Μην εκπλαγείτε αν ο γιατρός σας φέτος σας προτείνει ορισμένες αλλαγές στον συνηθισμένο αιματολογικό σας έλεγχο. Μπορεί να προσθέσει ή να αφαιρέσει κάποιες εξετάσεις ή μπορεί να σας μιλήσει για μια λίγο διαφορετική ερμηνεία των αποτελεσμάτων.
Ας δούμε μερικές εξετάσεις για τις οποίες μπορείτε να συζητήσετε με τον γιατρό σας.
Εξέταση βιταμίνης D
Η βιταμίνη D είναι σημαντική για πολλά ζητήματα υγείας, όπως η απορρόφηση του ασβεστίου, η υγεία των οστών, η μείωση της φλεγμονής και η λειτουργία του ανοσοποιητικού. Οι γιατροί διαφωνούν σχετικά με το πόση βιταμίνη D χρειαζόμαστε και οι περισσότερες κατευθυντήριες οδηγίες αναφέρουν ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία που να υποστηρίζουν τον τακτικό έλεγχο σε υγιή άτομα. Ωστόσο, πολλοί γιατροί ζητούν τακτικά αυτή την εξέταση.
Μην εκπλαγείτε αν ο γιατρός σας φέτος προσθέσει ή αφαιρέσει κάποιες εξετάσεις ή σας μιλήσει για μια λίγο διαφορετική ερμηνεία των αποτελεσμάτων.
Η συγκεκριμένη εξέταση μετράει έναν τύπο βιταμίνης D που ονομάζεται 25-υδροξυβιταμίνη-D. Έως πρόσφατα, το επίπεδο που εθεωρείτο υγιές ή «επαρκές» ποίκιλλε πολύ και κυμαινόταν από 12,5 νανογραμμάρια ανά χιλιοστόλιτρο (ng/mL) έως 60 ng/mL. Αρκετές κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν επίπεδο πάνω από 20 ή 30 ng/mL.
Τι νέο υπάρχει: Η Ενδοκρινολογική Εταιρεία, μία από τους κύριους οργανισμούς που καθορίζουν τις κατευθύνσεις για τη βιταμίνη D, δημοσίευσε νέες κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με τη βιταμίνη D στο τεύχος Αυγούστου 2024 του επιστημονικού περιοδικού The Journal of Clinical Endocrinology and Metabolism.
Κάνοντας μια στροφή 180°, οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες εγκατέλειψαν τη λογική της «επάρκειας» και «ανεπάρκειας» της βιταμίνης D και διατύπωσαν έντονες συστάσεις κατά του ελέγχου της βιταμίνης D σε βάση ρουτίνας.
Εξαίρεση αποτελούν τα άτομα με συγκεκριμένες παθήσεις, όπως χρόνια νεφρική νόσο ή δυσκολία στην απορρόφηση της βιταμίνης D (π.χ. νόσο του Crohn). Οι συστάσεις αυτές βασίζονται στην έλλειψη στοιχείων που να μαρτυρούν οφέλη από τον τακτικό έλεγχο.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες της Ενδοκρινολογικής Εταιρείας αναφέρουν επίσης ότι τα περισσότερα υγιή άτομα δεν χρειάζονται συμπληρώματα βιταμίνης D. Εξαίρεση αποτελούν οι έγκυοι, τα άτομα με προδιαβήτη και τα άτομα ηλικίας 75 ετών και άνω.
Αυτές οι ομάδες μπορεί να ωφεληθούν από τη λήψη συμπληρωμάτων βιταμίνης D σε χαμηλή δόση (περίπου 1.000 IU την ημέρα), αλλά θα πρέπει επίσης να προσπαθήσουν να λαμβάνουν βιταμίνη D από ενισχυμένες τροφές ή με περιστασιακή έκθεση στον ήλιο.

Τι πρέπει να κάνετε: Συζητήστε με τον γιατρό σας σχετικά με τις νέες κατευθυντήριες οδηγίες.
Αν έχετε κάποια πάθηση που προκαλεί έλλειψη βιταμίνης D, αν ανήκετε σε μία από τις παραπάνω ομάδες ή αν λαμβάνετε κάποιο φάρμακο που μπορεί να μειώνει το επίπεδο της βιταμίνης D, μπορεί να χρειάζεστε περιοδικούς ελέγχους.
«Διαφορετικά, είναι απίθανο να χρειάζεστε τακτικό έλεγχο ή λήψη συμπληρωμάτων. Οι περισσότεροι από εμάς λαμβάνουμε αρκετή βιταμίνη D από τροφές όπως το ψάρι, τα ενισχυμένα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα ενισχυμένα δημητριακά. Επίσης, ο οργανισμός μπορεί να συνθέσει βιταμίνη D στο δέρμα μετά από μόλις 10 έως 15 λεπτά έκθεσης στον ήλιο μερικές φορές την εβδομάδα», σχολιάζει η δρ JoAnn Manson, βασική ερευνήτρια του Χάρβαρντ για τη βιταμίνη D και επικεφαλής του Τμήματος Προληπτικής Ιατρικής στο συνεργαζόμενο με το Χάρβαρντ Brigham and Women’s Hospital.
«Αν ανησυχείτε σχετικά με την επάρκεια της βιταμίνης D που λαμβάνετε, μπορείτε να λάβετε με ασφάλεια ένα συμπλήρωμα 1.000 έως 2.000 IU ημερησίως. Όμως, οι μεγάλες τυχαιοποιημένες μελέτες για τη βιταμίνη D δείχνουν ότι τα περισσότερα άτομα λαμβάνουν ήδη τη βιταμίνη D που χρειάζονται και τα συμπληρώματα έχουν περιορισμένα οφέλη».
Εξετάσεις αίματος για την ανίχνευση της καρδιοπάθειας
Πιθανότατα είστε ήδη εξοικειωμένοι με την εξέταση χοληστερόλης ρουτίνας, που μετράει την τιμή διάφορων λιπών στο αίμα (όπως την «κακή» LDL χοληστερόλη), τα οποία μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο καρδιοπάθειας και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου. Φέτος, ο γιατρός σας μπορεί επίσης να ζητήσει δύο πρόσθετες εξετάσεις αίματος.
Η μία μετράει τη λιποπρωτεΐνη-α ή Lp(a). Αν το επίπεδο της Lp(a) είναι πολύ υψηλό, ο κίνδυνος καρδιοπάθειας, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και ορισμένων προβλημάτων των καρδιακών βαλβίδων μπορεί να είναι αυξημένος, ακόμη και αν το επίπεδο της χοληστερόλης είναι φυσιολογικό.
Η υψηλή Lp(a) είναι κληρονομική, το οποίο σημαίνει ότι αρκεί να τη μετρήσετε μία φορά, όπως συνιστά σήμερα η Εθνική Εταιρεία για τα Λιπίδια. Η εξέταση καλύπτεται από την ασφάλιση υγείας, αλλά λίγοι άνθρωποι την κάνουν, κυρίως επειδή έως πρόσφατα δεν υπήρχαν θεραπείες που να μειώνουν την Lp(a).
Η άλλη εξέταση μετράει τη C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (CRP), μια ουσία που παράγεται από το ήπαρ όταν υπάρχει φλεγμονή στο σώμα. Τα αποτελέσματα αυτής της εξέτασης, που ονομάζεται εξέταση C-αντιδρώσας πρωτεΐνης υψηλής ευαισθησίας (hsCRP), μπορεί να δείξουν το επίπεδο φλεγμονής, καθώς και τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής ή αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου.
Η εξέταση στις ΗΠΑ καλύπτεται συνήθως από το πρόγραμμα Medicare. Δεν πραγματοποιείται πάντα σε βάση ρουτίνας, αλλά υποστηρίζεται από την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία για την πρόβλεψη του κινδύνου καρδιακής προσβολής.
Τι νέο υπάρχει: Μελέτη του Χάρβαρντ η οποία δημοσιεύθηκε στις 31 Αυγούστου 2024 στο The New England Journal of Medicine, έδειξε ότι οι εξετάσεις LDL, hsCRP και Lp(a) (λαμβανόμενες υπόψη όλες μαζί) μπορεί να προβλέψουν τον κίνδυνο αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και καρδιολογικών προβλημάτων δεκαετίες πριν από την εκδήλωση ενός επεισοδίου.
Η έρευνα περιλάμβανε περίπου 28.000 γυναίκες (μέσου όρου ηλικίας 54 ετών), που υποβλήθηκαν σε παρακολούθηση έως και 30 ετών και των οποίων το επίπεδο LDL, CRP και Lp(a) μετρήθηκε στην έναρξη της μελέτης. Και οι τρεις βιοδείκτες συνδέθηκαν με τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, ιδίως η CRP.
Ο κίνδυνος αυξανόταν ακόμη περισσότερο για τα άτομα που είχαν υψηλό επίπεδο σε δύο ή τρεις από τις διαφορετικές εξετάσεις.

Τι πρέπει να κάνετε: «Όλοι, ανεξαρτήτως φύλου, θα πρέπει να κάνουν και τις τρεις αυτές εξετάσεις, κατά προτίμηση μετά την ηλικία των 30 ή 40 ετών, καθώς η πρόληψη πρέπει να ξεκινά νωρίς», δηλώνει ο δρ Paul Ridker, ο κύριος συντάκτης της μελέτης και διευθυντής του Κέντρου Πρόληψης Καρδιαγγειακής Νόσου στο Brigham and Women’s Hospital, το οποίο συνεργάζεται με το Χάρβαρντ.
Αν ο γιατρός σας δεν έχει ζητήσει ακόμη να κάνετε αυτές τις εξετάσεις, ρωτήστε τον σχετικά. «Επειδή κάποιες από αυτές τις πληροφορίες είναι νέες για τους γιατρούς πρωτοβάθμιας φροντίδας, πολλοί ασθενείς παίρνουν μαζί τους ένα αντίτυπο αυτής της εργασίας όταν επισκέπτονται τον γιατρό τους», αναφέρει ο δρ Ridker.
Πέρα από τις αλλαγές στον τρόπο ζωής, ο γιατρός σας μπορεί να σας συστήσει και ειδικές θεραπείες με βάση τα αποτελέσματα των εξετάσεών σας.
Γενική εξέταση αίματος (CBC)
Η γενική εξέταση αίματος μετράει κάποια συστατικά του αίματος που μπορεί να υποδηλώνουν διάφορες παθήσεις, όπως αναιμία, λοίμωξη και αιματολογικό καρκίνο.
Αυτή η εξέταση ρουτίνας μετράει την ποσότητα και τα χαρακτηριστικά των ερυθρών αιμοσφαιρίων, πέντε τύπων λευκών αιμοσφαιρίων, των αιμοπεταλίων και της αιμοσφαιρίνης (μιας πρωτεΐνης που υπάρχει στα ερυθρά αιμοσφαίρια και μεταφέρει το οξυγόνο) και υπολογίζει τιμές όπως ο αιματοκρίτης (το ποσοστό % του όγκου του αίματος που καταλαμβάνεται από τα ερυθρά αιμοσφαίρια).
Τα αποτελέσματα κάθε μέτρησης συγκρίνονται με ένα τυποποιημένο «φυσιολογικό» εύρος. Για παράδειγμα, μια τιμή ερυθρών αιμοσφαιρίων μεταξύ 4,0 και 5,4 εκατομμυρίων κυττάρων ανά μικρόλιτρο (mcL) θεωρείται φυσιολογική για τις γυναίκες και μεταξύ 4,5 και 6,1 εκατομμυρίων/ mcL είναι φυσιολογική για τους άνδρες.
Το εύρος μπορεί να ποικίλλει ελαφρώς ανάλογα με το εργαστήριο. Μια τιμή εκτός του φυσιολογικού εύρους θεωρείται παθολογική.
Τι νέο υπάρχει: Μελέτη του Χάρβαρντ που δημοσιεύθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2024 στην ηλεκτρονική έκδοση του Nature, δείχνει ότι ίσως είναι πιο χρήσιμο να συγκρίνετε τα αποτελέσματα της τελευταίας σας CBC με τις προηγούμενες τιμές σας, παρά με το τυπικό εύρος αναφοράς.
Επιστήμονες αξιολόγησαν τις CBC περισσότερων από 12.000 υγιών ατόμων τα οποία διέθεταν τουλάχιστον πέντε εξετάσεις σε ένα διάστημα 20 ετών. Τα αποτελέσματα των συμμετεχόντων δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερη μεταβολή, ανεξάρτητα από το αν οι τιμές ενέπιπταν εντός του φυσιολογικού εύρους. Κάθε άτομο είχε έναν μοναδικό συνδυασμό «προσωπικών τιμών αναφοράς».
Οι ερευνητές αναφέρουν ότι οι αλλαγές σε σχέση με αυτές τις τιμές αναφοράς μπορεί να βοηθούν τους γιατρούς να εντοπίσουν νωρίτερα τα προβλήματα υγείας, κάτι που είναι σημαντικό για παθήσεις όπως ο διαβήτης ή η καρδιοπάθεια.
«Το τυπικό φυσιολογικό εύρος είναι πολύ μεγάλο και πρέπει να στενεύει για κάθε άτομο. Το εύρος κάθε ατόμου μπορεί να βρίσκεται πιο χαμηλά για ορισμένα άτομα και πιο ψηλά για άλλα», σχολιάζει ο δρ John Higgins, κύριος συντάκτης της μελέτης και παθολογοανατόμος στο συνεργαζόμενο με το Χάρβαρντ Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης.
Άλλο ένα εύρημα της μελέτης: Οι συμμετέχοντες των οποίων οι προσωπικές τιμές αναφοράς βρίσκονταν στο κάτω ή στο άνω άκρο του τυπικού φυσιολογικού εύρους είχαν υψηλότερα ποσοστά διάγνωσης νόσου και θανάτου εντός 10 ετών, σε σύγκριση με τα άτομα των οποίων οι προσωπικές τιμές αναφοράς παρέμεναν στο μέσο του τυπικού φυσιολογικού εύρους.

Τι πρέπει να κάνετε: Παρακολουθείτε τα αποτελέσματα της CBC, μάθετε τι είναι φυσιολογικό για εσάς και συζητήστε με τον γιατρό σας για να δείτε αν υπάρχουν αλλαγές. Πάρτε αυτό το άρθρο μαζί σας, αν νομίζετε ότι θα βοηθήσει.
«Οι προσωπικές τιμές αναφοράς σάς δίνουν ένα εξατομικευμένο ορόσημο για την ανίχνευση μικρών αποκλίσεων από τη σταθερή σας κατάσταση και μας βοηθούν να ερμηνεύσουμε τα αποτελέσματα άλλων διαγνωστικών εξετάσεων, για μια πιο ορθή εικόνα της υγείας σας», εξηγεί ο δρ Higgins.

