Life in Politics, Print, and Power»– δεν ήταν απλώς ένα… κάλεσμα· ήταν ένα εργαλείο.

Το 1878, σε ηλικία μόλις 31 ετών, συγχώνευσε δύο εφημερίδες του Σεντ Λούις που αντιμετώπιζαν δυσκολίες, ιδρύοντας την Post – Dispatch, την οποία μετέτρεψε σε μιαν επιτυχημένη απογευματινή καθημερινή εφημερίδα, προβλέποντας ότι αναγνωστικά θα ξεπεράσουν τις πρωινές.

Στα 25 του, ήταν ήδη νομοθέτης της πολιτείας του Μιζούρι· αυτός ο ουγγρικής καταγωγής Εβραίος, γερμανόφωνος και ένθερμος μεταρρυθμιστής χρησιμοποίησε τη θέση του για να τα βάλει με τη διαφθορά και να προωθεί προοδευτικές νομοθεσίες. Αργότερα, έκανε πολιτικό εργαλείο τον Τύπο.

«Ετσι, μπορούσε να δημοσιεύει νέα το απόγευμα στο Σεντ Λούις για το τι συνέβη στο Κογκρέσο εκείνο το πρωί, πράγμα που σημαίνει ότι η πρωινή εφημερίδα της επόμενης ημέρας είχε τα χθεσινά νέα», όπως λέει ο Μόρις.

Είναι, δε, χαρακτηριστικό ότι η Post – Dispatch ήταν τόσο σταθερά καθοδηγούμενη από το πνεύμα του ιδιοκτήτη της, που μέσα σε λίγα χρόνια ουσιαστικά «έτρεχε» στον αυτόματο πιλότο, επιτρέποντας στον Πούλιτζερ να αποσυρθεί από τη διαχείριση της καθημερινότητας.

Η μάχη του με τη διαφθορά δεν έπαυε: δημοσίευσε τις φορολογικές δηλώσεις, οι οποίες τότε ήταν δημόσιες πληροφορίες, των πλουσιότερων ανθρώπων στο Σεντ Λούις, αποκαλύπτοντας ότι ισχυρίζονταν ότι δεν είχαν χρήματα, σύμφωνα με τον βιογράφο του.

Η ώρα της Νέας Υόρκης

Το 1883, αγόρασε την εφημερίδα The New York World –καταφεύγοντας στη Νέα Υόρκη που ήταν το μεγάλο του όνειρο– και τη μετέτρεψε σε μεγάφωνό του. Μάλιστα, είχε κατορθώσει να πάρει δάνειο από τον ίδιο τον μέχρι πρότινος ιδιοκτήτη της εφημερίδας, Τζέιμς Γκουλντ – τον οποίο, με πλήρη θρασύτητα, ο Πούλιτζερ αποκάλεσε «μία από τις πιο δυσοίωνες φιγούρες… που πέρασαν ποτέ, σαν νυχτερίδα, στο όραμα του αμερικανικού λαού».

Ολα αυτά, την περίοδο κατά την οποία, όπως έχουν σημειώσει οι New York Times, οι διαμάχες και οι διαφωνίες εντός των αιθουσών σύνταξης λύνονταν συχνά με σφαίρες και ο αντισημιτισμός αποτελούσε κανονικότητα. «Στη βιομηχανική Αμερική του 19ου αιώνα, ενώ ο Κάρνεγκι παρείχε τον χάλυβα, ο Ροκφέλερ το πετρέλαιο, ο Μόργκαν το χρήμα και ο Βάντερμπιλτ τους σιδηροδρόμους, ο Πούλιτζερ εγκαινίασε τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης», λέει ο βιογράφος του.

Στη βιομηχανική Αμερική του 19ου αιώνα, ενώ ο Κάρνεγκι παρείχε τον χάλυβα, ο Ροκφέλερ το πετρέλαιο, ο Μόργκαν το χρήμα και ο Βάντερμπιλτ τους σιδηροδρόμους, ο Πούλιτζερ εγκαινίασε τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Στη New York World, δεν δημοσίευε απλώς πολιτικά γεγονότα, παρήγε πολιτική. Η εφημερίδα δεν κάλυπτε μόνο τις εκλογές – μηχανορραφούσε γι’ αυτές. Ο Τζόζεφ Πούλιτζερ, Δημοκρατικός ώς το μεδούλι, είχε υποστηρίξει τον Γκρόβερ Κλίβελαντ το 1884, δημοσιεύοντας ένα αδιάκοπο μπαράζ επιθέσεων εναντίον του Ρεπουμπλικανού Τζέιμς Μπλέιν.

Υπό την ηγεσία του Πούλιτζερ, ο οποίος περνούσε κάθε δευτερόλεπτο του ελεύθερο χρόνου του διαβάζοντας και αναπτύσσοντας τη νοημοσύνη του, η World υπερασπίστηκε τον απλό λαό που συνέρρεε μαζικά μετά το 1880 στη Νέα Υόρκη – διεξάγοντας σταυροφορίες κατά των μονοπωλίων, υποστηρίζοντας τους μετανάστες και τους φτωχούς και αποκαλύπτοντας τη διαφθορά. Ο βιογράφος του δείχνει πώς η εφημερίδα έγινε μια άνευ προηγουμένου δύναμη στην αμερικανική δημοσιογραφία, μια δύναμη τόσο σε κυκλοφορία όσο και σε επιρροή.

Οι μέθοδοί του ήταν αυθάδεις. Μοίραζε ευθαρσώς και άφοβα πολεμικούς τίτλους και δημόσιες υποστηρίξεις, αρνήθηκε την πρόσβαση σε πολιτικούς στους οποίους αντιτίθετο και έδωσε εντολή στους δημοσιογράφους να ψάχνουν πρόσωπα και πράγματα μέχρι… δακρύων. «Δώστε μου κάτι για το οποίο θα μιλάνε όλοι στο δείπνο», ήταν η αδιάλειπτη προτροπή του προς τους δημοσιογράφους.

Σφαίρες από μελάνη

Αυτό που πέτυχε ο Ρούπερτ Μέρντοχ με το Fox, αυτό με το οποίο παίζει ο Μασκ στο X, ο Πούλιτζερ το έχτισε με μελάνι.

Ο βιογράφος του ανακάλυψε επιστολές από υποψήφιους κυβερνήτες σε μακρινές πολιτείες που παρακαλούσαν τον Πούλιτζερ για την υποστήριξή του – ένα σημάδι της εθνικής του εμβέλειας. Στο απόγειό της, η κυκλοφορία της World είχε ξεπεράσει τις 600.000 φύλλα ημερησίως. Οπως έχει πει ο Μόρις, για να καταλάβουμε τα μεγέθη με σημερινά δεδομένα, οι New York Times θα έπρεπε να τριπλασιάσουν το αναγνωστικό τους κοινό.

Ωστόσο, όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα των ομώνυμων βραβείων, «απροσδόκητα, ο ίδιος ο Πούλιτζερ έγινε θύμα της μάχης για την κυκλοφορία, όταν ο Τσαρλς Αντερσον Ντάνα, εκδότης της Sun, απογοητευμένος από την επιτυχία της World, εξαπέλυσε σφοδρές προσωπικές επιθέσεις εναντίον του, αποκαλώντας τον «Εβραίο που είχε αρνηθεί τη φυλή και τη θρησκεία του». Η αδιάκοπη εκστρατεία είχε σχεδιαστεί για να αποξενώσει την εβραϊκή κοινότητα της Νέας Υόρκης από τη World». Ανεπιτυχώς.

Στο απόγειό της, η κυκλοφορία της World είχε ξεπεράσει τις 600.000 φύλλα ημερησίως. Οπως έχει πει ο Μόρις, για να καταλάβουμε τα μεγέθη με σημερινά δεδομένα, οι New York Times θα έπρεπε να τριπλασιάσουν το αναγνωστικό τους κοινό.

Στο βιβλίο του, ο Τζέιμς ΜακΓκραθ Μόρις αμφισβητεί σχεδόν κάθε οικείο περίγραμμα της ιστορίας του Πούλιτζερ. Το έργο του ξεπερνά κατά πολύ τα κλισέ της κίτρινης δημοσιογραφίας, ανακατασκευάζοντας την εικόνα του Πούλιτζερ ως αδίστακτου πολιτικού παράγοντα και μεταρρυθμιστή που τα έβαζε με την ίδια του την κληρονομιά. «Η πολιτική», υπογραμμίζει ο Μόρις, «ήταν αναμφίβολα ό,τι πιο κοντινό στην καρδιά του».

«Η δημοσιογραφία ήταν μια επέκταση της πολιτικής», σημειώνει ο Μόρις, όχι το αντίστροφο. Δεν θα σταματούσε ποτέ να χρησιμοποιεί εφημερίδες για να χειραγωγεί εκλογές και να καταστρέφει εχθρούς.

Οταν ο Ρούσβελτ τον πολέμησε

Η αντιπαράθεση μεταξύ Πούλιτζερ και Ρούσβελτ το 1909 δεν ήταν συμβολική. Ηταν δικαστική, προσωπική και σχεδόν καταστροφική. Αφού η εφημερίδα World δημοσίευσε μια σειρά κατηγοριών για τον Ρούσβελτ και τον τραπεζίτη Τζέι Πι Μόργκαν ότι επωφελούνταν από τη συμφωνία για τη Διώρυγα του Παναμά, ο πρόεδρος ανταπέδωσε. Ασκησε όση πίεση ήταν δυνατόν ώστε να απαγγελθούν κατηγορίες στον Τζόζεφ Πούλιτζερ για συκοφαντική δυσφήμηση – επρόκειτο, άραγε, για μια συνταγματική κρίση που εκτυλισσόταν δημοσίως και ενώπιον των εκατοντάδων χιλιάδων αναγνωστών;

Τζόζεφ Πούλιτζερ: Ο φασαριόζος που άντεχε μόνο τη σιωπή-2
Ο Θίοντορ (Τέντι) Ρούσβελτ, 26ος πρόεδρος των ΗΠΑ. (©Associated Press)

«Κανένας συκοφάντης δεν επιτρέπεται να προστατεύεται πίσω από τον ισχυρισμό ότι διευθύνει εφημερίδα», είχε δηλώσει ο Ρούσβελτ στην ετήσια ομιλία του προς το Κογκρέσο.

Ο Πούλιτζερ αρνήθηκε να ανακαλέσει. Τυφλός, άρρωστος, λειτουργώντας δι’ αντιπροσώπων, παρέμεινε ανυπότακτος: «Ο Τύπος είναι ο κύριος ηθικός παράγοντας του σύγχρονου κόσμου». 

Και πολέμησε τον Ρούσβελτ ακόμα περισσότερο: «Ενας πρόεδρος που ψεύδεται» ήταν ένας από τους προβοκατόρικους τίτλους της World.

Ο Τύπος είναι ο κύριος ηθικός παράγοντας του σύγχρονου κόσμου.

Η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο. Η απόφαση επιβεβαίωσε ότι η Πρώτη Τροπολογία προστάτευε ακόμα και την εχθρική δημοσιογραφία. Η ζημιά, όμως, δεν διαγράφεται με μια τροπολογία, ακόμα κι αν είναι η Πρώτη: ο Ρούσβελτ είχε κανονικοποιήσει το γεγονός ότι ένας πρόεδρος θα μπορούσε να αποκαλέσει τον Τύπο προδότη. 

Με σχεδόν θρασύ προφητικό τρόπο, ο Πούλιτζερ βίωσε πρώτος αυτό που δεκαετίες αργότερα θα επιχειρούσε να επαναφέρει ο Ντόναλντ Τραμπ: την ιδέα ότι ο πρόεδρος μπορεί να απειλήσει νομικά τον Τύπο, όχι για παραβίαση της αλήθειας, αλλά για αμφισβήτηση της εξουσίας. Ο Ρούσβελτ των αρχών του 20ού και ο Τραμπ του 21ου αιώνα συναντιούνται πάνω από τον ίδιο φόβο: τον Τύπο που δεν υπακούει. Ο Πούλιτζερ αντιστάθηκε. Το ίδιο και τα βραβευμένα ρεπορτάζ που σήμερα φέρουν το όνομά του.

Ενας μύθος γεμάτος αντιφάσεις

Οι περισσότεροι γνωρίζουμε τον Πούλιτζερ μέσα από τον μύθο: τον μετανάστη που έφερε επανάσταση στον Τύπο, τον ιδρυτή της Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης και του ομώνυμου βραβείου. Η βιογραφία του Μόρις, πάντως, αποκαλύπτει βαθύτερες αντιφάσεις.

Φαίνεται ότι ήταν αδίστακτος και καθ’ όλα ασταθής. Κάποτε είχε απολύσει έναν υπηρέτη επειδή φορούσε μπότες που έκαναν θόρυβο. Είχε συντάξει λίστες δημοσιογράφων που έπρεπε να απαγορευτεί η παρουσία τους οπουδήποτε κοντά του. Είχε δημιουργήσει την πιο ισχυρή εφημερίδα στην Αμερική – ακόμα κι αν συχνά αρνείτο να εισέλθει στα γραφεία της.

Φαίνεται ότι ήταν αδίστακτος και καθ’ όλα ασταθής. Προδόθηκε, όμως, από το ίδιο του το σπίτι.

Προδόθηκε, όμως, από το ίδιο του το σπίτι. Η σύζυγός του, Κέιτ Ντέιβις, ανέπτυξε στενή σχέση με τον αρχισυντάκτη του, Αρθουρ Μπρίσμπεϊν. Ο βιογράφος του, δε, αποκάλυψε αλληλογραφία που υποδηλώνει ότι η σχέση μπορεί να ήταν κάτι παραπάνω από φιλική – και το πήγε ακόμα παραπέρα: φαίνεται ότι ο γιος τους, Χέρμπερτ, που γεννήθηκε το 1895, μπορεί να μην ήταν βιολογικό παιδί του Πούλιτζερ. «Ο Πούλιτζερ μπορεί να μη γνώριζε ποτέ», γράφει ο Μόρις, «ότι το παιδί, στο οποίο είχε την περισσότερη αδυναμία, δεν ήταν δικό του». Οπως και να ’χε, άφησε στον Χέρμπερτ το μεγαλύτερο μερίδιο της περιουσίας του.

Τίνος είναι, βρε γυναίκα, το παιδί;

Η βιογραφία του Μόρις αποκαλύπτει βαθιά κρυμμένα οικογενειακά μυστικά. Ορισμένα εξ αυτών μπορεί να παρέμεναν κρυμμένα για πάντα, αν δεν υπήρχε μια σειρά από επιστολές μεταξύ της συζύγου του Πούλιτζερ, Κέιτ Ντέιβις, και του αρχισυντάκτη του, Αρθουρ Μπρίσμπεϊν.

Οι επιστολές υποδεικνύουν συναισθηματική και πιθανώς σεξουαλική σχέση. Το 1895, η Κέιτ έμεινε έγκυος, λίγο αφότου ο Τζόζεφ είχε αποστασιοποιηθεί συναισθηματικά και σωματικά από αυτήν. Ο γιος τους, Χέρμπερτ Πούλιτζερ, γεννήθηκε εκείνη τη χρονιά. Ο Μόρις δεν κάνει ισχυρισμούς ελαφρά τη καρδία. Γράφει, όμως, ότι «τουλάχιστον ένα από τα μικρότερα παιδιά του Πούλιτζερ μπορεί να είχε πατέρα τον Μπρίσμπεϊν».

Ο Πούλιτζερ δεν το έμαθε ποτέ. Κατά ειρωνικό τρόπο, αργότερα θα άφηνε στον Χέρμπερτ το μεγαλύτερο μερίδιο της περιουσίας του, εκπλήσσοντας την υπόλοιπη οικογένεια. Η προδοσία πίσω από την κληρονομιά δεν αναγνωρίστηκε ποτέ δημόσια και μπορεί να μην είχε έρθει ποτέ στο φως αν δεν είχε ανακαλυφθεί από τον Μόρις.

«Η οικογενειακή του ζωή ήταν φρικτή», έχει πει ο Μόρις. «Γνώριζα ότι θα ήταν άσχημα (σ.σ. όσα θα ανακάλυπτα), αλλά δεν ήξερα πόσο άσχημα. Απλώς λυπήθηκα πολύ τα παιδιά του. Η σύζυγός του, Κέιτ, ήταν ηρωίδα για μένα σε αυτή την ιστορία. Ηταν κάπως ρομαντική και τον καταλάβαινε με τρόπους πρωτόγνωρους. Εμεινε δίπλα του ακόμα και όταν εκείνος την απομάκρυνε συνεχώς. Δεν ήταν μια εποχή που οι άνθρωποι χώριζαν. Απλώς έκαναν άλλες διευθετήσεις για να ζήσουν χωριστά».

«Το απίστευτο άγχος για τα πάντα, από το ότι τα παιδιά του δεν τον αγαπούν ώς το άγχος για τη δουλειά, εκδηλώθηκε εν μέρει λόγω πραγμάτων που δεν μπορούσε να ελέγξει. Βρισκόταν σε μια σκοτεινή μήτρα. Βυθιζόταν στη δίνη μιας αίσθησης ότι θα πέθαινε ανά πάσα στιγμή. Πηγαινοερχόταν στην Ευρώπη, μπρος – πίσω, διαφεύγοντας τη σκιά του. Ο Πούλιτζερ έψαχνε γεωγραφική λύση για ψυχολογικές ασθένειες», έχει πει ο Μόρις σε συνέντευξή του.

«Είναι τραγικός με την ελληνική έννοια», προσθέτει ο βιογράφος του. «Γίνεται μια φιγούρα του Χάουαρντ Χιουζ του 19ου αιώνα λόγω των δικών του εσωτερικών ελαττωμάτων. Δεν νομίζω ότι είχε μανιοκατάθλιψη. Νομίζω ότι υπέφερε από ένα είδος γενικευμένου άγχους που οδήγησε στην εκδήλωση όλων αυτών των προβλημάτων που είχε, όπως η υπερευαισθησία στον ήχο».

…και παρανοήσεις

Τζόζεφ Πούλιτζερ: Ο φασαριόζος που άντεχε μόνο τη σιωπή-3
Πρωτοσέλιδο του 1898.

Η βιογραφία του Τζόζεφ Πούλιτζερ διά χειρός Μόρις πάει πολύ πέρα από τη σκιαγράφηση ενός κίτρινου δημοσιογράφου. Ενώ είναι αλήθεια, όπως έχει δείξει η ιστορία, ότι η εφημερίδα New York World είχε αποδυθεί σε έναν άγριο πόλεμο μεταξύ των ταμπλόιντ –κατά βάση με την εφημερίδα Journal του Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ– και ενώ η μάχη είχε όντως κορυφωθεί λίγο προτού ξεσπάσει ο Ισπανοαμερικανικός Πόλεμος, ο άμεσος ρόλος του Πούλιτζερ έχει υπερεκτιμηθεί.

Ποιος τον έχει μεγαλύτερο… τον θυμό;

Σύμφωνα με όσα αναφέρουν τα Pulitzer Prizes, «όταν οι Κουβανοί επαναστάτησαν κατά της ισπανικής κυριαρχίας, ο Πούλιτζερ και ο Χερστ προσπάθησαν να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλον στην πρόκληση οργής κατά των Ισπανών. Και οι δύο ζήτησαν πόλεμο κατά της Ισπανίας μετά τη μυστηριώδη έκρηξη και βύθιση του αμερικανικού θωρηκτού “Μέιν” στο λιμάνι της Αβάνας στις 15 Φεβρουαρίου 1898. Το Κογκρέσο αντέδρασε στην κατακραυγή με ένα πολεμικό ψήφισμα. Μετά τον τετράμηνο πόλεμο, ο Πούλιτζερ αποσύρθηκε από αυτό που είχε γίνει γνωστό ως “κίτρινη δημοσιογραφία”».

«Οταν συνέβησαν τα χειρότερα», έχει εξηγήσει ο Μόρις, «ο Πούλιτζερ απουσίαζε». Ανάρρωνε στην Ευρώπη για το καλό της ούτως ή άλλως εύθραυστης υγείας του. Οταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, ανέκτησε τον έλεγχο των πραγμάτων και έβαλε ένα τέλος, εκφράζοντας αηδία για το πώς η συντακτική του ομάδα είχε παρασυρθεί στην υπερβολή. Οπως αφηγείται ο Μόρις, ο Πούλιτζερ ισχυρίστηκε ότι οι εφημερίδες του «διοικούνταν από στρατιώτες χωρίς στρατηγό» κατά την απουσία του.

Τζόζεφ Πούλιτζερ: Ο φασαριόζος που άντεχε μόνο τη σιωπή-4
Ο Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ. (©Associated Press)

Στην πραγματικότητα, στις αρχές του 1900, η World είχε μεταμορφωθεί από το κακό παιδί του Park Row σε «άκαμπτο υπερασπιστή του πολιτικού κατεστημένου», σύμφωνα με όσα γράφει ο βιογράφος του. Ο Πούλιτζερ ήθελε σεβασμό. Φοβόταν ότι η κληρονομιά του θα οριζόταν από το θέαμα, όχι από την ουσία. Η καθυστερημένη στροφή του προς τις νηφάλιες δημοσιογραφικές αξίες άνοιξε τον δρόμο, εξ όσων συνάγεται, για τα βραβεία που φέρουν το όνομά του.

Η αυτοεξορία ως… επιχειρηματικό μοντέλο

Καθώς ο Πούλιτζερ μεγάλωνε, το σώμα του είχε μετατραπεί σε φυλακή του. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των 40, είχε χάσει σχεδόν ολοκληρωτικά την όρασή του. Η ευαισθησία του στον θόρυβο εξελίχθηκε σε πλήρη νευρολογική κατάρρευση. «Δεν μπορούσε πλέον να ανεχτεί τον κόσμο που είχε διαμορφώσει», σημειώνει ο Μόρις. Η λύση του ήταν ριζοσπαστική: αυτοεξορία.

Υπήρξε πρότυπο… remote στελέχους, ενός αλγοριθμικού καπετάνιου. Κάτι σαν τον Ζούκερμπεργκ και Metaverse ή τον Μπέζος από την πλατφόρμα εκτόξευσης των πυραύλων του, ο Πούλιτζερ έλεγχε το παρόν χωρίς να υπομένει την ακαταστασία του.

Κατηύθυνε τη World από το γιοτ του και από έναν πύργο στη Γαλλία. Οσα αφορούσαν τη δουλειά του περιγράφονταν προφορικά. Οι τίτλοι υπαγορεύονταν. Επεξεργαζόταν τις στήλες δι’ αντιπροσώπου.

Δέκα πράγματα που θα ήθελε… να μη γνωρίζουμε

⇒ Η σχέση μεταξύ της Κέιτ Πούλιτζερ και του Αρθουρ Μπρίσμπεϊν.

⇒ Ο Πούλιτζερ μπορεί να μην ήταν ο βιολογικός πατέρας του Χέρμπερτ.

⇒ Οι εμμονικοί κανόνες του (π.χ. δεν προσλαμβάνονταν κοντοί άντρες).

⇒ Πώς χειραγώγησε τις εκλογές στο παρασκήνιο.

⇒ Απεχθανόταν την ιδέα μιας σχολής δημοσιογραφίας – μέχρι που τελικά χρηματοδότησε μία από τις επιφανέστερες.

⇒ Η παραλυτική υπερακουσία του.

⇒ Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του στην εξορία.

⇒ Δανείστηκε χρήματα από τον Τζέι Γκουλντ, τον οποίο δημόσια είχε αποκαλέσει «νυχτερίδα».

⇒ Η αποτυχία του να παραστεί στα εγκαίνια του εμβληματικού κτιρίου της World.

⇒ Πιθανώς δεν διάβασε ποτέ την εφημερίδα που έφερε το όνομά του όταν τυφλώθηκε.

Αυτό τον καθιστά πρότυπο… remote στελέχους, ενός αλγοριθμικού καπετάνιου. Κάτι σαν τον Ζούκερμπεργκ και Metaverse ή τον Μπέζος από την πλατφόρμα εκτόξευσης των πυραύλων του, ο Πούλιτζερ έλεγχε το παρόν χωρίς να υπομένει την ακαταστασία του. Ο Πούλιτζερ, κοντολογίς, προηγήθηκε της εποχής του ως προς κάτι που σήμερα είναι σχεδόν κανόνας: οι ισχυρότεροι εκδότες, οι πιο επιδραστικοί διαμορφωτές κοινής γνώμης, δεν εμφανίζονται. Οπως ο Μασκ επιλέγει να σχολιάζει από το X χωρίς να παρίσταται, όπως ο Μέρντοχ ελέγχει χωρίς να γράφει, έτσι κι ο Πούλιτζερ διηύθυνε τον κόσμο του χωρίς να πατήσει το πόδι του στις αίθουσες σύνταξης. Το αποτύπωμα της απουσίας του θυμίζει πως η εξουσία σήμερα δεν φωνάζει – αναρτά. Δεν παρεμβαίνει – πειράζει αλγορίθμους.

Μετέτρεψε τη δημοσιογραφία σε ένα επιδραστικό σύστημα τηλεχειρισμού και τελειοποίησε την τέχνη της ασύμμετρης παρουσίας. «Δεν ήταν παρών», είπε αργότερα ένας συντάκτης, «αλλά ήταν πανταχού παρών».

Η λύτρωση που προσπάθησε να εξαγοράσει

Ο Πούλιτζερ, όσο πλησίαζε στη δύση της ζωής του, φοβόταν την ίδια του την ιστορία. Είχε εξαπολύσει την επανάσταση της «κίτρινης δημοσιογραφίας» – δημοσιογραφική κάλυψη βασισμένη στο συναίσθημα, πολεμικοί τίτλοι, λαϊκισμός στο φόρτε του· λίγο καιρό πριν εκδημήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο, φοβόταν ότι αυτό θα τον καθόριζε και τίποτε άλλο.

Η λύση του; Θεσμική αμνησία. Ταφή της ιστορίας. Εξαΰλωση κάθε κιτρινισμού.

Τζόζεφ Πούλιτζερ: Ο φασαριόζος που άντεχε μόνο τη σιωπή-5
«Η Δημοκρατία μας και ο Τύπος της θα ανέβουν ή θα πέσουν μαζί». Ο Τζόζεφ Πούλιτζερ είχε γίνει γραμματόσημο. (©Shutterstock)

Πρόσφερε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια δύο εκατ. δολάρια για τη δημιουργία Σχολής Δημοσιογραφίας και ένα βραβείο αριστείας για τους ρεπόρτερ που θα αποκάλυπταν τον κόσμο μας. Αυτό έγινε από τον άνθρωπο που είχε κάποτε αποκαλέσει την εκπαίδευση στη δημοσιογραφία «εξ ορισμού αντίφαση». Ο βιογράφος του την αποκαλεί «πράξη συμβολικής αυτοκάθαρσης». Μάλιστα, χαρακτηριστική ατάκα του ήταν: «Το να μιλάμε για καθηγητική θέση δημοσιογραφίας είναι εξίσου παράλογο με το να μιλάμε για καθηγητική θέση έγγαμου βίου».

Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Πούλιτζερ προσπαθούσε να κληροδοτήσει όχι το ποιος ήταν, αλλά το ποιος εύχεται να ήταν.

Το σκεπτικό της δωρεάς

Τον Μάιο του 1904, γράφοντας στην εφημερίδα The North American Review υποστηρίζοντας την πρότασή του για την ίδρυση σχολής δημοσιογραφίας, ο Πούλιτζερ συνόψισε το πιστεύω του: «Η Δημοκρατία μας και ο Τύπος της θα ανέβουν ή θα πέσουν μαζί. Eνας ικανός, ανιδιοτελής, δημόσιας πνοής Tύπος, με εκπαιδευμένη νοημοσύνη για να αναγνωρίζει το σωστό και το θάρρος να το κάνει, μπορεί να διατηρήσει αυτή τη δημόσια αρετή, χωρίς την οποία η εκ λαού κυβέρνηση είναι απάτη και χλεύη. Ενας κυνικός, μισθοφορικός, δημαγωγικός Τύπος θα παράγει με τον καιρό έναν λαό τόσο ποταπό όσο ο ίδιος. Η δύναμη να διαμορφώσει το μέλλον της Δημοκρατίας θα βρίσκεται στα χέρια των δημοσιογράφων των μελλοντικών γενεών».

Ο Τζέιμς ΜακΓκραφ Μόρις έχει δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην αναδιατύπωση της σχέσης μεταξύ Τύπου, πολιτικής και εξουσίας διαχρονικά. Ο Τζόζεφ Πούλιτζερ δεν ήταν εκδότης που κάλυπτε την πολιτική. Ηταν πολιτικός παράγοντας που χρησιμοποιούσε εφημερίδες για να αποκτήσει εξουσία.

Αυτή η διάκριση μοιάζει παράξενα σύγχρονη. Στην Αμερική του Τραμπ –και στην Αμερική του Μασκ, του Μέρντοχ και του Ζούκερμπεργκ– βρισκόμαστε και πάλι αντιμέτωποι με προσωπικότητες που συγχωνεύουν τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης με την πολιτική φιλοδοξία, που ανυψώνουν τον λαϊκιστικό ζήλο ενώ οχυρώνονται πίσω από τον πλούτο.

Ο Μόρις έχει πει ότι, αν ο Πούλιτζερ ήταν ζωντανός σήμερα, «θα έκανε Twitter». Αλλά περισσότερο από αυτό, μπορεί να διοικούσε μια ολοδική του πλατφόρμα, ή κι ένα κόμμα.

Ο Πούλιτζερ και τα Πούλιτζερ του 2025 

Το 2025, την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ επανεμφανίζεται στην κεντρική πολιτική σκηνή με ρητορική ανοιχτά εχθρική προς τον Τύπο, τα Βραβεία Πούλιτζερ επιλέγουν να τιμήσουν ρεπορτάζ που αψηφούν την εξουσία, που δεν φοβούνται τη δυσφήμηση, που στηρίζονται στην τεκμηρίωση απέναντι στην κραυγή. Είναι, στην πράξη, μια μορφή αντι-τραμπικής πολιτικής. Οχι, ασφαλώς, επειδή παίρνουν θέση, αλλά επειδή αρνούνται να εγκαταλείψουν τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας.

Τα φετινά βραβεία Πούλιτζερ τίμησαν έργα που θα έκαναν τον ιδρυτή τους να σαστίσει (ακόμα κι αν θα αρνείτο να το παραδεχθεί). Ενα βραβείο απονεμήθηκε στην αποκάλυψη της ProPublica σχετικά με τις έγκυες γυναίκες που πέθαναν αφού οι γιατροί καθυστέρησαν την επείγουσα φροντίδα που χρειάζονταν, φοβούμενοι ότι θα παραβιάσουν τις αόριστες εξαιρέσεις της «ζωής της μητέρας» σε πολιτείες με αυστηρούς νόμους περί αμβλώσεων. Ενα άλλο στους New York Times για την εξέταση του πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες έσπειραν τους σπόρους της δικής τους αποτυχίας στο Αφγανιστάν, κυρίως υποστηρίζοντας δολοφονικές πολιτοφυλακές που οδήγησαν τους πολίτες στους Ταλιμπάν.

Είναι το είδος των ιστοριών που ο Πούλιτζερ, ως χειραγωγός, θα μπορούσε να είχε θάψει. Αλλά είναι επίσης αυτό που ο Πούλιτζερ, ο δημιουργός της τεράστιας κληρονομιάς, προσπάθησε να αναδείξει. Εξ ου και η απόλυτη ειρωνεία: τα βραβεία Πούλιτζερ μοιάζουν καλύτερα από τον άνθρωπο από τον οποίο πήραν το όνομά τους.

Τα βραβεία Πούλιτζερ μοιάζουν καλύτερα από τον άνθρωπο από τον οποίο πήραν το όνομά τους. Η πιο τραγική και ταυτόχρονα μεγαλειώδης νίκη του είναι ότι το μέλλον τον ξεπέρασε.

Ο Τζόζεφ Πούλιτζερ έχτισε ένα σύστημα μέσων ενημέρωσης σχεδιασμένο να κυριαρχεί – και βρέθηκε ίσως να κυριαρχείται από αυτό. Θόλωσε την αλήθεια και την εξουσία τόσο αποτελεσματικά, που ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να τις διαχωρίσει. Πολέμησε έναν πρόεδρο. Διαμόρφωσε ένα επάγγελμα. Προσπάθησε να επανεφεύρει τον εαυτό του.

Αυτό που άφησε πίσω του –ένας Τύπος πρόθυμος να πολεμήσει, να ερευνήσει, να διαφωνήσει– αντέχει. Και κάθε βραβείο που απονέμεται στο όνομά του μας υπενθυμίζει όχι τι ήταν, αλλά τι πρέπει να είναι η δημοσιογραφία.

Η πιο τραγική και ταυτόχρονα μεγαλειώδης νίκη του είναι ότι το μέλλον τον ξεπέρασε.


Κεντρική φωτογραφία: ©Associated Press

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT