Αν κάτι μας δίδαξε ο Ντέιβιντ Λιντς είναι πως καμία φορά καταλαβαίνεις καλύτερα τον κόσμο όταν δεν τον καταλαβαίνεις καθόλου. Είναι άπειρες οι λέξεις που έχουν γραφτεί και θα συνεχίσουν να γράφονται προσπαθώντας να «ψυχαναλύσουν» κάθε διαταραγμένο του ήρωα, να κάνουν κομματάκια κάθε μη λογικά εξηγήσιμη σκηνή που βάφτισαν εφιάλτη, κάθε κρυφό νόημα που ίσως και να μην υπάρχει πίσω από τις εικόνες του σκηνοθέτη.
Σε κάθε κινηματογραφική εικόνα του Λιντς –γιατί ακόμα και το τηλεοπτικό «Twin Peaks» με καθαρά κινηματογραφικούς όρους μίλησε, όπως θα συμφωνήσουν και τα Cahiers du Cinema– η λογική κατέρρεε μεθοδικά. Και το μόνο που έμενε, ως μια άφατη παραδοχή πως η ομορφιά θα ψάχνει πάντα κάποιον τρόπο να πάρει μορφή, ήταν η μουσική.
Είναι τέτοιο το εκτόπισμα του σκηνοθέτη που έφυγε από ένα από τα πράγματα που αγαπούσε –το τσιγάρο– στα 78 του χρόνια, που ως πρωτεργάτης του αλλόκοτου δεν όρισε ανεξίτηλα μόνο το σινεμά, μα έβαλε ισχυρή τη σφραγίδα του και στην τηλεόραση –μετρήστε τα «whodunit» στην αμερικανική επαρχία που έχουμε δει– μα και τη μουσική– τι θα ονειρευόταν η dream pop αν δεν είχε υπάρξει ο Ντέιβιντ Λιντς;
Από την ιδέα του Ελβις
στα πλήκτρα του Μπανταλαμέντι
Η μουσική ήταν γι’ αυτόν εξαρχής μια φαντασίωση. Οπως είχε πει στον Κρις Ρόντλεϊ για το βιβλίο «Lynch on Lynch», για να ερωτευτεί τη μουσική δεν χρειάστηκε να την ακούσει καν. Ηταν το βράδυ που ο Ελβις Πρίσλεϊ εμφανίστηκε στην εκπομπή του Εντ Σάλιβαν και ένας γείτονάς του στο Αϊντάχο έτρεξε να του πει τι έχασε. «Με έναν τρόπο χάρηκα που δεν το είδα: ήταν σπουδαιότερο στο κεφάλι μου επειδή το είχα χάσει. Ενιωσα πως τότε ήταν η αρχή του ροκ εν ρολ για μένα», σχολίαζε με απόλυτα λιντσεϊκό τρόπο.
Σε αντίθεση με τον βαρήκοο ήρωα που υποδυόταν στο «Twin Peaks», ο Λιντς είχε τα αυτιά του ανοιχτά από την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα. Στο «Eraserhead» (1977), που τόσες δεκαετίες μετά παραμένει ένα από τα σπουδαιότερα αινίγματα του σινεμά, ο εφιάλτης ξεκινά για τον ήρωα όταν ξυπνάει. Στα όνειρά του, πάλι, η μελωδία βάζει μια τάξη: ένα κορίτσι με παραφουσκωμένα μάγουλα τραγουδά το «In Heaven» (σε στίχους του ίδιου του Λιντς), μιας μπαλάντας που θα μπορούσε να έχει βγει από αυλάκια βινυλίου που χαράχτηκαν πριν από την επέλαση του ροκ εν ρολ.
Ηταν δύο οι πυλώνες της μουσικής στο οπτικό σύμπαν του Ντέιβιντ Λιντς: η ροκ και η ποπ όπως την ξέρουμε –και σε πολλές περιπτώσεις τη θυμηθήκαμε ή μάθαμε λόγω των ταινιών του– και η συνεργασία του με τον συνθέτη Αντζελο Μπανταλαμέντι. Ο συνθέτης που ήρθε στο πλατό του «Blue Velvet» (1986) για να γράψει για τη φωνή της Τζούλι Κρουζ το «Mysteries of Love» δεν έφυγε έκτοτε από το πλάι του. Ισως το μόνο που μοιάζει ισάξιο με μια σεκάνς του Λιντς να είναι το παρακάτω βίντεο στο οποίο ο συνθέτης κάνει πραγματικά performance εξηγώντας πώς έγραψε το θέμα της Λόρα Πάλμερ για το «Twin Peaks». Κρατήστε αυτό: ο Λιντς καθόταν δίπλα του στο Fender Rhodes του και σκηνοθετούσε τις νότες του. Ο Μπανταλαμέντι δεν είχε ούτε μια εικόνα από τον «ύποπτο κόσμο του Τουίν Πικς», άκουγε μόνο τη ζωντανή αφήγηση του συνεργάτη του.
Ολοι έχουν τραγουδήσει
για τον Ντέιβιντ Λιντς
Ηδη πάντως από την αργόσυρτη, πυκνή από synths, μπαλάντα που έγραψε για το «Blue Velvet», ο Μπανταλαμέντι είχε προοικονομήσει όσα θα γίνονταν στο Roadhouse, το μπαρ της μικρής πόλης της σειράς, εκεί που πάλι εμφανίστηκε η Τζούλι Κρουζ. Αυτή η πρώτη στρώση από dream pop βερνίκι θα ευδοκιμούσε ακόμα παραπάνω στην τρίτη σεζόν, με acts σαν τους Chromatics και τη Σάρον Βαν Ετεν, ενώ μας χάρισε και το μουσικοδημοσιογραφικό κλισέ που θέλει συχνά πυκνά τούς «τάδε» να ακούγονται «σαν βγαλμένοι από το Roadhouse». Ποιος αντιστέκεται να το πει όταν ακούει την Τζούλια Τζάκλιν και την Εϊντζελ Ολσεν; Πόσο ωραίο καταφύγιο θα έβρισκε εκεί η Λάνα Ντελ Ρέι πριν της ξυπνήσουν τα americana ένστικτα (έχει και τραγούδι «Wild at Heart»); Ποιος δεν άκουσε τον Ορβιλ Πεκ σαν μια σκιώδη, χίπστερ εκδοχή του Ρόι Ορμπινσον;
Ο τελευταίος ήταν ένα ακόμα μουσικό σημείο στον χάρτη του Λιντς, για κάποιους το εμβληματικότερο, σίγουρα το πιο αναγνωρίσιμο: όπως το «In Heaven» ψάχνει το νήμα κατανόησης στο «Eraserhead», έτσι και το «In Dreams» συμπυκνώνει τρόπον τινά το «Blue Velvet» και λειτουργεί, αν θέλετε, και σαν μια μελωδική αποσυμπίεση από τον εκτροχιασμό που το περιβάλλει. Η απόσταση από τον Ρόι Ορμπινσον μέχρι τους Nine Inch Nails και τον Μέριλιν Μάνσον δεν είναι δύσκολο να διανυθεί στην εργογραφία του Λιντς, όπως μαρτυρά και το soundtrack του «Lost Highway», η πιο ροκ επένδυση ταινίας του. Μα κανείς δεν τον σταμάτησε από το να ρίξει μέσα στην πιο δύσκολη και δύστροπη ταινία του το «The Locomotion» από τη Little Eva και να κάνει το «Inland Empire» (2006) να φαντάζει ακόμα πιο διεστραμμένο ή να συμβάλλει καθοριστικά στην επιτυχία του «Wicked Game» του Κρις Αϊζακ, που συνόδεψε τη Λόρα Ντερν και τον Νίκολας Κέιτζ στο «Wild at Heart».
Μοιάζει απολύτως ταιριαστό πως και ο ίδιος ο Ντέιβιντ Λιντς ήταν μουσικός. Σε δίσκους σαν το «Crazy Clown Time» (2011) και το «The Big Dream» (2013) έφτιαξε ένα μείγμα που ήταν ηλεκτρονικό, ήταν blues και σχεδόν έμοιαζε να σπάει τον τέταρτο τοίχο όταν στην εξίσωση έμπαινε η φυσικά κωμική φωνή του. Με τη συνεργασία του με την Chrystabell ο Λιντς ένωσε και επιμήκυνε το νήμα του Roadhouse, έξω πλέον από το πλατό των γυρισμάτων, στα οποία βέβαια η φωνή της μάς επιστρέφει συνεχώς. Και επειδή το ακατανόητο και το αποδομημένο πάντα θα γοητεύει το εναλλακτικό τερέν, πίσω στο 2010 υπήρχε μπάντα που άκουγε στο όνομα Twin Peaks, ενώ οι δικοί μας Mary & the Boy αφιέρωσαν κάποτε ένα τραγούδι τους στον Μπόμπι Περού από το «Wild at Heart» (1990). Ακόμα και το μέταλ υποκλίθηκε στον Αμερικανό σκηνοθέτη, με τους Anthrax που είπαν ξανά την ιστορία του «Blue Velvet» με το «Now It’s Dark».
Συμπτωματικά, ίσως και όχι, στη φωτογραφία που συνόδευσε την ανακοίνωση του θανάτου του, η οικογένεια του Λιντς επέλεξε μία στην οποία κρατά ένα τσιγάρο και μια ηλεκτρική κιθάρα.
Χορεύοντας με τον Λιντς
Πριν ακούσουμε το «I’m Deranged» πάνω από την άσφαλτο του «Lost Highway» (1997), ο Ντέιβιντ Λιντς είχε δώσει τα χέρια με τον Ντέιβιντ Μπόουι, ο οποίος εμφανίστηκε στο κινηματογραφικό prequel της σειράς του «Twin Peaks: Fire Walk With Me» (1992) ως απασφαλισμένος πράκτορας του FBI. Δεν κάνει εντύπωση πως τα κύματα αγάπης και θρήνου που έχουν κατακλύσει τις τελευταίες ώρες τα social media για τον σκηνοθέτη, τουλάχιστον σε έναν συγκεκριμένο όχι και τόσο περιορισμένο μικρόκοσμο, μόνο με τα αντίστοιχα για τον χαμό του Ντέιβιντ Μπόουι μπορούν να συγκριθούν. Με έναν τρόπο είχαν τις ίδιες ποιότητες: εξηγούσαν λιγότερα από όσα άφηναν στο σκοτάδι, όρισαν τον απόλυτα δικό τους τρόπο στα πράγματα και εξέπεμπαν αμφότεροι σε συχνότητες υπερβατικές που καλλιεργούσαν τη φαιδρή πεποίθηση πως δεν θα φύγουν ποτέ από αυτόν τον κόσμο, ακόμα και αν είναι απλώς περαστικοί. Το αν αυτό με το οποίο επικοινωνούσαν ήταν σινεμά ή μουσική είχε μικρή σημασία – ο Μπόουι έως την τρίτη σεζόν του «Twin Peaks» (2017), λόγου χάρη, είχε μεταμορφωθεί σε τσαγιέρα.
Από τη θέαση του πρώτου καρέ του μέχρι τις τελευταίες ώρες, όσοι γοητευτήκαμε από αυτό που ήταν ο Ντέιβιντ Λιντς μοιάζουμε σαν την Οντρεϊ του «Twin Peaks» και τον χορό της. Παραδομένοι σε έναν ρυθμό που μας έπιασε εξαπίνης και μας κινεί προς το μόνο για το οποίο είμαστε σίγουροι: το άγνωστο.
Κεντρική φωτογραφία: Monica Almeida/The New York Times

