Ορισμένα συμπτώματα στο ουροποιητικό είναι πολύ συχνά, ιδίως στις γυναίκες: επώδυνη αίσθηση καύσου (τσούξιμο) κατά την ούρηση, επείγουσα ανάγκη ούρησης σαν να μην μπορείτε να κρατηθείτε (επιτακτική ούρηση) και συχνή ούρηση (συχνουρία). Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να οφείλονται σε οποιαδήποτε από τις παρακάτω καταστάσεις:
Ουρολοίμωξη. Είναι η πιο συχνή αιτία που προκαλεί αίσθηση καύσου κατά την ούρηση, επιτακτική ούρηση και συχνουρία. Μπορεί να αναπτύξετε λοίμωξη σε διάφορα σημεία του ουροποιητικού: στην ουρήθρα ή στην ουροδόχο κύστη (κατώτερο ουροποιητικό) ή στους νεφρούς (ανώτερο ουροποιητικό). Η λοίμωξη στους νεφρούς μπορεί να έχει πρόσθετα συμπτώματα, όπως οσφυαλγία (πόνο στη μέση), πυρετό, ρίγη και ναυτία – αλλά αυτά δεν εμφανίζονται πάντα. «Πάρα πολλές γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας δεν έχουν αυτά τα πρόσθετα συμπτώματα, παρότι έχουν λοίμωξη του ανώτερου ουροποιητικού συστήματος», δηλώνει ο δρ Anthony Komaroff, αρχισυντάκτης του Harvard Health Letter.
Ουρογεννητικό σύνδρομο εμμηνόπαυσης. Οφείλεται στη λέπτυνση και στην ξηρότητα των ιστών στην ουροδόχο κύστη, στην ουρήθρα και στον κόλπο, που προκαλούνται από τα χαμηλά επίπεδα οιστρογόνων. «Εκτιμώ ότι το ουρογεννητικό σύνδρομο της εμμηνόπαυσης πλήττει έως και το 70% των γυναικών μετά την εμμηνόπαυση», δηλώνει η δρ Jeannine Miranne, ουρογυναικολόγος στο Brigham and Women’s Hospital του Χάρβαρντ.
Κολπίτιδα. Αυτή η λοίμωξη του κόλπου προκαλεί κνησμό (φαγούρα), πόνο, εκκρίσεις και δυσοσμία. Στην περίπτωση που τα ούρα έρθουν σε επαφή με τα ερεθισμένα τοιχώματα του κόλπου, είναι πιθανό να προκληθεί πόνος κατά την ούρηση, ωστόσο συνήθως δεν προκαλείται επιτακτική ούρηση ή συχνουρία.
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Οι καταστάσεις αυτές –για παράδειγμα, χλαμύδια ή γονόρροια– μπορεί να εμπλέκουν το ουροποιητικό σύστημα, καθώς και τη μήτρα και τις ωοθήκες. Τότε, εκτός από τα συμπτώματα του ουροποιητικού, μπορεί να παρατηρούνται πόνος στην πυελική περιοχή, πυρετός και κολπικές εκκρίσεις.
Ουρηθρίτιδα. Η λοίμωξη αυτή της ουρήθρας μπορεί να εμφανιστεί στους άνδρες και στις γυναίκες που έχουν λοίμωξη της ουροδόχου κύστης ή κάποιο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.
Διάμεση κυστίτιδα/σύνδρομο επώδυνης ουροδόχου κύστης. Πρόκειται για χρόνια πάθηση η οποία μπορεί επίσης να προκαλέσει επώδυνη ούρηση, επιτακτική ούρηση και συχνουρία. Ωστόσο, δεν υπάρχει βακτηριακή λοίμωξη. «Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ο πόνος, ο οποίος σχετίζεται με την πλήρωση της ουροδόχου κύστης και o οποίος μειώνεται με την κένωσή της. Μπορεί επίσης να έχετε επίμονη ανάγκη για ούρηση πολλές φορές ανά ώρα ή αίσθηση βάρους στην ουροδόχο κύστη», δηλώνει η δρ Miranne. «Θεωρείται ότι προκαλείται από ένα πρόβλημα στον επιθηλιακό που καλύπτει εσωτερικά το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης».
Διάγνωση
Επισκεφτείτε τον γενικό παθολόγο ή (για γυναίκες) τον γυναικολόγο σας αν έχετε πόνο ή αίσθηση καύσου στην ουροδόχο κύστη. Ο γιατρός θα σας συστήσει πιθανότατα εξέταση ούρων και θα ελέγξει τον αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων (ο αυξημένος αριθμός υποδηλώνει λοίμωξη), τον αριθμό των ερυθρών αιμοσφαιρίων (υποδηλώνει λοίμωξη ή άλλες καταστάσεις) και την παρουσία μικροοργανισμών. Αν αυτή η αρχική εξέταση δείξει οποιοδήποτε από αυτά τα ευρήματα, συχνά πραγματοποιείται καλλιέργεια ούρων στο εργαστήριο, για να καθοριστεί κατά πόσο πρόκειται για βακτηριακή λοίμωξη και ποιος τύπος βακτηρίων την προκαλεί.
Αν έχετε συμπτώματα αλλά δεν έχετε λοίμωξη, ο γιατρός σας θα εξετάσει άλλες πιθανές αιτίες, όπως είναι το ουρογεννητικό σύνδρομο της εμμηνόπαυσης ή η διάμεση κυστίτιδα (σύνδρομο επώδυνης ουροδόχου κύστης). Μπορεί να χρειαστεί να δείτε γιατρό άλλης ειδικότητας, όπως ουρογυναικολόγο.
Αν υπάρχουν ίχνη αίματος στα ούρα (τα οποία μπορεί να παρατηρηθούν μόνο με μικροσκόπιο), ενδέχεται να χρειαστεί να κάνετε αξονική τομογραφία, υπερηχογράφημα ή κυστεοσκόπηση (μια εξέταση του εσωτερικού της ουροδόχου κύστης), προκειμένου να αποκλειστεί η παρουσία καρκίνου ή πέτρας στο ουροποιητικό.
Θεραπεία
Η λοίμωξη αντιμετωπίζεται συνήθως με έναν κύκλο θεραπείας με αντιβιοτικά. Αν εμφανίζετε υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις (περισσότερες από δύο μέσα σε έξι μήνες) μετά την εμμηνόπαυση, η χρήση κολπικών οιστρογόνων (σε μορφή κρέμας, δισκίων ή ενός ειδικού κολπικού δακτυλίου) μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη μελλοντικών λοιμώξεων.
Ωστόσο, η δρ Miranne προειδοποιεί για τις συνέπειες της επαναλαμβανόμενης λήψης αντιβιοτικών –ιδίως αν είναι ασαφές κατά πόσο έχετε υποτροπιάζουσες λοιμώξεις–, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε ανάπτυξη αντοχής των βακτηρίων στα αντιβιοτικά. Τα αντιβιοτικά δεν βοηθούν στη διάμεση κυστίτιδα (σύνδρομο επώδυνης ουροδόχου κύστης), καθώς η κατάσταση αυτή δεν σχετίζεται με λοίμωξη.
Στρατηγικές που μπορεί να ανακουφίσουν από τα συμπτώματα: συνεργασία με φυσικοθεραπευτή, ο οποίος μπορεί να βοηθήσει στην επανεκπαίδευση της ουροδόχου κύστης, αποφυγή των ερεθιστικών παραγόντων, όπως ο καφές, το τσάι, η σόδα και τα αναψυκτικά με τεχνητές γλυκαντικές ουσίες, και διαχείριση της πρόσληψης υγρών.
«Στα άτομα που εμφανίζουν ενοχλητική επιτακτική ούρηση και συχνουρία, συνήθως συνιστώ να μην καταναλώνουν συνολικά περισσότερο από 2 λίτρα υγρών ημερησίως», αναφέρει η δρ Miranne. «Αυτή είναι μια καλή συμβουλή και για την αποφυγή των ουρολοιμώξεων. Αυτή η ποσότητα είναι αρκετή για την έκπλυση της ουροδόχου κύστης και την πρόληψη των λοιμώξεων, αλλά δεν είναι υπερβολικά μεγάλη ώστε να επιδεινώσει τα συμπτώματα επιτακτικής ούρησης και συχνουρίας».
Κατανοώντας το ουροποιητικό σύστημα
Το ουροποιητικό σύστημα ξεκινά από τους νεφρούς, οι οποίοι βρίσκονται εκατέρωθεν της οσφυϊκής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Κάθε νεφρός απομακρύνει άχρηστες και τοξικές ουσίες, καθώς και την περίσσεια αλάτων και νερού από το αίμα. Τα παραγόμενα ούρα διοχετεύονται μέσω μακριών σωλήνων, που ονομάζονται ουρητήρες, στην ουροδόχο κύστη και τελικά απεκκρίνονται μέσω ενός άλλου σωλήνα, της ουρήθρας.

