Τα δεδομένα της παγκόσμιας αγοράς ωρολογοποιίας αλλάζουν συνεχώς. Οι αγοραστές εξελίσσονται πιο γρήγορα από την σχετικά συντηρητική «βιομηχανία» του ρολογιού. Το ecommerce φέρνει νέες συνήθειες και ανάγκες. Η άνοδος της αγοράς των προϊδιόκτητων επίσης. Και, βεβαίως, όταν πάνω σ’ αυτήν την ήδη αλαφιασμένη αγορά σκάνε τσουνάμι σαν το πρόσφατο της πανδημίας του κορωνοϊού, το μπέρδεμα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο.
Ποια είναι η σωστή στρατηγική; Από το μάρκετινγκ ως τις πωλήσεις, από τα τμήματα σχεδιασμού των οίκων ως τους νεαρούς, μαθητευόμενους ωρολογοποιούς σε κάποιο χωριό πάνω στα όρη Γιούρα, όλοι έχουν απορίες για το μέλλον. «Ναι, μάλλον πάμε καλά. Αλλά δεν είναι εύκολο. Δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι τι πρέπει να κάνουμε σε μια πενταετία από τώρα»: Τυπική, off-the-record ατάκα που ακούς από στελέχη του κλάδου σήμερα. Ένας από τους τομείς, πάντως, στον οποίον δείχνουν να συμφωνούν οι περισσότεροι οίκοι είναι αυτός της διανομής. Η τάση των τελευταίων ετών είναι η προσφορά των ρολογιών τους μέσα από τις δικές τους μπουτίκ και το «μάζεμά» τους από τις βιτρίνες των καταστημάτων που προσφέρουν πολλές και διαφορετικές μάρκες.
Την τελευταία τριετία, ωρολογοποιίες όπως η Omega, η IWC, η TAG Heuer, η Panerai και η Jaeger-LeCoultre έχουν αυξήσει από 10% ως και 50% των αριθμό των ιδιόκτητων μπουτίκ τους. Το «ιδιόκτητων» εδώ δεν είναι πλήρως σωστό. Πιο σωστό είναι να μιλάμε για μπουτίκ «ενιαίας μάρκας», που ανήκει σε κάποιον επιχειρηματία του χώρου και τρέχει χάρη στη συνδρομή της ωρολογοποιίας που ενδιαφέρεται να έχει αυτόνομη παρουσία σε μια σημαντική γι’ αυτήν αγορά -ακόμη κι αυτή η περιγραφή των όρων συνεργασίας να μη είναι απολύτως έγκυρη, αφού κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Μερικά παραδείγματα από το κέντρο της Αθήνας: Boutique Panerai – Ora Kessaris, Hublot Athens Boutique – Gofas Jewelry, IWC – Imanoglou.
Τα πλεονεκτήματα της διανομής μέσω μιας μπουτίκ είναι προφανή: Καλύτερη γνώση του κοινού της κάθε μάρκας και κατανόηση των αναγκών της αγοράς, μείωση ενδιάμεσου κόστους, πλήρης έλεγχος της εικόνας του οίκου και δυνατότητα προσφοράς πλήρους γκάμας προϊόντων. Υπάρχουν, βεβαίως, και μειονεκτήματα: Από την ανεύρεση του σωστού χώρου μέχρι τη λειτουργία μιας τέτοιας μπουτίκ, η δυσκολία είναι μεγάλη και σημαίνει τεράστια επένδυση, τόσο σε χρήμα όσο και σε χρόνο. Και η μπουτίκ πρέπει να είναι εξαιρετικά θελκτική ώστε να τραβήξει όχι μόνο τους φίλους της μάρκας αλλά και το κοινό που θα την έβλεπε σε πολλές άλλες βιτρίνες -και πλέον δεν μπορεί. Άρα χρειάζεται και δυνατό μάρκετινγκ.
Την τελευταία τριετία, ωρολογοποιίες όπως η Omega, η IWC, η TAG Heuer, η Panerai και η Jaeger-LeCoultre έχουν αυξήσει από 10% ως και 50% των αριθμό των ιδιόκτητων μπουτίκ τους.
Για εμάς τους αγοραστές, η τάση αυτή – εμφανής σήμερα σε Αθήνα και Μύκονο- φέρνει νέες συνήθειες. Η εμπειρία μιας μπουτίκ σημαίνει καλύτερη γνώση ενός οίκου. Αλλά μας ξεβολεύει από το να βλέπουμε και να συγκρίνουμε 5-6 ρολόγια διαφορετικών εταιρειών ταυτόχρονα. Την ίδια ώρα, επειδή οι έμποροι λιανικής δεν θα εξαφανιστούν από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά ήδη εγκλιματίζονται στα νέα δεδομένα και αναδεικνύουν, για παράδειγμα, όχι και τόσο γνωστούς οίκους ή φέρνουν μάρκες για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μας δίνεται η ευκαιρία να δοκιμάσουμε ακόμη περισσότερα ρολόγια, να εξελίξουμε το γούστο μας και να ανακαλύψουμε ευκαιρίες που δύσκολα βρίσκαμε πριν. Ενδιαφέροντες καιροί…

