Πέτρος Συκουτρής και Παναγιώτης Χριστόπουλος
Με ένα tourbillon δεν μπορείς να κάνεις πολλά, παρά να το χαζεύεις. Δεν θυμάμαι αν υπάρχει μοντέλο που να το κρύβει. Όλα τα ρολόγια με tourbillon είναι είτε skeleton, είτε τού αφιερώνουν ένα παράθυρο στο καντράν για να σε αφήσουν να διαλογίζεσαι στο ρυθμό του. Ένα perpetual calendar, πάλι, απλά σού δίνει μια σιγουριά. Αν το ρολόι είναι μόνιμα κουρδισμένο, εκείνο το πρωί που θα ξυπνήσεις και παρ’ ότι είναι 1η Μαρτίου -και ίσως ο χρόνος δίσεκτος-, το ρολόι σου έχει προχωρήσει κανονικά στη νέα ημερομηνία, χωρίς να χρειάζεται ρύθμιση, σε γεμίζει με μια ικανοποίηση που είναι λίγο δύσκολο να εξηγηθεί σε όσους δεν έχουν πάθος με τα ρολόγια. Το minute repeater, από την άλλη, σου επιτρέπει λίγο παιχνίδι. Ποιος έχει αντισταθεί στον πειρασμό να αλλάζει ξανά και ξανά την ώρα για να ακούει τους ήχους που κάνει το πολύτιμο ρολόι του;
Ο μηχανισμός, όμως, που πραγματικά δεν κουράζεσαι να τον βασανίζεις είναι αυτός του χρονογράφου. Κι ακόμη περισσότερο ενός χρονογράφου rattrapante. Πολύ απλά, γιατί είναι φτιαγμένος γι’ αυτή τη δουλειά. Για να μετρά ξανά και ξανά και ξανά διαστήματα χρόνου, ταυτόχρονα, γρήγορα, σε καταστάσεις που κόβουν την ανάσα -σε μια πίστα αγώνων ταχύτητας για παράδειγμα. Τι ακριβώς, όμως κάνει ένας χρονογράφος με rattrapante -ή split seconds- και γιατί κοστίζει τόσο πολύ;
Το «αγωνιστικό» από τα 4 πιο δύσκολα complications (minute repeater, διηνεκές ημερολόγιο και tourbillon τα άλλα τρία, αν και το τελευταίο δεν είναι τεχνικά complication aαφού δεν προσφέρει κάποια έξτρα πληροφορία στον χρήση του ρολογιού) είναι στην ουσία ένας διπλός χρονογράφος. Στην πιο κλασική του μορφή διαθέτει δύο μεγάλους δείκτες δευτερολέπτων και ένα παραπάνω μπουτόν. Όταν ξεκινά μια κλασική χρονομέτρηση, οι δύο δείκτες αυτοί ξεκινούν μαζί την περιστροφή τους. Ο ένας βρίσκεται πάνω από τον άλλον και κινούνται ταυτόχρονα. Όταν πατηθεί το έξτρα μπουτόν, ο δεύτερος δείκτης σταματά, ενώ ο πρώτος συνεχίζει.

Χρονομετρώντας συνεχόμενα διαστήματα
Σε έναν αγώνα στίβου -ας πούμε 800 μέτρων- μπορεί να τον σταματήσει ο θεατής για να δει το πέρασμα του πρωτοπόρου αθλητή στον πρώτο γύρο, στο πρώτο 400άρι. Όσο κοιτάει το ρολόι του, ο αθλητής συνεχίζει τον αγώνα του και μαζί του ο πρώτος δείκτης των δευτερολέπτων. Ο θεατής ξανασηκώνει το βλέμμα προς το στίβο και βλέπει πως ο αγαπημένος του αθλητής πλησιάζει στη γραμμή των 600 μέτρων -αλίμονο, βρίσκεται αρκετά μέτρα πια πίσω από το μεγάλο φαβορί του αγώνα. Πατά ξανά το τρίτο μπουτόν (συνήθως βρίσκεται στο 9), ώστε ο δεύτερος δείκτης να πάει να πιάσει τον πρώτο (rattrapante στα γαλλικά σημαίνει «αυτός που πλησιάζει από πίσω» – περιγράφοντας ακριβώς αυτήν την κίνηση). Στο πέρασμα από τα 600 μέτρα ξαναπατά το μπουτόν του rattrapante και σταματά τον δεύτερο δείκτη. Κοιτάει πάλι το χρόνο στο ρολόι του. Συνειδητοποιεί ότι ο προπορευόμενος αθλητής πάει για μεγάλη επίδοση! Ξαναπατά το μπουτόν και ο δεύτερος δείκτης συγχρονίζεται πάλι με τον πρώτο. Στον τερματισμό πατά το μπουτόν στο 9 για να δει το χρόνο του πρώτου. Και πατά το μπουτόν στο 2 για να σταματήσει τη χρονομέτρηση την ώρα που τερματίζει ο αθλητής που υποστήριζε. Παγκόσμιο ρεκόρ ο πρώτος! Ατομικό ρεκόρ ο «δικός του» αθλητής… Τι αγώνας! Πατά στη συνέχεια το μπουτόν στο 4 για να μηδενίσει και τους δύο δείκτες, ετοιμάζοντας το χρονογράφο του για την επόμενη κούρσα.
Πώς λειτουργεί
Για να δούμε πώς λειτουργεί το συγκεκριμένο complication, δανειζόμαστε ένα σχεδιάγραμμα της A. Lange & Söhne, της ωρολογοποιίας που έχει εξελίξει τους χρονογράφους και ειδικά τους split seconds όσο καμία άλλη.
Βλέπουμε το μηχανισμό όπως θα φαινόταν από το πλάι μιας διάφανης κάσας. Πρακτικά βρίσκεται όλος (εκτός από την μικρή, εξέχουσα άκρη του) κάτω από το καντράν. Οι δείκτες του ρολογιού βρίσκονται στην κορυφή της «βελόνας» πάνω από το 1, στην εξωτερική πλευρά του καντράν.

Ένα ελατήριο (9) συνδέει το 7 και το 1, όταν ενεργοποιείται ο χρονογράφος. Αυτό σημαίνει ότι οι δύο άξονες (5 και 1) κινούνται παράλληλα. Όταν ενεργοποιείται το μπουτόν του rattrapante, μια σειρά από γρανάζια καταλήγουν στο μοχλό που ενεργοποιεί το σφιγκτήρα του rattrapante (δεν φαίνεται στο σχεδιάγραμμα) που απενεργοποιεί το «ελεύθερο» (8) και ακινητοποιεί τον κεντρικό τροχό του rattrapante (7), με αποτέλεσμα να σταματά να γυρνά ο άξονάς του (5) και άρα και ο δείκτης στην άκρη του. Η αντίστροφη λειτουργία λαμβάνει χώρα όταν ξαναπατηθεί το μπουτόν του rattrapante, αφού πλέον ο σφιγκτήρας απελευθερώνει πάλι το «ελεύθερο» και ο άξονας του rattrapante, χάρη στο ελατήριο που συνδέει 7 και 1 τον στέλνει να μαζέψει τη διαφορά και οι δύο άξονες να ξανασυγχρονιστούν, φέρνοντας και πάλι το δείκτη δευτερολέπτων του rattrapante σε επάλληλη θέση με τον κεντρικό.

H ιστορία του «διπλού» χρονογράφου
Τη δεκαετία του 1830 άρχισαν οι πρώτοι πειραματισμοί με χρονόμετρα τσέπης που μπορούσαν να κάνουν ενδιάμεσες «στάσεις». Ήταν η εξέλιξη μιας ιδέας που είχε -ποιος άλλος;- ο Abraham-Louis Breguet την προηγούμενη δεκαετία, χρησιμοποιώντας παράλληλους χρονογράφους. Ο Αυστριακός Joseph Thaddeus Winnerl (δάσκαλος του Ferdinand A. Lange) ήταν ο πρώτος που πατένταρε το μηχανισμό split seconds to 1838, ωστόσο οι δύο δείκτες δεν σταματούσαν ταυτόχρονα σε εκείνο το ρολόι. Έτσι, πατέρας του Rattrapante θεωρείται ο Adolphe Nicole, που εφηύρε τον διπλό κύλινδρο και άρα τη δυνατότητα ταυτόχρονης επαναφοράς των δύο δεικτών στο 0. Ωστόσο, του πήρε 18 χρόνια μέχρι να μετατρέψει την πατέντα του σε ρολόι που όντως να δουλεύει. Ο πρώτος χρονογράφος rattrapante παρουσιάστηκε το 1862.
Μέχρι τα τέλη της δεύτερης δεκαετίας του επόμενου αιώνα, τα χρονόμετρα αυτού του είδους χρησιμοποιούνταν σε αγώνες -κυρίως στις ιπποδρομίες, τα ποδηλατοδρόμια και τους στίβους. Αργότερα και στις πίστες μηχανοκίνητων. Το 1912 κάποια ρολόγια απέκτησαν λουράκι -αλλά πρακτικά ήταν τεράστια αγωνιστικά χρονόμετρα που οι χρήστες τους προτιμούσαν να τα έχουν στον καρπό τους. Η Patek Philippe κατάφερε να μικρύνει το μηχανισμό το 1923 και να τον χωρέσει σε ένα κανονικό ρολόι χειρός. Ωστόσο, άλλοι οίκοι, όπως η Heuer που έβγαζε τότε το Mikrograph που χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι κριτές στους αγώνες αρνιόταν να το μετατρέψει σε ρολόι χειρός, θεωρώντας πως η ακρίβεια χανόταν σε ένα μικρότερο καντράν, όπου δεν ήταν πολύ διακριτές οι ενδείξεις των δεκάτων των δευτερολέπτων.
Με τον καιρό, οι ωρολογοποιίες εξέλιξαν τους μηχανισμούς τους ώστε να λειτουργούν σωστά και να χωράνε στις μικρές κάσες των ρολογιών χειρός, ωστόσο η δυσκολία στην παραγωγή τους παρέμενε τεράστια και σιγά σιγά, μέχρι τη δεκαετία του ’60 σχεδόν όλοι οι οίκοι εγκατέλειψαν την προσπάθεια. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, όταν η υψηλή ωρολογοποιία, στην προσπάθειά της να ξεπεράσει τη μεγάλη κρίση του quartz, επέστρεψε στη δημιουργία σπουδαίων μηχανισμών, η πρόκληση του rattrapante επανήλθε στο προσκήνιο. Το 2004 μάλιστα, η A. Lange & Söhne έφτιαξε μηχανισμό με split minutes, πέρα από τα split seconds και το 2018 προσέθεσε και τρίτο ζευγάρι δεικτών, για ακόμη μεγαλύτερη μέτρηση διαστημάτων χρόνου (ως τις 12 ώρες!).
Το 2024, η TAG Heuer παρουσίασε στη Watches & Wonders της Γενεύης μία μοντέρνα ενσάρκωση του Rattrapante, το TAG Heuer Monaco Split-Seconds Chronograph. Ήταν και η αφορμή μας για το παρόν αφιέρωμα. – Πέτρος Συκουτρής

Καρό σημαία στο Μονακό
Με τον πρώτο της αυτόματο μηχανισμό rattrapante, η TAG Heuer επιστρέφει στην υψηλή ωρολογοποιία με το γκάζι στο τέρμα.
Από τον Παναγιώτη Χριστόπουλο
Έχει τόσο μεγάλη ιστορία η TAG Heuer στη χρονομέτρηση αγώνων -κυρίως του μηχανοκίνητου αθλητισμού- που αποτελεί έκπληξη πως αυτό εδώ το ρολόι είναι μόλις ο πρώτος της αυτόματος χρονογράφος χειρός με λειτουργία rattrapante. Η εξήγηση γι’ αυτό το κενό ως τώρα είναι διπλή: Από τη μία, το συγκεκριμένο complication είναι εξαιρετικά δύσκολο στο σχεδιασμό και την υλοποίηση. Θεωρείται ένα από τα “big three” της υψηλής ωρολογοποιίας, παρέα με το minute repeater και το διηνεκές ημερολόγιο.
Ο δεύτερος λόγος είναι πως το split-seconds ή rattrapante έχει ένα συγκεκριμένο λόγο ύπαρξης, που είναι να χρονομετρά παράλληλα διαστήματα. Για παράδειγμα, τη διαφορά του πρώτου από το δεύτερο μονοθέσιο στο πέρασμα από τη γραμμή του τερματισμού. Άρα οφείλει να συνδυάζεται με ένα καντράν που θα επιτρέπει γρήγορη και απρόσκοπτη ματιά στις μετρήσεις των δύο χρονογράφων. Και η Heuer, ο πρόγονος της σημερινής εταιρείας, έφτιαχνε ακριβώς αυτό ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα: Τεράστια rattrapante χρονόμετρα, με πολύ καθαρά καντράν. Ειδικά εργαλεία, δηλαδή, με ενδείξεις ως και 1/10 του δευτερολέπτου, για χρήση σε αγώνες ταχύτητας. Ήταν επιλογή της εταιρείας για πολλά χρόνια να μην προσπαθήσει να φέρει το συγκεκριμένο complication σε ένα αρκετά μικρότερο ρολόι χειρός.
Το κάνει επιτέλους σήμερα. Και προφανώς δεν προσποιείται ότι δημιούργησε το συγκεκριμένο κομψοτέχνημα ως εργαλείο χρονομέτρησης αγώνων. Για να γιορτάσει τα 55 χρόνια από την παρουσίαση του θρυλικού, πρώτου της αυτόματου χρονογράφου, του Monaco του 1969, η ελβετική εταιρεία φέρνει μια νέα πνοή στη συλλογή, με ένα μοντέλο που τραβάει πάνω του όλη την προσοχή των φίλων των σπορ ρολογιών, για πολλούς λόγους: Ένα αιρετικό σχέδιο, μια avant-garde μείξη υλικών και μια απίστευτη προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια του μηχανισμού.
Επιλέγοντας ένα ημι-skeleton καντράν, προτιμά να «μιλήσει» αυθάδικα για το επίτευγμά της, παρά να το κάνει ένα χρηστικό εργαλείο. Δίνει απρόσκοπτη θέα σε ένα μηχανισμό για τον οποίο μπορεί να αισθάνεται εξαιρετικά περήφανη και την ίδια ώρα δημιουργεί την οπτική αίσθηση της «ελαφρότητας». Ακόμη και κάποιος που δεν θα φορέσει ποτέ το ρολόι (το 2024 κυκλοφόρησαν μόλις 20 κομμάτια, άλλωστε, κι αυτά στην τιμή των 135.000€) καταλαβαίνει με την πρώτη ματιά ότι ζυγίζει ελάχιστα. Όντως, μιλάμε για 85 γραμμάρια…
Η Βασίλισσα των Complications
Είχα την τύχη να φορέσω ένα TAG Heuer Monaco Split-Seconds Chronograph στην Watches & Wonders της Γενεύης, τον Απρίλιο. Τύχη διπλή, αφού το ρολόι μού παρέδωσε η ίδια η Carole Kasapi, η επικεφαλής του τμήματος μηχανισμών της εταιρείας. Πρόκειται για μια γυναίκα – θρύλο της παγκόσμιας ωρολογοποιίας, που έφτασε στην TAG Heuer πριν από 4 χρόνια, μετά από μια 15ετία στο τμήμα υψηλής ωρολογοποιίας της Cartier, ενώ το 2001 ήταν παράλληλα και σύμβουλος στην Ulysse Nardin (μια σύντομη συνεργασία που όμως οδήγησε στη δημιουργία του μηχανισμού πίσω από το περίφημο μοντέλο Freak). Δεν είναι τυχαίο ότι στον κόσμο της ωρολογοποιίας τη φωνάζουν «Βασίλισσα των Complications». Από την άφιξή της στην TAG Heuer, αυτό είναι το πρώτο ρολόι με υψηλό complication που παρουσιάζει.
Ο μηχανισμός του μοιάζει όντως σαν να αιωρείται, αποτέλεσμα της επιλογής skeleton στο καντράν και της διάφανης πλάτης του ρολογιού. «Γιατί rattrapante;» την ρώτησα. «Γιατί ήταν στο DNA της μάρκας. Όταν πρωτοήρθα στην εταιρεία και πήρα τα υλικά από τα ιστορικά ρολόγια της Heuer στα χέρια μου, έβλεπα παντού χρονόμετρα τσέπης rattrapante. Για μένα ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να βγάλουμε ένα ρολόι με αυτό το complication. Είναι η συνέχεια της ιστορίας μας».
“Όταν πρωτοήρθα στην εταιρεία και πήρα τα υλικά από τα ιστορικά ρολόγια της Heuer στα χέρια μου, έβλεπα παντού χρονόμετρα τσέπης rattrapante. Για μένα ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να βγάλουμε ένα ρολόι με αυτό το complication”.
Ζυγίζοντας το πανάλαφρο νέο skeleton στον καρπό μου, έχοντας μόλις βγάλει, το βαρύ, κλασικό Monaco που φορούσα ως εκείνη τη στιγμή, συνέχισα: «Και γιατί Monaco και όχι Carrera, ας πούμε, που πρωταγωνιστεί για τη μάρκα τα τελευταία χρόνια;». Αν και ήξερα ήδη την απάντηση… «Για τον ίδιο λόγο! Συνέχεια της ιστορίας.», μου είπε η Kasapi. «Το Monaco ήταν ο πρώτος μας αυτόματος χρονογράφος χειρός το 1969. Το Monaco είναι και ο πρώτος μας αυτόματος χρονογράφος με split seconds».

Το ρολόι που φόρεσα ήταν η μία από τις δύο εκδοχές, με τις οποίες ξεκινά η νέα αυτή εποχή για το Monaco. Η «αγωνιστική» κόκκινη, με κάσα από τιτάνιο, επιστρωμένη με μαύρο DLC και διάμετρο 41 χιλιοστών. Το κόκκινο, βέβαια, το βλέπει κανείς κυρίως στο λουράκι και τις λεπτομέρειες του καντράν και των μπουτόν. Η δεύτερη έκδοση φέρει τον κλασικό χρωματικό κώδικα της οικογένειας Monaco, όπως αυτός αποτυπώθηκε στο πρώτο κιόλας ρολόι του 1969. Με κάσα από γυαλισμένο τιτάνιο και ζαφείρι και γέφυρες σε χρώμα μπλε, που υπάρχει και στο λουράκι, απευθύνεται μάλλον σε ένα πιο κλασικό κοινό φίλων της συλλογής.
Γυρίζοντας το ρολόι ανάποδα, χαζεύοντάς το από την τεράστια, διάφανη πλάτη, το βλέμμα τραβούν αφ’ ενός ο ρότορας, που έχει το σχέδιο της ασπίδας – εμβλήματος της TAG Heuer, και αφετέρου τη διακόσμηση σε στυλ καρό σημαίας των γεφυρών του μηχανισμού. Ο όλος σχεδιασμός παραπέμπει σε αγωνιστικό αυτοκίνητο, ίσως σε κάποιο μοντέλο του μέλλοντος -σε αντίθεση με τις συνήθεις αναφορές της εταιρείας σε ρετρό ταμπλό ή άλλα εξαρτήματα μονοθεσίων.

Το πάχος της κάσας είναι 15.2 χιλιοστά, αρκετά μικρό για ένα τέτοιο complication, ενώ η στεγανότητά της περιορίζεται στα 30 μέτρα. Εξωτερικά της κάσας, στο 9, ο προστάτης του μπουτόν που ενεργοποιεί το δεύτερο χρονογράφο είναι επίσης από τιτάνιο, όπως και η κορώνα στο 3, με το έμβλημα της εταιρείας ως διακόσμηση σε κόκκινη ή μπλε λάκα -αναλόγως της έκδοσης. Και τα δύο μοντέλα έρχονται με δερμάτινο λουράκι, με ανάγλυφο, υφασμάτινο σχέδιο, που φέρει και το κόκκινο ή μπλε χρώμα.
Συνεργασία υψηλών επιδόσεων
Για τον TH81-00, το μηχανισμό που δίνει ζωή στο μοντέλο και φέρνει το rattrapante στη μόνιμη συλλογή της TAG Heuer, η εταιρεία συνεργάστηκε με την Vaucher Manufacture Fleurier. Πρόκειται για ένα boutique εργαστήριο μηχανισμών υψηλής ωρολογοποιίας, στο χωριό Fleurier, στο καντόνι του Neuchâtel, έδρα επίσης της Parmigiani και του οίκου Bovet. Η Vaucher φημίζεται για κάποια από τα complications της και μάλιστα ο TH81-00 αποτελεί την εξέλιξη ενός calibre που έχουμε δει σε split-second χρονογράφους και στο παρελθόν (τον Tonda Chronor Anniversaire της Parmigiani Fleurier του 2017, τον Tonda PF Split Seconds Chronograph του 2021, καθώς και του RM 65-01 της Richard Mille).
Η κατασκευή ενός μηχανισμού με χρονογράφο, πόσο μάλλον με λειτουργία rattrapante, είναι κάτι που λίγες ωρολογοποιίες τολμούν από το μηδέν. Για την TAG Heuer, μοιάζει απολύτως λογική η επιλογή ενός συνεργάτη που είχε ήδη αποδείξει ότι μπορεί να σχεδιάσει κάτι τόσο ιδιαίτερο. Βεβαίως, όλα κατασκευάζονται στο χέρι και η τελική συναρμολόγηση παίρνει άπειρο χρόνο. «Είναι κι αυτός ένας λόγος που φέτος θα βγάλουμε μόνο 10 κομμάτια για το κάθε χρώμα», μου είπε η Carole Kasapi. Η TAG Heuer, πάντως, δίνει τη δυνατότητα εξατομίκευσης κάποιων στοιχείων του ρολογιού, «…κάτι που βεβαίως θα προσθέσει ένα εξάμηνο περίπου παραπάνω στο χρόνο τελικής παράδοσής του», όπως προσέθεσε η «Βασίλισσα των Complications».

Ο TH81-00 δονείται με υψηλή συχνότητα 5 Hz (36.000 ταλαντώσεις την ώρα) και διαθέτει αυτονομία ενέργειας 65 ωρών (αφαιρέστε 10, αν χρησιμοποιείτε συνέχεια τον χρονογράφο). Σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για ένα μηχανικό επίτευγμα, με επιδόσεις που τού δίνουν την καρό σημαία σε οποιαδήποτε πίστα -και σίγουρα στο Μονακό, όπου παίζει εντός έδρας.
Κεντρική φωτογραφία: A. Lange & Söhne Triple Split: με split seconds, split minutes και μία ακόμη rattrapante ένδειξη για διαστήματα έως και 12 ωρών.

