«Φυσικά και κουβαλάει μαχαίρι, πάντα κουβαλάει μαχαίρι, όλοι μας κουβαλάμε μαχαίρια. Έχει φτάσει το 1183 κι είμαστε ακόμη βάρβαροι»… Το τρίτο από τα τέσσερα συνολικά Όσκαρ ερμηνείας με τα οποία είχε τιμηθεί η Κάθριν Χέπμπορν ήρθε το 1969, για το ρόλο της Ελεονώρας της Ακουιτανίας. Και σε μεγάλο βαθμό, η απόφαση της Ακαδημίας κρίθηκε από εκείνο το μονόλογο της 62χρονης τότε Χέπμπορν στο «Λιοντάρι του Χειμώνα», όταν μαλώνει τα τρία της παιδιά, τον Γοδεφρείδο, τον Ιωάννη και βέβαια τον Ριχάρδο (μετέπειτα «Λεοντόκαρδο», που υποδύεται ένας νεαρός Άντονι Χόπκινς), φιλοσοφώντας για το πέρασμα του χρόνου κι αναρωτώμενη πώς σε μια μοντέρνα εποχή σαν τα ΄80s (της δεκαετίας του 1180, για να μην μπερδευόμαστε) δεν μπορεί να αποφευχθεί ο πόλεμος -και μάλιστα μεταξύ συγγενών. Διαχρονικές απορίες, που αιωρούνται χωρίς απάντηση ακόμη και σήμερα.
Είναι τόσα πολλά αυτά που μπορούν να γραφτούν για εκείνο το αριστούργημα, για το βλέμμα του Πίτερ Ο’ Τουλ που υποδύεται τον Ερρίκο τον Β’, για το πώς η κορυφαία τηλεοπτική σειρά της εποχής μας, το “Succession”, έχει ξεπατικώσει την ατμόσφαιρα και το ρυθμό της ταινίας του Άντονι Χάρβεϊ, για το αν θα ήταν εφικτό ακόμη και να γυριστεί χωρίς τη σπουδαιότερη ηθοποιό όλων των εποχών στο ρόλο της Βασίλισσας της Γαλλίας, Βασίλισσας της Αγγλίας και Δούκισας της Ακουιτανίας Ελεονώρας -γιατί ποια άλλη πέραν της Χέπμπορν θα μπορούσε να αναμετρηθεί μ’ αυτό το απόλυτο σύμβολο δυναμικής γυναίκας που ήταν η συναρπαστικότερη ίσως μορφή ολόκληρου του Ώριμου Μεσαίωνα. Αλλά θα περιοριστούμε στα κεριά της σκηνής του μονολόγου, γιατί αυτό εδώ είναι ένα περιοδικό για την ωρολογοποιία και ίσως ήδη να έχουμε ξεπεράσει τα όριά μας, όταν αποφασίσαμε να καβαλήσουμε τη χρονομηχανή κι να ταξιδέψουμε 841 χρόνια στο παρελθόν για να δούμε πώς μετρούσαν τότε τις ώρες. Η δική μας χρονομηχανή, σε αντίθεση με του Χ. Τζ. Γουέλς,, πάει πίσω στο χρόνο. Και, σε μια παράφραση του εμβληματικού έργου του Μαρσέλ Προυστ, μας βοηθά να αναζητήσουμε όχι τον χαμένο, αλλά τον αρχαίο χρόνο, αυτόν που μετρούσε -και σήμαινε- τόσο διαφορετικά από τον δικό μας.
Από το σούρουπο ως την αυγή
Εκτός απ’ τα κεριά που φωτίζουν το παλάτι, υπάρχει ένα ακόμη, στο ξύλινο γραφείο της Ελεονώρας. Η διαφορά του απ’ τα υπόλοιπα είναι πως τούτο εδώ έχει μια σταθερή διαγράμμιση και ρωμαϊκούς αριθμούς. Δεν βρίσκεται εκεί για να φωτίζει. Αλλά για να λέει την ώρα. Η Ελεονώρα ως βασίλισσα, χρειαζόταν κάποιον έλεγχο του χρόνου ακόμη και τη νύχτα. Για τον υπόλοιπο κόσμο, όταν έδυε ο ήλιος, ο χρόνος μετατρεπόταν σε κάτι πολύ σχετικό. Όποιος ξυπνούσε μέσα στο σκοτάδι, δεν είχε πρακτικά κανένα τρόπο να πει τι ώρα ήταν.
Όμως όλοι ξυπνούσαν… Αναλόγως του τι ώρα είχαν πέσει για ύπνο (μελέτες λένε ότι εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι ξάπλωναν κατά τις 21:00 με 23:00 δικής μας ώρας), κάποια στιγμή, με φυσικό τρόπο -όπως, πάνω κάτω, σηκωνόμαστε εμείς το πρωί- έκαναν ένα πρώτο ξύπνημα, γύρω στα δικά μας μεσάνυχτα. Καλωσήρθατε στη «βάρδια»: Ένα δίωρο, συνήθως, διάλειμμα στον ύπνο που χρησίμευε για πολλούς λόγους: Για να ρίξουν ξύλα στη φωτιά, για να τσεκάρουν τα ζώα στο μαντρί, για να πουν μια προσευχή, για λίγο σεξ τώρα που είχαν επιτέλους ξεκουραστεί μετά από μια κουραστική μέρα στον αγρό, για να ανακατέψουν το χυλό που θα σιγόβραζε όλη τη νύχτα στο τσουκάλι. Την «βάρδια» ακολουθούσε ο «πρωινός ύπνος», που τους πήγαινε συνήθως ως το πρώτο φως του ήλιου.
Στην Ανατολική Ευρώπη και τη Μικρά Ασία, που βρισκόταν υπό την επιρροή της Κωνσταντινούπολης, ο κόσμος μάθαινε να υπολογίζει το χρόνο βάσει αυτού που σήμερα ονομάζουμε «βυζαντινή ώρα -κι αυτή βασιζόταν στη δύση του ηλίου, άρα ήταν διαφορετική από μέρα σε μέρα. Πράγμα παντελώς αδιάφορο για τον κτηνοτρόφο στο οροπέδιο της Καππαδοκίας που απλά περίμενε τον ήχο μιας καμπάνας για να ξέρει πότε να προσευχηθεί ή αν προλαβαίνει να μπει στην πόλη πριν κλείσουν οι πύλες της. Η υπόλοιπη ημέρα κυλούσε αργά. Πολύ αργά. Ο «βυζαντινός» τρόπος μέτρησης του χρόνου τη διαιρούσε μεν σε 24 ώρες, αλλά πιο πρακτικά, τη μοίραζε σε τρία μέρη, σε τρία οκτάωρα: της προσευχής, της εργασίας και της ανάπαυσης. Ακόμη και σήμερα, σε κάποιες μονές του Αγίου Όρους ακολουθείται το σύστημα αυτό -ίσως να έχετε ακούσει φράσεις όπως «η έκτη ώρα» ή «η ενάτη». Αλλά ας μην μπλέξουμε τώρα με το λειτουργικό κύκλο της ορθοδοξίας.
Στην Καθολική Ευρώπη πάλι, η εκκλησία είχε επιβάλει διαφορετική μέθοδο, μοιράζοντας τη μέρα σε 9 «ώρες». Οι περισσότερες είχαν μεταξύ τους διαφορά τριών δικών μας ωρών, αλλά όλα ήταν κάπως σχετικά και αρκετά μπερδεμένα, πράγμα που κάνει τα κεριά της Ελεονώρας να μοιάζουν με πολύπλοκα ρολόγια με τα πιο ακραία complications της εποχής μας. Πώς τα κατάφερνε ο κηροποιός της βασίλισσας να υπολογίσει σωστά πού να τραβήξει τη γραμμή της Lauds, για παράδειγμα, που ερχόταν με την αυγή, άρα άλλαζε από περιοχή σε περιοχή και από εποχή σε εποχή; Και πάλι, η απάντηση είναι απλή: Το Μεσαίωνα ο χρόνος κυλούσε αργά. Κανείς δεν είχε ραντεβού για βιντεοκλήση ή με τον οδοντίατρο, ούτε είχε να περιμένει το δρομολόγιο κάποιου τρένου. Όλα ήταν σχετικά και το μόνο πράγμα που δεν ήθελαν να χάσουν ήταν η λειτουργία -τουλάχιστον εκείνοι που πήγαιναν στην εκκλησία. Αλλά γι’ αυτό, υπήρχαν οι καμπάνες…
Σύνθετα μαθηματικά
Βεβαίως, για να χτυπούν σωστά οι καμπάνες, κάποιος έπρεπε να υπολογίζει το χρόνο. Τόσο οι Ορθόδοξοι όσο κι οι Καθολικοί αστρονόμοι, με σημαντικές θέσεις στις αυλές των αρχόντων της εποχής (και, όχι σπάνια, με έναν παράλληλο, πιο σκοτεινό κι απόκρυφο ρόλο) είχαν επηρεαστεί από τις εφευρέσεις της χρυσής εποχής του Ισλάμ. Οι επιφορτισμένοι με την μέτρηση του χρόνου στο Μεσαίωνα χρησιμοποιούσαν διάφορα μαθηματικά εργαλεία και ένα βασικό όργανο, τον αστρολάβο, για να υπολογίζουν με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια μπορούσαν την εποχή, τη μέρα και την ώρα. Όσο ο ήλιος βρισκόταν ψηλά, τα ηλιακά ρολόγια, η παλαιότερη συσκευή μέτρησης του χρόνου, έδινε μια καλή αίσθηση ακόμη και στον πιο αμόρφωτο πολίτη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή του Χαλιφάτου των Αββασιδών του πόση ώρα περίπου έμενε μέχρι να πάει επιτέλους να ξεκουραστεί.
Τα ηλιακά ρολόγια επινοήθηκαν κάπου στη Μεσοποταμία, γύρω στο 1.700 π.Χ. Η λειτουργία τους είναι αρκετά απλή: Ο ήλιος προκαλεί τη σκιά μιας ακίδας, στην άκρη της οποίας ο αστρονόμος έχει σημειώσει διαστήματα του ταξιδιού του μέσα στη μέρα. Όταν έχει συννεφιά, όμως, ή το βράδυ, χρειάζεται κάποια άλλη μέθοδος μέτρησης… Τα ρολόγια νερού ή άμμου (οι γνωστές μας κλεψύδρες) επινοήθηκαν στην Κίνα κάπου 200 χρόνια αργότερα. Όμως ήταν συσκευές πολυτελείας και για αιώνες το προνόμιο της χρήσης τους είχαν μόνο αριστοκράτες, κληρικοί και πλούσιοι αστοί.
Νερό και λιβάνι
Μια κλεψύδρα (από το ελληνικό «κλέπτω ύδωρ») λειτουργεί είτε γεμίζοντας, είτε αδειάζοντας από νερό -και αργότερα, από άμμο, και μάλιστα συνδυάζοντας τα δύο δοχεία, αναποδογυρίζοντας αυτό που μόλις άδειασε. Στο Αμφιάρειο, κοντά στον Ωρωπό, 40 λεπτά περίπου με το αυτοκίνητο από το κέντρο της Αθήνας, μπορεί κανείς να επισκεφτεί ένα τετράγωνο πηγάδι που περικλείεται από σκαλιά. Κατασκευάστηκε περίπου το 400 π.Χ. και γέμιζε με νερό που ερχόταν από υπόγειους σωλήνες. Όσο άδειαζε, αποκάλυπτε και κάποιο σκαλί, που με τη σειρά του ήταν η ένδειξη κάποιας περιόδου της ημέρας. Αλλά αυτό το -κατά τ’ άλλα εντυπωσιακότατο ρολόι- δεν ήταν και ό,τι βολικότερο για καθημερινή χρήση.
Κατά την κατασκευή μιας «ιδιωτικής» κλεψύδρας, ο στενός σωλήνας από τον οποίον φεύγει ή εισέρχεται το νερό, ήταν κάτι παρόμοιο με τον τροχό διαφυγής ενός σύγχρονου μηχανικού ρολογιού: ρύθμιζε την ποσότητα εισροής ή εκροής και άρα δημιουργούσε υπολογισμένες μετρήσεις ποσότητας νερού μέσα στο δοχείο, που αντιστοιχούσαν με χρονικές περιόδους μέσα σε μία ημέρα. Μπορούμε να φανταστούμε τον κεραμοποιό που ήξερε πώς να κατασκευάσει τον πιο «ακριβή» σωλήνα το 1548 π.Χ. στην Ερλιτόου της Δυναστείας Σάνγκ να είναι εξίσου περιζήτητος με τον πιο έμπειρο τεχνίτη της Audemars Piguet σήμερα.
Οι περισσότερες κλεψύδρες, βέβαια, ήταν αρκετά ανακριβείς, τουλάχιστον μέχρι περίπου το 100 π.Χ. όταν άρχισαν να αποκτούν την κωνική μορφή με την οποία τις γνωρίζουμε σήμερα. Αργότερα, οι Άραβες επινόησαν σύνθετους μηχανισμούς που θυμίζουν το σημερινό γρανάζωμα ρολογιών, ώστε να ρυθμίσουν με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια τη ροή του υλικού, είτε μιλάμε για υγρό, είτε για άμμο.
Μια εφεύρεση που παραπέμπει στο αγαπημένο μας «φιδάκι» κατά των κουνουπιών του καλοκαιριού, ήταν οι συσκευές θυμιαμάτων της Κίνας στο τέλος της Δυναστείας Σανγκ και στην αρχή των Ζου (κοντά στο 1000 π.Χ.). Το λιβάνι που έκαιγε με σταθερό ρυθμό επέτρεπε μια σχετικά ακριβή μέτρηση του χρόνου. Προσαρμόζοντας, μάλιστα, κάποιο μικρό βάρος πάνω στο θυμίαμα, που έπεφτε όταν καιγόταν το σημείο από το οποίο κρεμόταν και προσέκρουε σε κάποια επιφάνεια, κάνοντας θόρυβο, οι Κινέζοι ωρολογοποιοί της εποχής δημιούργησαν τα πρώτα minute repeaters!
Burning the midnight oil
Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να αναπτυχθεί μια πιο εξελιγμένη συσκευή για τη μέτρηση του χρόνου. Αυτή ήταν ο περίφημος αστρολάβος. Ένα εξαιρετικά σύνθετο όργανο, ένα αναλογικό «κομπιουτεράκι», χρησίμευε για τη μέτρηση πολλών και διαφόρων λειτουργιών. Αρκετές από αυτές ήταν θρησκευτικού χαρακτήρα -όχι τυχαία, ο αστρολάβος ήταν ένα όργανο που εξελίχθηκε στα χρόνια της παντοκρατορίας του Ισλάμ, όταν οι τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής ήταν άμεσα συνδεδεμένες με την επικράτηση της νέας θρησκείας στον αραβικό και όχι μόνο κόσμο. Πολύ πριν τους αστρολάβους, υπήρχε βέβαια ο μηχανισμός των Αντικυθήρων (κατασκευασμένος κάπου τον 2ο αιώνα π.Χ.), με παρόμοια λειτουργία, αλλά τη δυνατότητα μέτρησης μεγαλύτερων χρονικών διαστημάτων. Οι πιο σύγχρονοι αστολάβοι, όπως για παράδειγμα αυτός του Richard του Wallingford περίπου το 1330, μπορούσαν να δείχνουν την παρούσα φάση της Σελήνης και του Ηλίου, περίπου όπως σ’ ένα περίτεχνο Patek Philippe σήμερα.
Τα κεριά, σαν αυτό της Χέπμπορν από το «Λιοντάρι του Χειμώνα» μπορεί να μοιάζουν σαν μια προφανής εξέλιξη, ωστόσο δεν εφευρέθηκαν πριν τον 9ο αιώνα μ.Χ. Όπως και σε ένα καλορυθμισμένο ρολόι, έτσι και με το κερί, τόσο η σύσταση των υλικών όσο και οι συνθήκες που επηρέαζαν την καύση του, άλλαζαν τον τρόπο με τον οποίο συμπεριφερόταν. Όπως η εξέλιξη των υλικών έφερε ελατήρια του μπαλανσιέ που δεν επηρεάζονται από τα μαγνητικά πεδία, έτσι και κάποια στιγμή γύρω στο 850 μ.Χ. οι κηροποιοί κατάφεραν να φτιάξουν κεριά που να καίνε με ένα σταθερό ρυθμό, ανεξαρτήτως συνθηκών. Τα Breguet της εποχής τους…
Η κλεψύδρα, όπως είναι η πιο κοινή της εκδοχή στα μάτια μας, δηλαδή ένα περίτεχνο όργανο με δύο κωνικούς κρυστάλλους που περιέχουν άμμο, και που αναποδογυρίζει για να ξεκινήσει να μετρά μια ίδια περίοδο του χρόνου (μίας ώρας, συνήθως, από αυτές που μετράμε ακόμη και σήμερα), ήρθε ακόμη πιο μετά. Από το 15ο αιώνα, πάντως, και μετά έγινε το πιο βασικό όργανο μέτρησης του χρόνου σε κάθε πιθανή περίπτωση. Από τη χρονομέτρηση μιας δίκης, ας πούμε (πόση ώρα έχει στη διάθεσή του για να μιλήσει ο κάθε μάρτυρας), σε πρακτικές χρήσεις στην ιατρική ή ακόμη και στο μαγείρεμα, μέχρι και στις πιο εντυπωσιακές εξερευνήσεις. Στο ταξίδι του Μαγγελάνου γύρω από τη Γη, ένας ναύτης ήταν υπεύθυνος για να φροντίζει να γυρίσει την κλεψύδρα ακριβώς μόλις άδειαζε και να καταγράψει την ώρα στο ημερολόγιο του καταστρώματος. Η κλεψύδρα με τη μορφή που απέκτησε τον Ύστερο Μεσαίωνα εκλαΐκευσε υπό μία έννοια τη χρονομετρία, καθιστώντας την κάτι σχετικά προσιτό ακόμη και σε πιο φτωχούς ανθρώπους.
Ο πρώτος τροχός διαφυγής
Περίπου το 1275 ήρθε μια εφεύρεση που άλλαξε την έννοια του χρόνου για πάντα. Ο πρώτος ρυθμιστής στην ιστορία της χρονομετρίας. Το εκκρεμές. Μια ράβδος που κινείται αριστερά – δεξιά χάρη σε ένα βάρος στην άκρη της, αλλά της οποίας η κίνηση περιορίζεται από ένα γρανάζι. Ιδού ο πρώτος τροχός διαφυγής που ρυθμίζει την ενέργεια που δίνει η ράβδος και άρα φροντίζει για τη σωστή τήρηση του χρόνου, απεικονίζοντάς τον με δείκτες πάνω σε ένα πίνακα. Η ακρίβεια στη μέτρηση του χρόνου ξεπερνά κάθε προηγούμενο. Το 1336, στο Μιλάνο, ένα καμπαναριό ηχεί κάθε μία ώρα, χάρη σε ένα τεράστιο μηχανικό ρολόι. Είναι το ξεκίνημα μιας νέας εποχής.
Οι εξελίξεις, στη συνέχεια, είναι καταιγιστικές. Από τη στιγμή που η μέτρηση της ώρας και η γνωστοποίησή της ακόμη και στον πιο ταπεινό πολίτη γίνεται μια τόσο απλή διαδικασία, με τα καμπαναριά όλων των μεγάλων πόλεων να συντονίζονται πλέον από εκκρεμή, το ενδιαφέρον για τη χρονομετρία αρχίζει να διευρύνεται. Δεν αφορά πλέον μόνο τους πλούσιους, την εκκλησία ή τους εξερευνητές. Όλη αυτή η τεχνολογία δεν θα αργήσει να μικρύνει σε αναλογίες και να χωρέσει σε πολύ μικρότερες κατασκευές.
Το 1572, η Αγγλία έχει στο θρόνο της ακόμη τον Οίκο των Τυδώρ (από τον οποίο δανείζεται το όνομά της μια εξέχουσα ελβετική ωρολογοποιία σήμερα…). Η Βασίλισσα Ελισάβετ διοικεί τη νέα μεγάλη δύναμη της Ευρώπης ήδη για 39 χρόνια και θα συνεχίζει να το κάνει ως το θάνατό της, το 1603. Η τελευταία φορά που μια γυναίκα είχε τόσο μεγάλη ισχύ ήταν το 1183, όταν η Ελεονώρα της Ακουιτανίας έπειθε τον Ερρίκο τον B’ να ορίσει ως διάδοχό του τον Ριχάρδο. Όπως και τότε, έτσι και 389 χρόνια αργότερα η βασίλισσα θεωρεί την εποχή της άκρως μοντέρνα. Η συλλογή της από ρολόγια τσέπης είναι μια απόδειξη, άλλωστε. Εκείνη τη χρονιά, ο Robert Dudley θα την εμπλουτίσει, χαρίζοντάς της ένα μικρό ρολογάκι, ενσωματωμένο σε μπρασελέ. Είναι το πρώτο ρολόι χειρός στην ιστορία…
Κι αφού ξεκινήσαμε αυτό το κείμενο με μια ταινία, ας κλείσουμε με μία ακόμη. Στο επίσης αριστουργηματικό «Elizabeth» του 1998, η τρίτη σπουδαιότερη ηθοποιός όλων των εποχών, η Κέιτ Μπλάνσετ, υποδύεται την Ελισάβετ -την οποία παρακολουθούμε να εξελίσσεται με και χωρίς τον έρωτα για τον Dudley. Ενδιάμεσα σε Χέπμπορν και Μπλάνσετ, υπάρχει βέβαια η Μέριλ Στριπ, για την οποίαν έχουμε επίσης μια όμορφη σχέση με το ρολόι να εξιστορήσουμε. Αλλά ας την αφήσουμε για κάποιο επόμενο τεύχος!

