«Ο πατέρας μου μέχρι και την Τρίτη ερχόταν στο γραφείο. Ηταν το σπίτι του. Για μας δεν είναι απλά μια δουλειά, η εταιρεία μας είναι το σπίτι μας». Ο Λευτέρης Χαΐτογλου, μοναχογιός του Δημήτρη Χαΐτογλου, που έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη σε ηλικία 95 ετών, περιγράφει με συγκίνηση τον πατέρα του ως έναν άνδρα εργατικό, ήσυχο και πανέξυπνο.
Ο Δημήτρης Χαΐτογλου ανέλαβε μαζί με τον ξάδελφό του τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης σε δύσκολες στιγμές και μαζί κατάφεραν να μετεξελίξουν το εργαστήριο χαλβά που ίδρυσαν οι πρόγονοί τους στη Θεσσαλονίκη, σε κολοσσό στη βιομηχανία τροφίμων με εξαγωγές σε δεκάδες χώρες σε όλο τον κόσμο.
Ενα εργαστήριο xαλβά στην προσφυγομάνα Θεσσαλονίκη
Η ιστορία της εταιρείας ξεκίνησε το 1924, όταν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένεια Χαΐτογλου εγκατέλειψε το Ικόνιο και κατάφερε να φτάσει στη Θεσσαλονίκη. Στο κέντρο της προσφυγομάνας τότε πόλης, και συγκεκριμένα στην πλατεία Αθωνος, τα τρία αδέρφια, ο Κωνσταντίνος, ο Λευτέρης και ο Σάββας Χαΐτογλου, άνοιξαν ένα εργαστήριο χαλβά ακολουθώντας την τέχνη που είχαν μάθει από τους γονείς τους και εξασκούσαν μέχρι τότε.
«Ηταν πάρα πολύ εργατικοί και ύστερα ήταν και φιλόδοξοι ώστε να μπορέσουν όχι απλώς να επιβιώσουν, αλλά να ζήσουν όσο γίνεται καλύτερα και να μπορέσουν να μεγαλώσουν αυτή τη δραστηριότητα. Ηταν πολύ ορεξάτοι άνθρωποι», περιγράφει ο Λευτέρης Χαΐτογλου που σήμερα είναι υπεύθυνος του τμήματος μάρκετινγκ της εταιρείας. Αυτήν την όρεξη συνεχούς βελτίωσης και τη διάθεση για νεωτερισμούς την κληρονόμησε και ο πατέρας του.

Ο Δημήτρης Χαΐτογλου γεννήθηκε το 1929 και ξεκίνησε από παιδί να πηγαίνει στο εργαστήριο. Μαζί με τον ξάδελφό του, Νίκο, όταν ανέλαβαν τη συνέχεια της εταιρείας, ξεκίνησαν να δημιουργούν ένα δίκτυο πωλήσεων για να πάει το προϊόν εκτός Θεσσαλονίκης. «Ο πατέρας μου και ο Νίκος Χατζόγλου έπαιρναν το αυτοκίνητό τους, το φορτηγάκι, και πήγαιναν να βρουν αντιπροσώπους και αγοραστές, να δημιουργήσουν σχέσεις μαζί τους, ώστε να επεκταθεί σιγά σιγά σε όλη την Ελλάδα το προϊόν μέσω αυτού του υποτυπώδους με τα σημερινά δεδομένα δικτύου».
Τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής
Στην αρχή επεκτάθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη και έπειτα προχώρησαν στη Νότια Ελλάδα. Σημαντικό πλήγμα ήταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Κατοχή, που διέκοψε όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Το εργοστάσιο επιτάχθηκε για να τροφοδοτεί με χαλβά αποκλειστικά τον στρατό, δουλεύοντας σε 24ωρη βάση, ενώ στο τέλος του πολέμου το χρέος από το δημόσιο προς την εταιρεία ήταν τεράστιο. «Επρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή. Σήκωσαν τα μανίκια και άρχισαν ξανά πάλι με την ίδια λογική. Ηταν και νέοι τότε, ξεκίνησαν με ενθουσιασμό, με όρεξη, με πολλή εργατικότητα να ξαναφτιάχνουν το προϊόν, να το εμπορεύονται ξανά και να επεκτείνουν ακόμα περισσότερο το δίκτυό τους. Η μεγάλη τους λαχτάρα ήταν να κάνουν γνωστό ότι ο καλύτερος χαλβάς ήταν αυτός που φτιάχνουν οι Χαΐτογλου», αφηγείται ο Λευτέρης Χαΐτογλου.

Από τη Μακεδονία σε Αμερική, Μέση Ανατολή και Ασία
Σύμφωνα με τον ίδιο η μεγάλη καινοτομία που έφερε ο πατέρας του ήταν οι εξαγωγές. «Σκέφτηκε ότι υπάρχουν και αλλού αγορές, ξεκινώντας από τους Ελληνες της διασποράς, της Γερμανίας, της Σουηδίας». Ο κ. Χαΐτογλου υπογράμμισε πως τότε οι εταιρείες με το ζόρι πουλούσαν στη γειτονιά τους. «Ο πατέρας μου έπρεπε να βρει τους πελάτες χωρίς τηλέφωνα και email, ενώ χρειάστηκε να υπερνικήσει και τη γραφειοκρατία. Πήγε με το αυτοκίνητο στη Γερμανία και μέσω γνωστών ξεκινήσαμε τις εξαγωγές». Από τότε κάθε μέλος της οικογενειακής επιχείρησης συνέβαλε με τον δικό του τρόπο στη διεύρυνση του δικτύου στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα σήμερα πάνω από το 50% της παραγωγής της εταιρείας να εξάγεται από την Ευρώπη και την Αμερική μέχρι τη Μέση Ανατολή και την Ασία. Οι εξαγωγές άλλαξαν δραστικά, όπως περιέγραψε και τον χαρακτήρα της εταιρείας, καθώς ξεκίνησε η σκέψη για τη δημιουργία καινοτόμων προϊόντων που θα απαντούσαν σε ανάγκες άλλων αγορών.
Ο πατέρας μου ξενυχτούσε τα βράδια σκεπτόμενος πώς θα βελτιωθούμε. Αναρωτιόταν: «Είχαμε άλογα που κινούσαν τους μύλους στη Μικρά Ασία, τώρα τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε;»
Ο πατέρας του είχε πάντα ενδιαφέρουσες ιστορίες να του πει, κυρίως για την προσπάθεια βελτίωσης και εκσυγχρονισμού της γραμμής παραγωγής. «Μου περιέγραφε ότι ξενυχτούσε τα βράδια σκεπτόμενος πώς θα βελτιωθούμε. Αναρωτιόταν: “Είχαμε άλογα που κινούσαν τους μύλους στη Μικρά Ασία, τώρα τι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε;”», θυμάται ανακαλώντας ότι είχαν σκεφτεί τότε να βάλουν μια μηχανή πετρελαίου ελάχιστων ίππων, για να γίνει πιο γρήγορα η διαδικασία.
Η εξέλιξη της εταιρείας ήταν μια συνεχής προσπάθεια εξεύρεσης νέων λύσεων. «Εβρισκαν έναν άλλο τρόπο να κοσκινίζουν καλύτερα το σουσάμι. Και μετά μου έλεγε πως είχαν πρόβλημα, γιατί το σουσάμι δεν απέβαλε την υγρασία με τη νέα μέθοδο. Εβρισκαν και για αυτό τρόπο». Την ίδια στιγμή, σε μια αγορά που πουλιόντουσαν όλα χύμα, η εταιρεία συσκεύασε το προϊόν σε μεταλλικά κουτιά, λευκοσιδηρά, «μεγάλη πρωτοπορία τότε», τυποποιώντας το προϊόν και κάνοντάς το πιο αναγνωρίσιμο.

Οταν ήταν ο ίδιος μικρός, θυμάται να πηγαίνει με τον πατέρα και τον θείο του στο εργοστάσιο στο Καλοχώρι, που ολοκληρώθηκε το 1962. «Τον αρχικό χώρο τον θυμάμαι ως παιδί. Πηγαίναμε ακόμα και τα Σάββατα. Είχαν αναπτύξει οικογενειακές σχέσεις με τους εργαζόμενους, οι οποίοι με έβλεπαν και εμένα σαν παιδί τους».
Ηταν 90 χρονών και χαιρόταν σαν μικρό παιδί όταν του έλεγα παραδείγματος χάρη ότι βρήκαμε έναν νέο πελάτη στην Αμερική. Ενθουσιάζοταν!
Ενα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Δημήτρη Χαΐτογλου ήταν, σύμφωνα με τον γιο του, η καθημερινή όρεξη για δουλειά. «Αυτό τον γέμιζε, αυτό του άρεσε. Είχε ενδιαφέρον μέχρι τώρα να ξέρει τι γίνεται. Ηταν 90 χρονών και χαιρόταν σαν μικρό παιδί όταν του έλεγα ότι παραδείγματος χάρη βρήκαμε έναν νέο πελάτη στην Αμερική. Ενθουσιάζοταν!» Οπως διευκρίνισε ωστόσο, παρά τον ενθουσιασμό του, ήταν πάντα προσεκτικός στις επιχειρηματικές του κινήσεις και τις συνεργασίες. «Και αυτό προσπαθούσε να μας το μεταφέρει. Γιατί ύστερα από τόσα χρόνια μέσα σε μια δουλειά, έχεις δει πολλά πράγματα να πηγαίνουν στραβά: κακοί πελάτες, οικονομικές κρίσεις, υποτιμήσεις, αύξηση τιμών στις πρώτες ύλες», σημείωσε προσθέτοντας ότι χαιρόταν και αγκάλιαζε τις ιδέες που έφερναν οι επόμενες γενιές της οικογενειακής επιχείρησης.

«Το προνόμιό μου ήταν ο πατέρας που είχα»
Ρωτώντας τον για τα χαρίσματα του πατέρα του, ανέφερε πως ήταν πολύ αγαπητός από όλους, και στην εταιρεία και εκτός. «Εσκυβε σε κάθε πρόβλημα είτε της επιχείρησης είτε ενός ανθρώπου. Ηταν πανέξυπνος και ήπιων τόνων. Δεν τον άκουσα να υψώνει τη φωνή του».
Η φωνή του Λευτέρη Χαΐτογλου κομπάζει μόνο όταν τον ρωτάω πώς ήταν ο Δημήτρης Χαΐτογλου ως πατέρας. «Εξαιρετικός», απάντησε απευθείας. «Η απώλειά του μου είναι βαριά γιατί δεν έχω τίποτα να του προσάψω. Ηταν ακριβώς αυτό που σας περιγράφω. Ενας εξαιρετικός άνθρωπος χαμηλών τόνων που ήθελε να σκύψει πάνω σου, να σε διδάξει. Το προνόμιό μου ήταν ο πατέρας που είχα».
Ο κ. Χαΐτογλου ανέφερε πως η οικογένεια συνεχίζει, συμπληρώνοντας πλέον έναν αιώνα ζωής, με την ίδια ομοψυχία, ενότητα και αγάπη να διοικεί την εταιρεία, πάντα με απόλυτη προτεραιότητα ένα ποιοτικό προϊόν, διατηρώντας παραδοσιακό τρόπο παραγωγής και προσπαθώντας να επεκτείνει τους ορίζοντες της επιχείρησης. «Ολοι κάθε μέρα, εδώ είμαστε. Συνεχίζουμε όλοι μας αυτό που έκαναν οι προηγούμενοι».
Οι φωτογραφίες είναι παραχώρηση της οικογένειας

