Για περισσότερα από 30 χρόνια, οι στατίνες, η πιο συνταγογραφημένη κατηγορία φαρμάκων, μας προστατεύουν από την καρδιαγγειακή νόσο μειώνοντας την αυξημένη χοληστερόλη.
«Οι στατίνες παραμένουν η θεραπεία πρώτης γραμμής για πολλά άτομα με κίνδυνο καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου», λέει ο δρ Christopher Cannon, καρδιολόγος στο συνεργαζόμενο με το Χάρβαρντ Brigham and Women’s Hospital. «Τα καλά νέα είναι ότι διατίθενται πολλά είδη στατινών, έτσι περισσότερα άτομα είναι δυνατό να βρουν την καταλληλότερη γι’ αυτούς στατίνη».
Πώς δρουν οι στατίνες
Οι στατίνες μειώνουν το επίπεδο της λιποπρωτεΐνης χαμηλής πυκνότητας (LDL) ή «κακής» χοληστερόλης στο αίμα. Το επιτυγχάνουν μπλοκάροντας ένα ένζυμο-κλειδί στο ήπαρ, που είναι απαραίτητο για την παραγωγή της χοληστερόλης, και ενεργοποιώντας μηχανισμούς σε ηπατικά κύτταρα ώστε να απομακρύνουν την LDL χοληστερόλη από το αίμα.
Ένα υψηλό επίπεδο LDL χοληστερόλης μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία πλάκας (εναποθέσεις λιπαρών) στα τοιχώματα των αρτηριών σε όλο το σώμα. Περιορίζοντας τον σχηματισμό πλάκας στις αρτηρίες που τροφοδοτούν την καρδιά (στεφανιαίες αρτηρίες) και σε εκείνες που τροφοδοτούν με αίμα τον εγκέφαλο, οι στατίνες συνεισφέρουν στην πρόληψη της καρδιοπάθειας και των εγκεφαλικών επεισοδίων.
Ωστόσο οι στατίνες κάνουν πολλά περισσότερα. Βοηθούν στην καταπολέμηση της φλεγμονής, η οποία ευνοεί τη συσσώρευση αθηρωματικής πλάκας, και μειώνουν τον κίνδυνο ρήξης της πλάκας, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει καρδιακή προσβολή.
Ποιοι τις έχουν ανάγκη;
Οι επτά τύποι στατινών είναι διαθέσιμοι ως γενόσημα φάρμακα: ατορβαστατίνη, φλουβαστατίνη, λοβαστατίνη, πιταβαστατίνη, πραβαστατίνη (μόνο γενόσημο), ροσουβαστατίνη και σιμβαστατίνη.
Από τη στιγμή που θα ξεκινήσετε να λαμβάνετε μια στατίνη, το πιθανότερο είναι να τη λαμβάνετε επ’ αόριστον, καθώς η δράση της φθίνει μόλις διακόψετε.
Οι στατίνες είναι δυνατόν να ωφελήσουν υγιή, κατά τα άλλα, άτομα με υψηλό επίπεδο LDL χοληστερόλης.
Οι στατίνες είναι δυνατόν να ωφελήσουν υγιή κατά τα άλλα άτομα με υψηλό επίπεδο LDL χοληστερόλης, το οποίο ορίζεται ως 130 mg/dL και άνω, και άτομα με δεκαετή κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου 7,5% και άνω. (Μπορείτε να υπολογίσετε τον εκτιμώμενο 10ετή σας κίνδυνο στην ιστοσελίδα www.health.harvard.edu/ascvd.)
«Επίσης, οποιοσδήποτε πάσχει από στεφανιαία νόσο ή άλλη αρτηριοπάθεια οφειλόμενη στη συσσώρευση πλάκας, θα πρέπει να λαμβάνει στατίνη, ακόμη κι αν έχει φυσιολογικό προφίλ χοληστερόλης», αναφέρει ο δρ Cannon. Επιπλέον, οι στατίνες ωφελούν τα άτομα με διαβήτη, οποιοδήποτε κι αν είναι το επίπεδο της LDL χοληστερόλης τους.

Ένας άλλος τρόπος εντοπισμού πιθανών υποψηφίων για λήψη στατίνης είναι με τη βοήθεια ετήσιας αξονικής στεφανιογραφίας μέτρησης ασβεστίου. Στην εξέταση αυτή χρησιμοποιείται ένας αξονικός τομογράφος, όπως π.χ. με δέσμη ηλεκτρονίων, ή ένα μηχάνημα πολυτομικής αξονικής τομογραφίας, προκειμένου να προσδιοριστεί η ποσότητα ασβεστίου στις αρτηρίες της καρδιάς. Το υψηλό επίπεδο ασβεστίου συνδέεται με καρδιοπάθεια. Η ποσότητα ασβεστοποίησης βαθμολογείται από μηδέν έως 1.000 και άνω. Όσο μικρότερη είναι η τιμή, τόσο λιγότερο είναι το ασβέστιο και τόσο μικρότερος ο κίνδυνος καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού επεισοδίου. Για παράδειγμα, μια μηδενική βαθμολογία σημαίνει ότι δεν εντοπίζεται πλάκα και ότι οι πιθανότητες του ατόμου να παρουσιάσει καρδιαγγειακή νόσο για τα επόμενα 10 έτη είναι κάτω από 2%˙ ωστόσο, μια βαθμολογία άνω του 400 υποδηλώνει κίνδυνο 20% και άνω. «Οι περισσότεροι άνθρωποι με βαθμολογία άνω του 100 μπορούν να ωφεληθούν από μια στατίνη, αλλά προσωπικά συνιστώ στατίνες για οποιονδήποτε έχει τιμές πάνω από το μηδέν», λέει ο δρ Cannon.
Μια ματιά στις παρενέργειες
Ο φόβος παρενεργειών είναι ένας συνήθης λόγος για τον οποίο πολλοί διστάζουν να ξεκινήσουν να λαμβάνουν στατίνες, όμως οι περισσότεροι δεν συναντούν σοβαρά προβλήματα, λέει ο δρ Cannon. Οι πιο συχνές παρενέργειες είναι οι μυαλγίες και η κόπωση. Λιγότερο συχνές είναι οι κεφαλαλγίες, προβλήματα του πεπτικού (δυσκοιλιότητα και διάρροια) και διατάραξη του ύπνου.
Ορισμένα άτομα αναφέρουν μεταβολές στη μνήμη και «ομίχλη εγκεφάλου» μετά την έναρξη στατίνης. Ωστόσο, οι έρευνες δείχνουν πως τα προβλήματα αυτά είναι πιθανό να σχετίζονται με άλλα ζητήματα υγείας και όχι με το φάρμακο. Οι στατίνες επίσης δεν φαίνεται να αυξάνουν τον κίνδυνο άνοιας, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στις 29 Ιουνίου 2021 στο επιστημονικό περιοδικό Journal of the American College of Cardiology. Εάν όντως εμφανιστούν παρενέργειες, συχνά είναι ήπιες και υποχωρούν μετά από περίπου μία εβδομάδα. Εάν συνεχίζονται, υπάρχουν τρόποι αντιμετώπισης.
«Το πρώτο βήμα είναι να συνεννοηθείτε με τον γιατρό σας. Συνήθως, θα διακόψετε τη στατίνη για έναν μήνα και θα παρατηρήσετε εάν τα συμπτώματά σας βελτιώνονται», λέει ο δρ Cannon. «Εάν βελτιώνονται, τότε θα ξεκινήσετε ξανά το φάρμακο, για να διαπιστώσουμε εάν τα συμπτώματα επανέρχονται, και εάν αυτό συμβεί, τότε πιθανότατα οφείλονται στη στατίνη».
Σε αυτή την περίπτωση, ο γιατρός σας θα δοκιμάσει μια μικρότερη δοσολογία (μόλις μισό χάπι τρεις φορές την εβδομάδα) ή θα αλλάξει τη στατίνη σας με μια άλλη. Εάν καμία από αυτές τις στρατηγικές δεν πετύχει, υπάρχουν άλλα νέα φάρμακα για τη μείωση της χοληστερόλης. Για παράδειγμα, η εζετιμίμπη, η χολησεβελάμη ή το μπεμπεδοϊκό οξύ μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως δίαιτα, απώλεια βάρους και άσκηση.
Άλλες επιλογές αποτελούν ένας αναστολέας PCSK9, όπως η αλιροκουμάμπη ή η εβολοκουμάμπη, που χορηγούνται με ένεση κάθε δύο εβδομάδες, ή η ινκλισιράνη, η οποία χορηγείται δύο φορές τον χρόνο. «Ωστόσο, τα φάρμακα αυτά προορίζονται συνήθως για άτομα με καρδιοπάθεια τα οποία δεν μπορούν να μειώσουν το επίπεδο της LDL τους κάτω από 70 mg/dL με στατίνες και άλλα φάρμακα», επισημαίνει ο δρ Cannon.
Κατάλληλη ηλικία για στατίνες
Μήπως είστε πολύ μεγάλος για να ωφεληθείτε από μια στατίνη; Οι έρευνες υποστηρίζουν πως όχι. Μια μελέτη η οποία δημοσιεύθηκε στις 7 Ιουλίου 2020 στην ηλεκτρονική έκδοση του επιστημονικού περιοδικού JAMA διαπίστωσε ότι άτομα που ξεκίνησαν να λαμβάνουν στατίνες γύρω στα 75 και άνω είχαν λιγότερα καρδιολογικά προβλήματα και ζούσαν περισσότερο συγκριτικά με άτομα της ίδιας ηλικιακής ομάδας που δεν λάμβαναν στατίνες.

