«Παιδιά, καμιά ιστορία;»

Ο Ταξιάρχης Μπεληγιάννης, ένας από τους ελάχιστους αφηγητές παραμυθιών για ενηλίκους, γυρίζει την Ελλάδα συλλέγοντας ιστορίες. Η «Κ» τον συνάντησε στο εργαστήρι του στου Ζωγράφου και συζήτησε μαζί του για την τέχνη και τη θεραπευτική δύναμη της αφήγησης

παιδιά-καμιά-ιστορία-563501545

ΣΕ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΙΣΟΓΕΙΟ στου Ζωγράφου, ο Ταξιάρχης Μπεληγιάννης μάς υποδέχεται στο εργαστήρι του. Σε αυτόν τον απλό χώρο με το μικρό πατάρι, διδάσκει σε αρχάριους μαθητές την τέχνη της αφήγησης. Αλλωστε, όπως και ο ίδιος λέει, δεν θέλεις κάτι παραπάνω για να μάθεις σε κάποιον πώς να αφηγηθεί ένα παραμύθι. Το μόνο που χρειάζεσαι είναι μια ωραία φωνή και τον τρόπο να κάνεις τους άλλους να σε ακούν.

«Δεν είμαι παραδοσιακός αφηγητής, γνώρισα την αφήγηση όταν βρέθηκα τυχαία στο εργαστήρι της Λίλης Λαμπρέλλη το 2006. Ομως, μέσα από τις καταγραφές που κάνω όλα αυτά τα χρόνια, συναντώντας παραδοσιακούς αφηγητές σε όλη την Ελλάδα, μαθαίνω από εκείνους να αφηγούμαι όσο πιο παραδοσιακά μπορώ. Αυτό σημαίνει λιγότερη πρόβα, λιγότερο γράψιμο. Προσπαθώ η ιστορία να βγαίνει απλώς από μέσα μου», μας εξηγεί.

Ο Ταξιάρχης Μπεληγιάννης είναι από τους ελάχιστους αφηγητές σήμερα στην Ελλάδα που απευθύνονται και στο ενήλικο ακροατήριο, μέσα από ιστορίες συμβολισμού και δράσης.

«Οπως έλεγε χαρακτηριστικά μία από τις δασκάλες μου, η Αγνή Στρουμπούλη, “κάθεσαι σε ένα παράθυρο και βλέπεις τι γίνεται έξω. Μέσα στο σπίτι, βρίσκονται τέσσερις άνθρωποι και τους περιγράφεις πολύ απλά αυτό που βλέπεις”. Αυτή είναι η αφήγηση, να είσαι με το ένα πόδι στο παραμύθι και με το άλλο στον κόσμο που βρίσκεται μπροστά σου».

Οσοι γνωρίζουν τον Ταξιάρχη Μπεληγιάννη τού αναγνωρίζουν ένα χάρισμα. Είναι ο άνθρωπος που μπορεί να διηγείται με τον ίδιο ωραίο τρόπο παραμύθια τόσο σε μικρούς όσο και σε μεγάλους. Είναι μάλιστα από τους ελάχιστους αφηγητές σήμερα στην Ελλάδα που απευθύνονται στο ενήλικο ακροατήριο, μέσα από ιστορίες συμβολισμού και δράσης. Σε κάθε παράσταση δίνει τη δική του προσέγγιση στα παραμύθια, κρατώντας αποστάσεις από θεατρικές ερμηνείες, οι οποίες δεν ταιριάζουν στη δική του «σχολή» αφήγησης.

«Παιδιά, καμιά ιστορία;»-1
Ο Ταξιάρχης Μπεληγιάννης στο πατάρι του εργαστηρίου του, στου Ζωγράφου.

Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙΩΝ

Τι παραμύθια, όμως, ακούν σήμερα οι μεγάλοι; «Παντού στη γη λέμε τα ίδια παραμύθια. Σταχτοπούτα έχουμε εμείς, Σταχτοπούτα έχουν και στην Κίνα. Κοκκινοσκουφίτσα και Χιονάτη –επίσης– έχουν παντού. Βέβαια, από τόπο σε τόπο υπάρχουν παραλλαγές. Το σημαντικό είναι να διατηρείς ακέραια τα δομικά στοιχεία ενός παραμυθιού, τη ραχοκοκαλιά του, και από εκεί και πέρα το πού εκτυλίσσεται δεν έχει καμία σημασία», λέει ο Μπεληγιάννης εξηγώντας πως το ενήλικο κοινό έχει ανάγκη να ακούσει αυτές τις ιστορίες.

«Υπάρχουν πάρα πολλά παραμύθια που είναι θεραπευτικά. Το παραμύθι προέρχεται από τη λέξη “παραμυθία”, που σημαίνει παρηγοριά, συντροφικότητα. Ακούς μια ιστορία και ξαφνικά συνειδητοποιείς πως μια κατάσταση που μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευες ότι ήσουν ο μόνος που τη ζεις, την έχουν βιώσει κι άλλοι άνθρωποι. Και αυτό το “δεν είμαι μόνος μου” είναι φοβερά βοηθητικό, ώστε να μπορέσεις να κάνεις ένα βήμα μπροστά και να βγεις από αυτή την κατάσταση που σε ταλαιπωρεί».

Ο Μπεληγιάννης μάς θυμίζει πως οι αδελφοί Γκριμ ήταν εκείνοι που τον 19ο αιώνα ως συλλέκτες παραδοσιακών παραμυθιών τούς έδωσαν λογοτεχνική μορφή και τα προσάρμοσαν για παιδιά. Μέχρι τότε τα παραμύθια ήταν πολύ τρομακτικά και απευθύνονταν μόνο σε μεγάλους.

Ακούς μια ιστορία και ξαφνικά συνειδητοποιείς πως μια κατάσταση που μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευες ότι ήσουν ο μόνος που τη ζεις, την έχουν βιώσει κι άλλοι άνθρωποι. Και αυτό το “δεν είμαι μόνος μου” είναι φοβερά βοηθητικό, ώστε να μπορέσεις να κάνεις ένα βήμα μπροστά.

«Από τα παραμύθια που αφηγούμαι, η Κοκκινοσκουφίτσα –στην πιο πρωτότυπη εκδοχή της που προέρχεται από κάποιο μοναστήρι στη Γαλλία τον 16ο αιώνα– είναι ίσως το πιο “βαρύ”, το πιο δύσκολο. Γι’ αυτό και δεν το αφηγούμαι συχνά. Δεν έχει υπάρξει κάποια φορά που να μην έχει φύγει κάποιος από τον χώρο, γιατί, απλά, δεν το άντεξε», λέει ο Μπεληγιάννης, και θυμάται τότε που ο ίδιος και η αδελφή του, μικρά παιδιά, είχαν γίνει λαθρακουστές τρομακτικών παραμυθιών κάποιο κρύο βράδυ στο χωριό τους, στη Στενή Εύβοιας.

«Είχε τύχει να βρεθούμε εκεί, χειμώνα, και καθώς δεν μπορούσαν να μας βγάλουν έξω για να παίξουμε, μείναμε και ακούσαμε τις ιστορίες των μεγάλων. Ηταν τόσο βαριά η ιστορία που είχαν αφηγηθεί, που θυμάμαι ότι κάναμε τρεις νύχτες να κοιμηθούμε. Δεν μπορώ πια να θυμηθώ το παραμύθι, μόνο τον φόβο που νιώσαμε».

Το κίνημα της νεοαφήγησης το οποίο εκπροσωπεί και ο Μπεληγιάννης ξεκίνησε τη δεκαετία του ’60 στη Γαλλία. Στην Ελλάδα, η αφήγηση για τους ενηλίκους ήρθε στο προσκήνιο το 1992 με τον Στέλιο Πελασγό και αμέσως μετά με την Αγνή Στρουμπούλη και τη Σάσα Βούλγαρη.

«Το παραμύθι έχει πολλές κατηγορίες. Εμείς οι παραμυθάδες προτιμούμε να λέμε τα μαγικά παραμύθια, αυτά στα οποία θα συμβούν μαγικά πράγματα: τα αγόρια θα μεταμορφωθούν σε κορίτσια, τα κορίτσια σε αγόρια, θα μιλήσουν τα πουλάκια και θα γίνουν όλα αυτά τα θαυμαστά πράγματα. Σε κάθε περίπτωση, το παραμύθι πραγματεύεται δύο δρόμους, την αυτονομία και την αυτογνωσία», μας λέει ο αφηγητής και εξηγεί:

«Υπάρχουν πολλά παραμύθια που μιλούν για την κακοποίηση. Ολα σού λένε, “φύγε από το σπίτι”, “φύγε από την εστία κακοποίησης, φύγε μακριά”. Κανένα παραμύθι δεν θα σου πει “να παραμείνεις εκεί και θα τα καταφέρεις”. Αν παραμείνεις εκεί, χάθηκες».

«Παιδιά, καμιά ιστορία;»-2
Tο 2008 ο Μπεληγιάννης αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά του, που πλέον δεν του άρεσε, και να πιάσει το νήμα της αφήγησης από τον Πειραιά, την πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε.

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΦΗΓΗΣΗ

Μέχρι το 2008 ο Μπεληγιάννης είχε μια πολύ καλή θέση σε πολυεθνική εταιρεία και δούλευε με υπολογιστές. Οταν στράφηκε στην αφήγηση, αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά του, που πλέον δεν του άρεσε, και να πιάσει το νήμα από τον Πειραιά, την πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Τα δύο πρώτα χρόνια έκανε εκεί κάποιες ερασιτεχνικές δουλειές στην αφήγηση και από το 2010 άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά, κάνοντας αφηγήσεις σε σχολεία, σε μουσεία, στην ύπαιθρο, σε σκηνές καλλιτεχνικής έκφρασης, ακόμη και σε μεγάλα φεστιβάλ, όπως το This is Athens City Festival του Δήμου Αθηναίων, στο οποίο συμμετέχει τα τελευταία χρόνια με αφηγήσεις για το ενήλικο κοινό.

Ο Πειραιάς, πάντως, παραμένει η αγαπημένη του πόλη, η οποία όμως, όπως λέει, δεν μπορεί να του δώσει τις ευκαιρίες που θα ήθελε για να κάνει αυτό που αγαπά. «Σχεδόν όλη μου τη ζωή την έχω ζήσει στον Πειραιά. Είναι το λιμάνι, η θάλασσα που μάς τραβάει εμάς τους Πειραιώτες. Ο Πειραιάς έχει βγάλει πολλούς καλούς αφηγητές. Ισως λόγω του λιμανιού, να φτάνουν εκεί πρώτες οι ιστορίες από τους ναυτικούς. Ομως, ο Πειραιάς χρειάζεται να ανακάμψει στον πολιτιστικό τομέα, ειδικά μετά τον κορωνοϊό, που ακόμη και τα λίγα στέκια που υπήρχαν σχεδόν έκλεισαν. Ευτυχώς τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αρχίσει σιγά σιγά να ανοίγουν πάλι κάποιοι χώροι και έχει αρχίσει να δίνεται μια ώθηση στην πολιτιστική ζωή της πόλης», μας λέει.

Πηγαίνω σε έναν τόπο και αρχίζω να ψάχνω: από χωριό σε χωριό, στους καφενέδες, τους φούρνους. “Παιδιά, καμιά ιστορία;”. Και ο ένας με πηγαίνει στον άλλο και σιγά σιγά μαζεύω το υλικό.  

Σήμερα, ο Μπεληγιάννης συνεχίζει να ταξιδεύει στην Ελλάδα και να μαζεύει ιστορίες. Οχι μόνο από γιαγιάδες και παππούδες, αλλά από ανθρώπους κάθε ηλικίας που συναντά μπροστά του.

«Πηγαίνω σε έναν τόπο και αρχίζω να ψάχνω: από χωριό σε χωριό, στους καφενέδες, τους φούρνους. “Παιδιά, καμιά ιστορία;”. Και ο ένας με πηγαίνει στον άλλον και σιγά σιγά μαζεύω το υλικό. Εχει τύχει να ακούσω μια υπέροχη Σταχτοπούτα από ένα παιδί δέκα χρόνων που μου την αφηγήθηκε στη Μυτιλήνη. Ηταν μια δική του εκδοχή, που ήταν μοναδική. Ηταν πολύ συγκινητικό να ακούς ένα αγόρι αυτής της ηλικίας να μεταφέρει πώς έβλεπε ο ίδιος τη Σταχτοπούτα που είχε ακούσει από μεγαλύτερους».

Λίγο πριν κλείσουμε την πόρτα και τον αποχαιρετήσουμε, του ζητάμε να μας αφηγηθεί ένα από τα αγαπημένα του παραμύθια, από αυτά που λέει σε ενηλίκους, τα βράδια, στο συνεργατικό καφενείο όπου εργάζεται στην Ακαδημία Πλάτωνος. Επιλέγει το “Sir Gawain and the hideous hug”, ένα παραμύθι από τον κύκλο του βασιλιά Αρθούρου που πάει πολλούς αιώνες πίσω, στη σκοτεινή Βρετανία του 5ου αιώνα. Ο ίδιος το έχει παραλλάξει σε «Αυτό που θέλουν οι γυναίκες» και, όπως περιγράφει, «είναι μια ιστορία που μου είπε ένας φίλος, που του την αφηγήθηκε μια φίλη, που την άκουσε σε ένα εργαστήρι και έχει υποστεί πολλές παραλλαγές». Το παραμύθι με ισχυρούς συμβολισμούς μιλά για τη δύναμη της ελευθερίας, της ισότητας των δύο φύλων, αλλά και της ανάγκης μας να έχουμε στο πλάι μας όχι όμορφους, αλλά ωραίους ανθρώπους.

Μπορείτε να την ακούσετε εδώ. Καλή ακρόαση.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT