Oλες γνωρίζουμε τη διαδικασία στο ιατρείο του γυναικολόγου: η γυναίκα φοράει τη ρόμπα μιας χρήσης, ξαπλώνει στη γυναικολογική καρέκλα, τοποθετεί τα πόδια ανοιχτά πάνω στα στηρίγματα και περιμένει τον/τη γιατρό να τοποθετήσει έναν κολποδιαστολέα, ένα μεταλλικό εργαλείο το οποίο χωρίζει τα τοιχώματα του κόλπου και του/της επιτρέπει να εισαγάγει ένα μακρύ στειλεό ώστε να λάβει επίχρισμα κυττάρων από τον τράχηλο.
Oλα αυτά αποτελούν μέρος του τεστ Παπανικολάου (Παπ τεστ), το οποίο πραγματοποιείται στο πλαίσιο της γυναικολογικής εξέτασης. Αυτή η βασική προδιαγνωστική εξέταση ανιχνεύει τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ο οποίος διαγιγνώσκεται σε περίπου 14.000 Αμερικανίδες κάθε χρόνο και αποβαίνει θανατηφόρος για περίπου 4.400, σύμφωνα με την Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία (ACS). Εάν αυτοί οι αριθμοί φαίνονται χαμηλοί, αυτό οφείλεται στο ότι ο συστηματικός προδιαγνωστικός έλεγχος με το Παπ τεστ καθιστά δυνατό πολύ περισσότερες γυναίκες να εντοπίσουν και να θεραπεύσουν προκαρκινικές αλλοιώσεις, καθώς και να προλάβουν την ανάπτυξη καρκίνου του τραχήλου. Παγκοσμίως, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι ο τέταρτος συχνότερος καρκίνος στις γυναίκες, σύμφωνα με τον ΠΟΥ.
Ωστόσο για πολλές γυναίκες, η διαδικασία του Παπ τεστ είναι μια δυσάρεστη, ορισμένες φορές επώδυνη επίσκεψη, που τις αφήνει σωματικά ή συναισθηματικά ευάλωτες. Αυτό το σενάριο είναι κάθε άλλο παρά ιδανικό για μια τόσο σημαντική διαδικασία: ενώ η συχνότητα εμφάνισης αρχικού σταδίου καρκίνου του τραχήλου έχει μειωθεί στις περισσότερες ομάδες του πληθυσμού τα τελευταία χρόνια, τα περιστατικά προχωρημένου καρκίνου του τραχήλου δεν έχουν μειωθεί σε καμία φυλετική, εθνοτική ή ηλικιακή ομάδα για σχεδόν μία εικοσαετία, σύμφωνα με δεδομένα της ACS για το 2023.

Σήμερα όμως υπάρχει μια εναλλακτική λύση. Ένα νέο τεστ λήψης επιχρίσματος δίνει τη δυνατότητα στις γυναίκες να συλλέγουν οι ίδιες ένα δείγμα κυττάρων στο γυναικολογικό ιατρείο, ανεξάρτητα από την πυελική εξέταση, χωρίς να χρειάζεται ειδική καρέκλα ή κολποδιαστολέας. Τα κύτταρα αποστέλλονται στη συνέχεια σε ένα εργαστήριο, ώστε να εξεταστούν για στελέχη του ιού των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), τα οποία εμπλέκονται στην εμφάνιση του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
Νέα τεχνολογία
Το αυτοδιαγνωστικό τεστ λήψης επιχρίσματος (σελφ τεστ), που έλαβε άδεια από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ στα μέσα του 2024, κατέστη δυνατό με τη βοήθεια πρόσφατων τεχνολογικών εξελίξεων στην ανίχνευση του HPV. Η νέα τεχνολογία μπορεί να εστιάσει σε κύτταρα που συλλέγονται από τα τοιχώματα του κόλπου αντί του τραχήλου μόνο, απαλλάσσοντας τις γυναίκες από μεγάλο μέρος της δυσφορίας του παραδοσιακού Παπ τεστ κατά τη διάρκεια της γυναικολογικής εξέτασης, λέει η δρ Stephanie Alimena, χειρουργός γυναικολόγος ογκολόγος στο συνεργαζόμενο με το Χάρβαρντ Brigham and Women’s Hospital.
Eνα νέο τεστ λήψης επιχρίσματος δίνει τη δυνατότητα στις γυναίκες να συλλέγουν οι ίδιες ένα δείγμα κυττάρων στο γυναικολογικό ιατρείο, ανεξάρτητα από την πυελική εξέταση, χωρίς να χρειάζεται ειδική καρέκλα ή κολποδιαστολέας.
«Η γυναικολογική εξέταση είναι άβολη για όλες», λέει η δρ Alimena. «Αφορά μια τόσο ευαίσθητη και ιδιωτική περιοχή του σώματος, την οποία δεν είμαστε συνηθισμένες να δείχνουμε σε τρίτους, και αποτελεί ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα για ασθενείς που έχουν υποστεί ψυχικό τραύμα στο παρελθόν. Είναι δύσκολο να είναι κανείς ο ασθενής που υφίσταται αυτή την εξέταση. Το Παπ τεστ είναι βέβαιο ότι συμβάλλει σε αυτή τη δυσφορία».
Πώς πραγματοποιείται
Το σελφ τεστ για τη λήψη επιχρίσματος επιτρέπει στις γυναίκες μεγαλύτερη αυτονομία από ό,τι ένα παραδοσιακό Παπ τεστ, το οποίο πραγματοποιείται από τον κλινικό γιατρό ως μέρος της γυναικολογικής εξέτασης. Όμως, ακόμα, δεν αποτελεί μια ιδιωτική διαδικασία, όπως η συλλογή δείγματος ούρων στην τουαλέτα του ιατρείου. Σε αυτή την περίπτωση, ο γιατρός καθοδηγεί τη γυναίκα σε κάθε βήμα της διαδικασίας, δηλαδή να χωρίσει τα χείλη του αιδοίου, να εισαγάγει έναν πλαστικό στειλεό (μεγέθους μολυβιού), να τον τρίψει πάνω στα κολπικά τοιχώματα και να τον αφαιρέσει. Ο στειλεός τοποθετείται αμέσως σε ένα φιαλίδιο και αποστέλλεται σε ένα εργαστήριο.

Ο FDA δεν έχει πάρει θέση σχετικά με το εάν ο γιατρός παραμένει πίσω από ένα διαχωριστικό κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας ή εάν παρακολουθεί τη γυναίκα να εισαγάγει τον στειλεό, επισημαίνει η δρ Alimena. «Θεωρώ ότι οι περισσότεροι από εμάς (τους/τις γυναικολόγους) υποθέτουμε πως η διαδικασία πραγματοποιείται στην τουαλέτα ή σε έναν χώρο του ιατρείου ή της κλινικής χωρίς να είναι παρών ο επαγγελματίας υγείας», λέει. «Ωστόσο, η ασθενής έχει επισκεφθεί τον επαγγελματία υγείας αμέσως πριν από τη λήψη του δείγματος μέσω σελφ τεστ, προκειμένου να συζητήσουν με ποιον τρόπο θα κάνει τη δειγματοληψία».
Η ανάπτυξη του νέου τεστ αποτελεί μέρος ενός μοντέλου εξέτασης για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας που αλλάζει κατεύθυνση στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρατηρεί η δρ Alimena. Το Παπ τεστ, που χρησιμοποιείται εδώ και 80 χρόνια, αναζητά μη φυσιολογικά κύτταρα από στον τράχηλο. Τα τελευταία χρόνια, το ίδιο δείγμα κυττάρων χρησιμοποιείται για τον έλεγχο για τον HPV. Φαίνεται πως το δεύτερο τεστ είναι καλύτερο όσον αφορά την πρόγνωση μελλοντικού καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.
«Αυτή τη στιγμή, τα εργαστήρια πραγματοποιούν και τα δύο τεστ ταυτόχρονα. Όμως, τα τελευταία δέκα χρόνια συνειδητοποιήσαμε ότι η ανίχνευση του HPV έχει πολύ καλύτερη αξία πρόγνωσης ενός προβλήματος συγκριτικά με την εξέταση των κυττάρων μόνο από τον τράχηλο, διότι ο HPV προκαλεί πάνω από το 95% των καρκίνων του τραχήλου», λέει η δρ Alimena. «Επομένως, μεταβαίνουμε σε ένα νέο πρότυπο διενέργειας του τεστ για τον HPV πρώτα. Εάν είναι θετικό, μόνο τότε θα απαιτείται η γυναίκα να επανέλθει για τη λήψη επιχρίσματος Παπανικολάου, ώστε να προσδιοριστεί εάν τα κύτταρα στον τράχηλο είναι παθολογικά». Το θετικό αποτέλεσμα στον HPV δεν είναι ασυνήθιστο, επομένως το τεστ παρακολούθησης είναι απαραίτητο για να γίνει σαφές εάν υπάρχει ανωμαλία, και, εάν χρειάζεται, τι είδους θεραπεία θα πρέπει να χορηγηθεί.
Όταν εντοπιστεί έγκαιρα μέσω του προδιαγνωστικού ελέγχου ρουτίνας, ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι ιάσιμος. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου 92% των γυναικών με πρώιμου σταδίου καρκίνο του τραχήλου επιβιώνουν για μία πενταετία ή περισσότερο, συγκριτικά με μόνο 17% των γυναικών με νόσο τελικού σταδίου.
Υπέρ και κατά
Το αυτοδιαγνωστικό τεστ λήψης επιχρίσματος έχει αρκετά σημαντικά οφέλη:

Είναι περισσότερο αποδεκτό. Οι γυναίκες είναι πιθανόν να βρίσκουν πιο βολικό να λαμβάνουν οι ίδιες το επίχρισμα, εάν παλιότερα συναντούσαν δυσκολίες με τη γυναικολογική εξέταση, ο κολποδιαστολέας είναι για εκείνες επώδυνος, έχουν υποβληθεί σε ακτινοβολία περιοχής της πυέλου ή πάσχουν από κάποια πάθηση όπως η κολπική ατροφία, η οποία λεπταίνει και μειώνει την ελαστικότητα των ιστών του κόλπου. «Το να διαθέτουν την επιλογή να κάνουν την εξέταση με τους δικούς τους όρους μπορεί να είναι ευπρόσδεκτο για πολλές γυναίκες», λέει η δρ Alimena.
Είναι ακριβές. Τα Παπ τεστ και HPV τεστ, που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο γυναικολογικής εξέτασης, έχουν συμβάλει στην εντυπωσιακή μείωση του συνόλου των θανάτων από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Τα ερευνητικά ευρήματα μέχρι στιγμής, όμως, υποστηρίζουν ότι η μέθοδος της δειγματοληψίας από την ίδια τη γυναίκα είναι δυνατό να εξυπηρετήσει τον ίδιο σκοπό. «Η αυτοληψία επιχρίσματος μπορεί να είναι εξίσου ακριβής όσον αφορά την εξέταση για τον HPV και να μας βοηθήσει να αποφασίσουμε ποια γυναίκα χρειάζεται εξέταση του τραχήλου», εξηγεί. «Είμαστε σε αναμονή αποτελεσμάτων από περισσότερες έρευνες σε εθνικό επίπεδο για να επαληθεύσουμε την ακρίβεια της αυτοληψίας επιχρίσματος».
Μπορεί να ενθαρρύνει την πρόσβαση στον προδιαγνωστικό έλεγχο. Πολλές γυναίκες μπορεί να προσέλθουν για προδιαγνωστικό έλεγχο καρκίνου του τραχήλου εάν δεν απαιτείται γυναικολογική εξέταση για να τον κάνουν. Με τον τρόπο αυτό, το σελφ τεστ λήψης επιχρίσματος είναι δυνατό να καταπολεμήσει ανισότητες στην ανίχνευση του καρκίνου του τραχήλου και στη θεραπεία του. Παραδείγματος χάριν, οι γυναίκες μαύρης φυλής διατρέχουν 30% μεγαλύτερο κίνδυνο της νόσου από ό,τι άλλες ομάδες και 60% μεγαλύτερες πιθανότητες θανάτου, αναφέρει. Επίσης, σχεδόν 25% των γυναικών που δικαιούνται τον προδιαγνωστικό έλεγχο για καρκίνο του τραχήλου έχουν καθυστερήσει να τον κάνουν, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου των ΗΠΑ. «Εάν μπορούμε να άρουμε κάποια από τα εμπόδια, ελπίζω ότι οι ανισότητες μπορούν να υποχωρήσουν», λέει.
Είναι δύσκολο να διακρίνουμε οποιοδήποτε μειονέκτημα του αυτοδιαγνωστικού τεστ λήψης επιχρίσματος, λέει η δρ Alimena. Η μέθοδος δεν συνοδεύεται από εμφανείς κινδύνους. «Ο πλαστικός στειλεός δεν θα πρέπει να είναι αιχμηρός, μεγάλου πάχους ή αρκετά σκληρός ώστε να προκαλέσει οποιαδήποτε βλάβη εντός του κόλπου», επισημαίνει.
Παρά ταύτα, ορισμένες γυναίκες μπορεί να μην επιθυμούν να κάνουν μόνες τους το τεστ και να θέλουν να το αφήσουν σε έναν γιατρό. Μπορούν πάντα να επιλέξουν το παραδοσιακό Παπ τεστ. Άλλες μπορεί να έχουν λάβει οδηγίες να συνεχίσουν το Παπ τεστ λόγω προηγούμενων παθολογικών ευρημάτων.
Τεστ κατ’ οίκον στον ορίζοντα
Η επιλογή του σελφ τεστ λήψης επιχρίσματος στο ιατρείο πιθανότατα θα οδηγήσει τα επόμενα χρόνια σε συσκευασίες για κατ’ οίκον τεστ που επιτυγχάνουν το ίδιο αποτέλεσμα. Όπως και με κάποια άλλα τεστ κατ’ οίκον, το δείγμα που συλλέγεται θα πρέπει να αποστέλλεται σε εργαστήριο – σε αυτή την περίπτωση, για την ανίχνευση του HPV. Οι γυναίκες με θετικό τεστ θα πρέπει στη συνέχεια να καθοδηγούνται από τον γιατρό τους για τα επόμενα βήματα.

Ο FDA ακόμη εξετάζει τα τεστ κατ’ οίκον, τα οποία η δρ Alimena πιστεύει ότι θα χρειαστούν μερικά επιπλέον χρόνια πριν κυκλοφορήσουν στην αγορά. Όμως, σαφείς οδηγίες θα πρέπει να εκπονηθούν προκειμένου τα τεστ κατ’ οίκον να αποτελούν μια επιλογή ακριβείας, λέει.
«Πιστεύω ότι είναι η κατεύθυνση στην οποία οδεύουμε και είμαι ενθουσιασμένη για τον ερχομό της», σημειώνει η δρ Alimena. «Χρειαζόμαστε όμως συστήματα σε ισχύ, τα οποία να διασφαλίζουν ότι καμία γυναίκα δεν θα μείνει εκτός. Είναι εξαιρετικό να έχουμε μεγαλύτερη πρόσβαση σε εξετάσεις, αλλά αυτό είναι ευεργετικό μόνο εάν προβλέπεται παρακολούθηση για την πρόληψη εμφάνισης καρκίνου».
Στρατηγικές πρόληψης
Οι γυναίκες μπορούν με επαγρύπνηση να μειώσουν σημαντικά τον κίνδυνο για εμφάνιση καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Η δρ Alimena συνιστά τη λήψη των παρακάτω προληπτικών μέτρων:
Αναζητήστε τον εμβολιασμό για τον HPV για τον εαυτό σας ή τα αγαπημένα σας πρόσωπα. Το CDC συνιστά όλα τα παιδιά να εμβολιάζονται έναντι του HPV μεταξύ 9 και 12 ετών, αλλά ορισμένοι ενήλικες δικαιούνται να εμβολιαστούν έως την ηλικία των 45 ετών.
Τηρήστε το χρονοδιάγραμμα. Οι γυναίκες θα πρέπει να ξεκινούν τον προδιαγνωστικό έλεγχο για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας στη δεκαετία των 20 και να συνεχίζουν τουλάχιστον έως τα 65, ανεξαρτήτως από την κατάσταση εμβολιασμού ή εάν είναι σεξουαλικά ενεργές. Μερικές γυναίκες απαιτείται να συνεχίσουν τον έλεγχο μετά τα 65 εάν είχαν προηγούμενα παθολογικά ευρήματα στο Παπ τεστ. (Βλ. «Κατευθυντήριες οδηγίες για τον προδιαγνωστικό έλεγχο του καρκίνου του τραχήλου»)
Οι γυναίκες θα πρέπει να ξεκινούν τον προδιαγνωστικό έλεγχο για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας στη δεκαετία των 20 και να συνεχίζουν τουλάχιστον έως τα 65, ανεξάρτητα από την κατάσταση εμβολιασμού ή εάν είναι σεξουαλικά ενεργές.
Κάντε τα απαραίτητα σε περίπτωση μη φυσιολογικών αποτελεσμάτων. «Σε περίπτωση μη φυσιολογικών ευρημάτων, είναι απαραίτητο να παρακολουθείστε πιο στενά και να υποβάλλεστε σε περισσότερες εξετάσεις», επισημαίνει.
Κατευθυντήριες οδηγίες για τον προδιαγνωστικό έλεγχο του καρκίνου του τραχήλου
Οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες για τον προδιαγνωστικό έλεγχο του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας λαμβάνουν υπόψη το πότε ξεκινήσατε τον έλεγχο και κατά πόσον τα αποτελέσματα είναι φυσιολογικά, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου των ΗΠΑ.

Εάν ξεκινήσατε τον προδιαγνωστικό έλεγχο στα 21: Να υποβάλλεστε σε Παπ τεστ κάθε τρία χρόνια μέχρι τα 30.
Εάν ξεκινήσατε τον προδιαγνωστικό έλεγχο στα 25: Υποβληθείτε πρώτα σε ένα τεστ HPV.
Στην ηλικία των 30 ετών: Εάν όλες οι εξετάσεις προδιαγνωστικού ελέγχου μέχρι στιγμής ήταν φυσιολογικές, υποβληθείτε σε τεστ HPV κάθε πέντε χρόνια, σε ένα συνδυαστικό τεστ HPV/Pap κάθε πέντε χρόνια ή σε ένα Παπ τεστ κάθε τρία χρόνια. Συνεχίστε αυτό το σχήμα μέχρι την ηλικία των 65 ετών.
Στην ηλικία των 65 ετών: Μπορείτε να διακόψετε τον προδιαγνωστικό έλεγχο εάν όλα τα αποτελέσματά σας ήταν φυσιολογικά, στα οποία περιλαμβάνονται τουλάχιστον δύο τεστ την τελευταία δεκαετία και ένα την τελευταία πενταετία. Εάν οποιαδήποτε αποτελέσματα ήταν παθολογικά, ενδεχομένως να πρέπει να συνεχίσετε τον προδιαγνωστικό έλεγχο και μετά την ηλικία των 65 ετών.

