Χελμός, Τζουμέρκα, Ελικώνας, Κοιλάδα Αχελώου, Αγραφα. Η κλιματική κρίση επηρεάζει σημαντικά τα ελληνικά ελατοδάση, με αποτέλεσμα πολλά έλατα να «νεκρώνονται».
«Μόλις επέστρεψα από ένα τουρ σε Καλάβρυτα, Χελμό, Αμφίκλεια, Λαμία. Σε όλα αυτά μέρη είδα εκτεταμένες νεκρώσεις ελάτων» λέει στην «Κ» ο Δημήτρης Αβτζής, ειδικός ερευνητής δασολόγος – εντομολόγος στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών του ΕΛΓΟ Δήμητρα.
Ο κ. Αβτζής κάνει λόγο για ένα γενικευμένο φαινόμενο. «Τα πεύκα “στρεσάρονται” στη Χαλκιδική. Οι ξηρασίες επηρεάζουν όλα τα φυτά, ακόμα και τα πουρνάρια. Πέρυσι είδα “σκασμένα” χώματα μέσα στα δασικά οικοσυστήματα, το χώμα είχε ανοίξει στα δύο. Ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν σε Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία».
Ποια είναι η αλυσίδα των γεγονότων που οδηγεί στην ξήρανση των ελάτων; «Η περυσινή χρονιά ήταν εξαιρετικά άνυδρη. Ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα είχαμε μία βροχόπτωση τον Απρίλιο και μετά ξανά τον Οκτώβριο. Δεν είδαμε σταγόνα βροχής για έξι μήνες. Και φυσικά, η έλλειψη βροχοπτώσεων δεν μας απασχόλησε μόνο πέρυσι, απλώς πέρυσι ήταν πολύ έντονο το φαινόμενο», επισημαίνει ο κ. Αβτζής.
Τα έλατα έχουν «μάθει» σε ψυχρές συνθήκες και γόνιμο έδαφος. Η έλλειψη των τυπικών χειμωνιάτικων θερμοκρασιών επιδρά αρνητικά στα έλατα, καθώς δεν βρίσκουν το χρόνο για να ξεκουραστούν από τις θερμοκρασίες του καλοκαιριού.

Για αυτόν τον λόγο τα δέντρα καθίστανται ιδιαίτερα ευάλωτα σε έντομα, των οποίων ο πληθυσμός, όταν αυξηθεί πολύ, τα μετατρέπει από δευτερογενείς σε πρωτογενείς επιβαρυντές. Η μαζική δράση των εντόμων νεκρώνει ολόκληρες δασικές περιοχές.
Ο ρόλος της κλιματικής κρίσης
«Κάποτε είχαμε ξηρασία κάθε πέντε ή δέκα χρόνια, τα τελευταία χρόνια έχουμε ολοένα και πιο συχνά. Τα καλοκαίρια μας είναι ξερά, με ασυνήθιστα υψηλές θερμοκρασίες. Κάθε μήνας είναι πιο θερμός από τον αντίστοιχο όλα τα προηγούμενα χρόνια», περιγράφει τον επιβαρυντικό ρόλο της κλιματικής κρίσης ο κ. Αβτζής.
«Η ελάτη, αν και ανθεκτική στο ψύχος, είναι ευαίσθητη στη μακροχρόνια έλλειψη νερού», εξηγεί και η Ευαγγελία Αβραμίδου, ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ.
«Οταν υπάρχει παρατεταμένη ξηρασία το δέντρο δυσκολεύεται να απορροφήσει νερό με τις ρίζες του. Η πρώτη αντίδραση είναι να κλείσει τα μικροσκοπικά ανοίγματα στα φύλλα του, τα “στόματα”, για να μην εξατμίζεται το νερό. Ετσι περιορίζει την απώλεια υγρασίας, περιορίζεται όμως και η πρόσληψη διοξειδίου του άνθρακα απαραίτητου για τη φωτοσύνθεση. Παράλληλα ενεργοποιούνται γονίδια απόκρισης στην ξηρασία που σχετίζονται με σύνθεση ABA (αμπσισικού οξέος) και πρωτεΐνες θερμικού σοκ (HSPs) έτσι ώστε να επιβιώσει».
Η παρατεταμένη ξηρασία σε συνάρτηση με τα υποβαθμισμένα εδάφη και τις δευτερογενείς προσβολές από φλοιοφάγα έντομα και μύκητες λειτουργεί σαν ένα είδος φυσικής επιλογής: μόνο τα άτομα (ή γενότυποι) που διαθέτουν κατάλληλα γενετικά χαρακτηριστικά, όπως ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα, καταφέρνουν να επιβιώσουν. Αυτό σημαίνει ότι ίσως η επόμενη γενιά θα προέρχεται από έλατα που θα έχουν κληρονομήσει ανθεκτικά γονίδια μέσω γενετικής ή επιγενετικής διαδικασίας.
Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος, ο πληθυσμός να φτάσει πολύ κοντά στο ελάχιστο βιώσιμο μέγεθός του. Αν το κατώφλι αυτό ξεπεραστεί προς τα κάτω, η επιβίωση του δάσους θα απειληθεί σοβαρά.

Τι μπορεί να γίνει τώρα
Οπως τονίζει κ. Αβραμίδου, η άμεση αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί την απομάκρυνση των νεκρών ή έντονα προσβεβλημένων δέντρων, καθώς και τη συνεχή παρακολούθηση της φυσικής αναγέννησης.
Η φυσική αναγέννηση αποτελεί σημαντικό δείκτη ανθεκτικότητας του δάσους και ένδειξη της ικανότητάς του να ανακάμψει από τις περιβαλλοντικές πιέσεις. Σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, για την αντιμετώπιση του προβλήματος χρειάζεται στενή συνεργασία επιστημόνων και δασικής υπηρεσίας, με στόχο τη συστηματική μελέτη και παρακολούθηση του φαινομένου στο πέρασμα του χρόνου. Aλλωστε, το δασικό οικοσύστημα υπερβαίνει κατά πολύ τη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής και απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό.
Η ερευνήτρια εξηγεί πως «με δεδομένο ότι το φαινόμενο της ξήρανσης έχει ήδη κάνει αισθητή την παρουσία του στην Κεντρική Ευρώπη, η συστηματική παρακολούθηση και η αναγνώριση ανθεκτικών γενοτύπων μπορούν να συμβάλουν όχι μόνο στην προστασία των ελληνικών δασών, αλλά και να αποτελέσουν πολύτιμο οδηγό για την αειφορία των δασικών οικοσυστημάτων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό, τα ξηρανθεκτικά είδη και οι κατάλληλοι γενότυποι μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον –σε βάθος είκοσι ή και τριάντα ετών– για τη δημιουργία πιο ανθεκτικών δασών απέναντι στις κλιματικές προκλήσεις».
Φωτογραφίες: Nεκρώσεις ελάτων στις περιοχές των Καλαβρύτων και της Λαμίας από την πρόσφατη επίσκεψη του κ. Αβτζή στις συγκεκριμένες περιοχές.

