Το 1925 η Ελλάδα πάσχιζε να ανατρέψει τα σημάδια του Εθνικού Διχασμού και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας μεγάλωνε ο νεαρός Αβραάμ Κάσσης με καταγωγή από ένα μικρό χωριό της Πελοποννήσου. Αν και είχε μεταναστεύσει λόγω των πολέμων, η δική του οικογένεια δεν υπέφερε από οικονομικά προβλήματα. Ωστόσο τα δεινά των προσφύγων, που κατέφθαναν από τη Μικρά Ασία, δεν τον άφηναν ασυγκίνητο -και, βέβαια, τον προβλημάτιζαν για το μέλλον.
Έβλεπε πως όσα νοικοκυριά είχαν ταξιδέψει με χρυσές λίρες και πολύτιμα κοσμήματα κατάφερναν να ορθοποδήσουν. Τότε λοιπόν του προέκυψε η ιδέα να ανοίξει ένα μικρό κοσμηματοπωλείο και να επενδύσει στο χρυσό, θεωρώντας ότι θα έχει «ασφάλεια» απέναντι σε όσα έρχονταν. Οι πρώτες κινήσεις του ήταν μετρημένες. Ως πιο σημαντική του επένδυση, διάλεξε τα κοσμήματα από πολύτιμο αυτό μέταλλο λόγω της αξίας του, της αντοχής του στον χρόνο και της ευκολίας στη μεταβίβασή του. Όταν η Ευρώπη βυθιζόταν όλο και περισσότερο στις πολιτικές αναταραχές και οι εφημερίδες γέμιζαν άρθρα για την επερχόμενη σύγκρουση, όλο και περισσότεροι πελάτες, που γνώριζαν ή απέκτησαν την εμπιστοσύνη ότι ένα κόσμημα δεν ήταν απλώς στολίδι, αλλά επένδυση, στράφηκαν στο νεαρό έμπορο.
Κοσμοπολίτης ο ίδιος και με διάθεση εξερεύνησης και περιπέτειας, επέκτεινε τις δραστηριότητές του στο εξωτερικό, κυρίως στη Μέση Ανατολή και στην Κύπρο, γνωρίζοντας «κόσμο και κοσμάκη». Ανάμεσά τους όμως και η «εκλεκτή της καρδιάς του» και μετέπειτα σύζυγό του. Μαζί της απέκτησε δύο γιούς. Μάλιστα ο ένας από αυτούς ο Γιώργος Κάσσης ασχολήθηκε κι εκείνος με το ίδιο αντικείμενο.
Όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η επαγγελματική του επιλογή αποδείχτηκε ιδιαίτερα εύστοχη. Οι πολύτιμες πέτρες και ο χρυσός, που βρισκόταν κρυμμένοι σε ντουλάπες και θυρίδες αποδείχθηκαν «θησαυρός». Μετά το τέλος του πολέμου και την επιστροφή της αισιοδοξίας, ο Γιώργος Κάσσης επέκτεινε την επιχείρηση του πατέρα του, αρχίζοντας να κατασκευάζει και δικά του κοσμήματα. Την εποχή εκείνη γεννήθηκε ο πρώτος του γιός Ηλίας (1949) και στη συνέχεια η οικογένεια μεγάλωσε με έναν ακόμη γιο αλλά και πέντε κόρες.

Όπως το… μήλο κάτω από την μηλιά, έτσι και ο Ηλίας από πολύ μικρή ηλικία ανέπτυξε μια αγάπη για το κόσμημα, όμως στο τέλος της δεκαετίας του ‘60, με παρότρυνση του Γιώργου, έφυγε για να σπουδάσει ιατρική στη Γαλλία. Λίγο αργότερα, η ξαφνική απώλεια του αγαπημένου του πατέρα ανάγκασε τον Ηλία να επιστρέψει στην οικογενειακή επιχείρηση πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του. Με εφόδια την αγάπη για το κόσμημα, την γνώση της γαλλικής γλώσσας αλλά και τον… κοσμοπολιτισμό του «μεγαλούργησε». Στην δεκαετία του ’70, επέκτεινε περαιτέρω την κατασκευή κοσμημάτων και σιγά σιγά, ξεκίνησε και τις πρώτες εισαγωγές ρολογιών.
Το 1981 άνοιξε τις πόρτες του το πρώτο κατάστημα Kassis στην οδό Βουκουρεστίου 7 στην Αθήνα, δίπλα στο θέατρο «Παλλάς». Ήταν μια τομή τόσο για την ιστορία της οικογένειας όσο και για την επαγγελματική πορεία του Ηλία. Άλλαξε τα δεδομένα. Λίγα χρόνια πριν, είχε επενδύσει σημαντικό μέρος της περιουσίας του στο ασήμι, βλέποντας το μετάλλευμα να χάνει μέσα σε λίγες μέρες το 75% της αξίας του, στην κρίση των αρχών του ‘80. Αυτή η τραυματική εμπειρία όμως τον πείσμωσε. Τον έκανε πιο δυνατό και αποφασιστικό. Έδειξε περισσότερο ζήλο στη δουλειά, αξιοποίησε το ταλέντο του στις πωλήσεις, και σύντομα ο Οίκος Kassis έγινε σημείο αναφοράς για όσους αναζητούσαν είδη πολυτελείας στην Αθήνα.
Το 1981 άνοιξε τις πόρτες του το πρώτο κατάστημα Kassis στην οδό Βουκουρεστίου 7 στην Αθήνα, δίπλα στο θέατρο «Παλλάς». Ήταν μια τομή τόσο για την ιστορία της οικογένειας όσο και για την επαγγελματική πορεία του Ηλία.
Μέσα στην επόμενη πενταετία, ο Ηλίας πέτυχε δύο πολύτιμές συνεργασίες, πρώτα το 1982 με την Cartier και κατόπιν το 1985 με την Chopard. Η πρώτη εισήγαγε στην Ελλάδα την πολυτέλεια του γαλλικού στυλ, ενώ η δεύτερη έφερε την ελβετική σχολή και το savoir-faire στις δημιουργίες με πολύτιμους λίθους, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα «Happy Diamonds». Ο ερχομός των δύο ηγετικών αυτών brands στην Ελλάδα σήμαινε για τον Οίκο Kassis νέα καταστήματα και μπουτίκ, με τα ξενοδοχεία Intercontinental και Astir Palace (Four Seasons πλέον σήμερα), αγαπημένα των ξένων επιχειρηματιών που επισκέπτονταν εκείνη την εποχή την Αθήνα, να αποτελούν το επίκεντρο των δραστηριοτήτων του.

Επεκτείνοντας τις δραστηριότητες
Την ίδια περίοδο η οικογένεια ξεκινά να σχεδιάζει και να κατασκευάζει τα δικά της κοσμήματα, που συνοδεύουν κάποιες συλλογές μεγάλων οίκων που εισάγονται από το εξωτερικό. Εκείνη την περίοδο αγοράστηκε και δεύτερο κατάστημα στην οδό Βουκουρεστίου, στον αριθμό 1. Η σύμπραξη με την Cartier, που τη δεκαετία του ’80 κρατούσε τα σκήπτρα ως η πιο περιζήτητη μάρκα κοσμημάτων και ρολογιών στην Ελλάδα, έδωσε στην επιχείρηση νέα ώθηση. Ωστόσο, όπως εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, η διάθεσή της δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στα καταστήματα Kassis.
Αντίθετα, η συνεργασία με τη Chopard απέκτησε πραγματικά δεσμούς εμπιστοσύνης και έγινε αποκλειστική. Ο κ. Karl Scheufele ταξίδεψε στην Αθήνα προσκεκλημένος από τον Ηλία Κασσή και αποφάσισαν να ξεκινήσουν κοινή πορεία, η οποία βαθμηδόν εξελίχθηκε και σε στενή φιλία. Η σταθερή πίστη του Ηλία Κάσση στη Chopard και οι άριστες σχέσεις του με τους ιδιοκτήτες της καθιέρωσαν σταδιακά την ελβετική εταιρεία στη χώρα μας.
Τη δεκαετία του ’90 μπήκε επίσημα στην επιχείρηση και η τέταρτη γενιά της οικογένειας, ο Γιώργος, ο Ηλίας και η Μπάρμπαρα. Η αλλαγή του αθηναϊκού lifestyle, η άνοδος μιας νέας επιχειρηματικής ελίτ και η εξάπλωση της πιστωτικής κάρτας -κυρίως στα χέρια Αμερικανών τουριστών που συνήθιζαν να φεύγουν από την Ελλάδα με ένα πολυτελές ενθύμιο από το ταξίδι τους- διεύρυναν τον κύκλο πελατών. Με την είσοδο της νέας γενιάς στην εταιρεία και μια σειρά από εκδηλώσεις -μεταξύ των οποίων και η έλευση της Carla Bruni, του Jose Carreras, αλλά και άλλων διάσημων προσωπικοτήτων, για λογαριασμό της Chopard- ο ελβετικός οίκος απέκτησε στην Ελλάδα το όνομα που έχει σήμερα. Στην προ Social Media εποχή, η προβολή γινόταν κυρίως μέσω του περιοδικού τύπου. Ήταν τα χρυσά χρόνια των εκδόσεων Κωστόπουλου και Λυμπέρη και το λαμπερό στυλ των Cartier και Chopard ταίριαζε απόλυτα στο vibe της εποχής που αποτυπωνόταν στις σελίδες τους.
Εκπροσωπώντας κορυφαίες ωρολογοποιίες
Το 2004 ο Οίκος Kassis πρόσθεσε στη συλλογή του τη Franck Muller, μετά από προσωπική πρόταση του ιδρυτή της, ανοίγοντας μπουτίκ στην Πλατεία Κολωνακίου. Την ίδια περίοδο, η Chopard άνοιγε μπουτίκ στην οδό Σταδίου 2 & Βουκουρεστίου, στη Μύκονο και αργότερα στη Σαντορίνη, με τον Οίκο Kassis να ακολουθεί πιστά το κύμα της πελατείας του στα νησιά. Το 2013 έγινε ένα ακόμη μεγάλο βήμα όταν ο Γιώργος, πρωτότοκος γιος του Ηλία, απέσπασε από τον όμιλο Swatch την αποκλειστική διάθεση των Breguet, Blancpain, Glashütte Original και Jaquet Droz. Σύντομα προστέθηκε και η συνεργασία με τον όμιλο Richemont για τα κοσμήματα και ρολόγια Piaget.
Μέσα στην επόμενη πενταετία, ο Ηλίας πέτυχε δύο πολύτιμές συνεργασίες, πρώτα το 1982 με την Cartier και κατόπιν το 1985 με την Chopard.
Το 2016, η τέταρτη γενιά, σηματοδοτώντας τη μετάβαση, ανέλαβε επίσημα τη διεύθυνση του οίκου Kassis -με τον πατέρα τους, Ηλία, να παραμένει Πρόεδρος της εταιρείας, χωρίς ποτέ να μειώνει τους ρυθμούς της εργατικότητάς του. Με σεβασμό στην παράδοση και καινοτόμο όραμα, έφερε νέα στοιχεία στην επιχείρηση, ισορροπία ανάμεσα στο χθες και το αύριο, μεταξύ κληρονομιάς και ψηφιακών καναλιών. Σήμερα, έναν αιώνα μετά την πρώτη αγορά χρυσών αλυσίδων, ο Οίκος Kassis συνεχίζει την πορεία του με σταθερότητα. Από το πρώτο κατάστημα, πέρασε στα λιμάνια της Ανατολής, εδραίωσε την παρουσία του στην Αθήνα και εξαπλώθηκε στα κοσμοπολίτικα νησιά. Ο χρυσός, οι πολύτιμοι λίθοι και ο χρόνος συνυπάρχουν, δεμένοι στην ίδια ιστορία που ξεκίνησε να γράφει οίκος Kassis πριν από έναν αιώνα και συνεχίζει να γράφεται σήμερα.

