Εάν πάσχετε από διαβήτη, έχετε διπλάσιες πιθανότητες να υποστείτε καρδιακή προσβολή ή εγκεφαλικό συγκριτικά με κάποιον που δεν έχει διαβήτη – ακόμη κι αν διατηρείτε το σάκχαρο αίματός σας, ως επί το πλείστον, υπό έλεγχο. Μάλιστα, πρόσφατη έρευνα υποστηρίζει ότι αυτός ο υψηλός καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι παρών ήδη 30 χρόνια πριν από μια διάγνωση διαβήτη τύπου 2 (βλ. «Υψηλότερος καρδιολογικός κίνδυνος πριν από τον εντοπισμό του διαβήτη»). Ο διαβήτης τύπου 2, που συνήθως διαγιγνώσκεται μετά τα 45 έτη, αντιπροσωπεύει πάνω από το 90% των περιστατικών διαβήτη στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα νέα ευρήματα υποστηρίζουν την παρατήρηση που έχει γίνει εδώ και χρόνια ότι ο διαβήτης και η καρδιοπάθεια έχουν κοινά υποκείμενα αίτια, λέει η δρ Deborah Wexler, επικεφαλής της Μονάδας Διαβήτη στο συνεργαζόμενο με το Χάρβαρντ Massachusetts General Hospital. «Είναι γνωστή ως η υπόθεση του “κοινού εδάφους”, η οποία χρονολογείται στα μέσα της δεκαετίας του 1990», αναφέρει. Με τον όρο «έδαφος» περιγράφονται οι παράγοντες κινδύνου που συμβάλλουν και στις δύο παθήσεις – ιδίως στην τάση συσσώρευσης λίπους στο μέσο του σώματος. Επίσης γνωστό ως σπλαγχνική ή κοιλιακή παχυσαρκία, το πρόβλημα αυτό συνήθως παρουσιάζεται σε συνδυασμό με υπέρταση, μη φυσιολογικά επίπεδα λιπιδίων και υψηλό σάκχαρο αίματος. Αυτό το σύμπλεγμα ενδείξεων και συμπτωμάτων είναι επίσης γνωστό και ως μεταβολικό σύνδρομο, λέει η δρ Wexler.
Μια εισαγωγή στον διαβήτη
Στον διαβήτη τύπου 2, ο οργανισμός είναι συχνά ανθεκτικός στην ινσουλίνη, την ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας και η οποία επιτρέπει στα κύτταρα όλου του σώματος να απορροφούν γλυκόζη (σάκχαρα) για να τη χρησιμοποιήσουν ως πηγή ενέργειας. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί να μεταφερθεί εύκολα γλυκόζη από το αίμα στα μυϊκά κύτταρα, στα ηπατικά κύτταρα και στα λιποκύτταρα, με συνέπεια την αύξηση του επιπέδου σακχάρου του αίματος. Ως απόκριση σε αυτήν, το πάγκρεας προσπαθεί να την αντιμετωπίσει παράγοντας περισσότερη ινσουλίνη. Oμως με την πάροδο του χρόνου, τα κύτταρα που παράγουν την ινσουλίνη στο πάγκρεας αποδυναμώνονται, οδηγώντας σε προδιαβήτη και τελικά σε διαβήτη.

Το κοιλιακό λίπος, το οποίο παράγει ορμόνες και άλλες ουσίες που πυροδοτούν τη χρόνια φλεγμονή, αποτελεί ένα σύνηθες χαρακτηριστικό της αντοχής στην ινσουλίνη. Eνα άλλο χαρακτηριστικό αποτελεί η απουσία σωματικής δραστηριότητας. Η άσκηση καθιστά τον οργανισμό σας πιο ευαίσθητο στην ινσουλίνη και δημιουργεί μυϊκή μάζα, η οποία απορροφά τη γλυκόζη του αίματος.
Παρότι η κακή διατροφή και η καθιστική ζωή είναι σαφές ότι συμβάλλουν στον διαβήτη, οι γενετικοί παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο. Εάν κανείς έχει έναν γονέα με διαβήτη, αυτό μεταφράζεται σε 40% διά βίου κίνδυνο για τη νόσο. Εάν και οι δύο γονείς έχουν διαβήτη, ο κίνδυνος αυτός ανεβαίνει στο 70%, σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις. Ωστόσο, η πρόληψη του διαβήτη είναι δυνατή για τα άτομα με γενετική προδιάθεση, εάν ακολουθήσουν υγιεινές συνήθειες, λέει η δρ Wexler. «Σε μια μελέτη που περιλάμβανε ομόζυγους διδύμους σε κίνδυνο για διαβήτη, ο δίδυμος που διατηρούσε υγιές βάρος δεν εμφάνισε διαβήτη, ενώ εκείνος που πήρε βάρος εμφάνισε τη νόσο», λέει.
Περισσότερες συμβουλές πρόληψης του διαβήτη
Οι κατευθυντήριες οδηγίες για τη φροντίδα του διαβήτη για το 2025 (Standards of Care in Diabetes) από την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία περιλαμβάνουν αρκετές επικαιροποιήσεις που στοχεύουν σε αλλαγές του τρόπου ζωής ατόμων με διαβήτη, όπως μια σύσταση για προπόνηση ενδυνάμωσης (όπως ασκήσεις με βάρη ή η χρήση ιμάντων αντίστασης) δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Τα οφέλη περιλαμβάνουν την πρόληψη της απώλειας μυϊκής μάζας και τη βελτίωση της ευαισθησίας στην ινσουλίνη και του μεταβολισμού συνολικά.
Μια συμβουλή που αφορά τη διατροφή, παροτρύνει στην κατανάλωση νερού αντί αναψυκτικών με γλυκαντικό τη ζάχαρη ή τεχνητές γλυκαντικές ουσίες. Μια άλλη σύσταση αφορά την κατανάλωση περισσότερης πρωτεΐνης φυτικής προέλευσης και φυτικών ινών – μια κοινή επωδό όσον αφορά τη διατροφή που κάνει καλό στην υγεία της καρδιάς (βλ. «Η δίαιτα portfolio: Μια έξυπνη επένδυση για την καρδιά σας»).
Πέρα από τον έλεγχο του σακχάρου αίματος
Τα άτομα με διαβήτη έχουν την τάση να επικεντρώνονται στη διατήρηση των τιμών του σακχάρου στο αίμα τους εντός του ζητούμενου εύρους. Αυτό είναι σημαντικό, καθώς το μη ελεγχόμενο σάκχαρο αίματος μπορεί να προκαλέσει βλάβη σε μικροσκοπικά αιμοφόρα αγγεία όλου του σώματος, προκαλώντας προβλήματα όρασης, βλάβη σε νεύρα και νεφροπάθεια. «Oμως οι περισσότεροι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν ότι η κορυφαία αιτία θανάτου στον διαβήτη είναι η καρδιαγγειακή νόσος», λέει η δρ Wexler. Οι γιατροί εδώ και χρόνια ενθαρρύνουν την επιθετική αντιμετώπιση καρδιολογικών παραγόντων κινδύνου στα άτομα με διαβήτη· συγκεκριμένα, τη διατήρηση του επιπέδου της αρτηριακής πίεσης και της χοληστερόλης σε ένα υγιές εύρος και τη διακοπή του καπνίσματος. Την περασμένη δεκαετία, αναδείχθηκαν δύο νέες κατηγορίες φαρμάκων, οι αναστολείς SGLT-2 και οι αγωνιστές των υποδοχέων του GLP-1, τα οποία όχι μόνο ελαττώνουν το σάκχαρο αίματος, αλλά επιπλέον μειώνουν τους κινδύνους που σχετίζονται με την καρδιά (βλ. «Αντιδιαβητικά φάρμακα με αποδεδειγμένα καρδιολογικά οφέλη»).
Διακεκριμένες ιατρικές εταιρείες, μεταξύ των οποίων το Αμερικανικό Κολέγιο Καρδιολογίας, συνιστούν αυτά τα φάρμακα σε άτομα με διαβήτη τύπου 2 που είτε έχουν καρδιοπάθεια είτε ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου για την εμφάνισή της, ανεξάρτητα από το επίπεδο της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης τους (A1c), επισημαίνει η δρ Wexler. (Η εξέταση της A1c χρησιμοποιείται ευρέως για την παρακολούθηση του διαβήτη και παρέχει μια μέτρηση του σακχάρου αίματος από τον μέσο όρο τριμήνου. Επίπεδα 6,5% και άνω κατατάσσονται στην κατηγορία του διαβήτη.)

Οι δύο παραπάνω κατηγορίες φαρμάκων δεν χρησιμοποιούνται σε ικανοποιητικό βαθμό, παρότι η χρήση των φαρμάκων για το GLP-1 (ιδίως η σεμαγλουτίδη) σε άτομα με διαβήτη έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Η σεμαγλουτίδη και η τιρζεπατίδη, που λαμβάνονται εβδομαδιαίως με αυτοχορηγούμενη ένεση, είναι δυνατό να οδηγήσουν σε εντυπωσιακή απώλεια βάρους, παρότι μπορεί να προκαλέσουν ναυτία και επιπλέον είναι ακριβά φάρμακα ακόμη και με ασφαλιστική κάλυψη. (Και τα δύο φάρμακα συνταγογραφούνται σε διαφορετική φαρμακευτική μορφή και ονομασία για την απώλεια βάρους.) Οι καρδιολόγοι και οι νεφρολόγοι (που θεραπεύουν νεφροπάθειες) ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερη άνεση στη συνταγογράφηση αναστολέων SGLT-2, οι οποίοι λαμβάνονται με τη μορφή δισκίου και κυκλοφορούν πλέον, πάνω από μία δεκαετία, επισημαίνει η δρ Wexler. Τόσο η σεμαγλουτίδη όσο και οι αναστολείς SGLT-2 έχουν οφέλη για τους νεφρούς σε ασθενείς με χρόνια νεφροπάθεια.
Το συμπέρασμα
Εάν πάσχετε από διαβήτη, ρωτήστε τον γιατρό σας εάν θα πρέπει να προσθέσετε ένα από αυτά τα φάρμακα στην τρέχουσα φαρμακευτική αγωγή σας. Εάν όχι, ακολουθήστε τις συμβουλές του γιατρού σας σχετικά με το πότε και πόσο συχνά θα πρέπει να εξετάζεστε για διαβήτη. Για τα άτομα με αυξημένο βάρος, οι τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν την εξέταση κάθε τρία χρόνια, ξεκινώντας από την ηλικία των 35 ετών.
Υψηλότερος καρδιολογικός κίνδυνος πριν από τον εντοπισμό του διαβήτη
Μήπως ο αυξημένος κίνδυνος καρδιαγγειακών προβλημάτων που παρατηρείται σε άτομα με διαβήτη υπάρχει ακόμη και πριν εντοπιστεί αρχικά ο διαβήτης;
Για να το ανακαλύψουν, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από το εθνικό μητρώο υγείας της ∆ανίας προκειμένου να ανιχνεύσουν τη συχνότητα εμφάνισης καρδιοπάθειας κατά τα 30 χρόνια που προηγούνται και τα πέντε χρόνια που έπονται μιας διάγνωσης διαβήτη. Η μελέτη συμπεριέλαβε 127.092 άτομα που είχαν διαγνωστεί με διαβήτη μεταξύ 2010 και 2015. Οι ερευνητές τούς συνέκριναν με μια ομάδα ελέγχου 381.023 ατόμων αντίστοιχης ηλικίας και φύλου, που δεν είχαν διαγνωστεί με διαβήτη. Η διάμεση ηλικία τους ήταν 62 έτη και το 54% ήταν άνδρες.
Κατά την περίοδο των 30 ετών, η συχνότητα εμφάνισης καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου ήταν 11,2% στα άτομα που θα διαγιγνώσκονταν τελικά με διαβήτη, συγκριτικά με 4,7% στα άτομα χωρίς διαβήτη. Αυτός ο διπλάσιος κίνδυνος για καρδιαγγειακά προβλήματα διατηρήθηκε κατά την πενταετία μετά τη διάγνωση διαβήτη. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στις 3 ∆εκεμβρίου 2024, στο επιστημονικό περιοδικό Journal of the American College of Cardiology.
Αντιδιαβητικά φάρμακα με αποδεδειγμένα καρδιολογικά οφέλη
Οι αναστολείς SGLT-2 (ή γλιφλοζίνες) περιλαμβάνουν την καναγλιφλοζίνη, την νταπαγλιφλοζίνη και την εμπαγλιφλοζίνη. Λαμβάνονται σε μορφή δισκίου και μέσω της δράσης τους οι νεφροί αποβάλλουν περισσότερα σάκχαρα στα ούρα. Με τον τρόπο αυτόν, όχι μόνο μειώνεται το σάκχαρο στο αίμα, αλλά αποβάλλονται και οι περίσσιες θερμίδες, οδηγώντας σε ήπια απώλεια βάρους και σχετικά χαμηλότερη αρτηριακή πίεση.

Οι αγωνιστές των υποδοχέων του GLP-1 περιλαμβάνουν τη δουλαγλουτίδη, τη λιραγλουτίδη, τη σεμαγλουτίδη (διαθέσιμη και σε μορφή δισκίου) και την τιρζεπατίδη. Αυτά τα ενέσιμα φάρμακα μιμούνται μια ορμόνη που παράγεται φυσικά και παρακινεί το πάγκρεας να απελευθερώσει περισσότερη ινσουλίνη, η οποία με τη σειρά της μειώνει το σάκχαρο στο αίμα. Η τιρζεπατίδη, που μιμείται τόσο την GLP-1 όσο και μια άλλη ορμόνη που ονομάζεται GIP, έχει παρόμοιο μηχανισμό δράσης. Μελέτες για τις καρδιαγγειακές δράσεις της τιρζεπατίδης είναι σε εξέλιξη, αλλά μία μελέτη έδειξε ότι το φάρμακο ήταν ωφέλιμο για άτομα με παχυσαρκία και μια κοινή μορφή καρδιακής ανεπάρκειας.

