H εισαγγελική εντολή (μέσω του εισαγγελέα Προστασίας Ζώων) για απομάκρυνση λύκων από την Πάρνηθα έχει προκαλέσει τις αντιρρήσεις επιστημόνων αλλά και αμηχανία και προβληματισμό στους αρμόδιους που πρέπει να φέρουν εις πέρας την απόφαση.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του εισαγγελέα, η εντολή δόθηκε «για λόγους δημόσιας ασφάλειας αλλά και για την προστασία του κόκκινου ελαφιού, ενός ιδιαίτερα σημαντικού είδους της άγριας πανίδας στην Ελλάδα».
Ο γενικός γραμματέας Δασών στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Στάθης Σταθόπουλος δηλώνει στην «Κ» πως «από το 2007, όταν και η Πάρνηθα βίωσε μια μεγάλη πυρκαγιά, μέχρι και σήμερα, καταγράφεται αύξηση του πληθυσμού των λύκων στον δρυμό. Στην τελευταία φάση της πανδημίας, καταγράφηκαν και σκόρπια κρούσματα εμφάνισής τους σε αστικές περιοχές, όπως Θρακομακεδόνες, Χαϊδάρι κ.α. Τον περασμένο χειμώνα ξεκίνησε μια συζήτηση, για το πώς οι λύκοι ως φυσικός εχθρός του κόκκινου ελαφιού θέτουν το τελευταίο είδος σε κίνδυνο. Πριν από δέκα ημέρες ήρθε η εισαγγελική παραγγελία. Εντός 48 ωρών, απευθύναμε πρόσκληση στην Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας να μας πει κατά πόσον είναι εφικτό να αιχμαλωτίσουμε λύκους και να τους αποστείλουμε στη Βόρεια Ελλάδα όπως ορίζει η εισαγγελική παραγγελία. Είναι κάτι που δεν μας έχει ξαναζητηθεί στη χώρα μας, οπότε δεν υπάρχει και εμπειρία».
Και τι απάντησε η Κυνηγετική Συνομοσπονδία Ελλάδας;
«Πως δεν υπάρχει απόχη για να πιαστεί ο λύκος. Πως απαιτείται ειδική παγίδευση κι ειδικές διαδικασίες. Κατά συνέπεια, επιφυλάχθηκε για το πώς μπορεί να συνδράμει στη λύση αυτού του θέματος» απαντά ο κ. Σταθόπουλος.
Τα 4 ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν
Επειτα από σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε πριν από δύο μέρες στο υπουργείο Περιβάλλοντος με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς αλλά κι εκπροσώπους περιβαλλοντικών οργανώσεων, αποφασίστηκε να δοθεί στον εισαγγελέα ένα οδοιπορικό με τις ενέργειες που πρέπει να γίνουν έτσι ώστε να διαφανεί αν είναι εφικτή η εφαρμογή της πρότασης.
«Καταρχάς θα πρέπει να προσδιοριστεί με σαφήνεια το μέρος που θα μεταφερθούν οι λύκοι. Δεν πρέπει με αυτή τη μεταφορά να δημιουργηθεί πρόβλημα σε μια άλλη περιοχή. Οποιαδήποτε αστοχία ή βεβιασμένη κίνηση ενέχει τον κίνδυνο να χαθεί πληθυσμός του είδους. Και μη νομίζει κανείς ότι υπάρχει πρόθυμος τόπος να φιλοξενήσει λύκους» σημειώνει ο κ. Σταθόπουλος.
Κατά τον ίδιο, η επιχείρηση περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερα ερωτήματα στα οποία πρέπει να δοθούν συγκεκριμένες απαντήσεις. «Πρώτον πόσους λύκους έχουμε στην Πάρνηθα. Η εκτίμηση είναι πως είναι γύρω στους 40 με 50 αλλά πρέπει να υπάρχει σαφής απάντηση. Δεύτερον πόσους πρέπει να παγιδεύσουμε για να είναι ασφαλή τα ελάφια. Τρίτον με ποιον τρόπο θα γίνει η παγίδευση και τέταρτον ποιος είναι ο τρόπος ασφαλούς μεταφοράς των λύκων. Πρέπει να γίνουν μελέτες για να απαντηθούν όλα αυτά, μελέτες που θα “τρέξει” ο ΟΦΥΠΕΚΑ».
Ο βιότοπος της Πάρνηθας απορρυθμίζεται
«Αν αφαιρέσουμε λύκους, θα έρθουν άλλοι να πάρουν τη θέση τους, αφού η πιο ισχυρή ομάδα εκτοπίζει την πιο αδύναμη. Δεν είναι τόσο απλό το ζήτημα» λέει στην »Κ» ο Νίκος Μπόκαρης, προϊστάμενος του Τμήματος Αγριας Ζωής και Θήρας στη Διεύθυνση Δασών του ΥΠΕΝ.
Ο ίδιος σημειώνει πως ο βιότοπος της Πάρνηθας απορρυθμίζεται διαρκώς, εξαιτίας των πυρκαγιών τις τελευταίες δεκαετίες και η εμφάνιση των λύκων δεν είναι το μοναδικό θέμα στον δρυμό.
«Και τα ελάφια στην Πάρνηθα είχαν “εισαχθεί”, δεν είναι γηγενής πληθυσμός. Αναπτύχθηκαν σταδιακά τα τελευταία χρόνια στον ορεινό όγκο της Πάρνηθας. Μετά τις τελευταίες πυρκαγιές, πολλά έφυγαν προς τη Βοιωτία» λέει ο κ. Μπόκαρης.
«Ο λύκος είναι όντως μια απειλή για τον πληθυσμό τους, δεν είναι όμως η μόνη. Υπάρχει και η λαθροθηρία. Και υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι που κινούνται σε μέρη που δεν πρέπει, εντός του δρυμού, προκαλώντας κάποιες φορές προβλήματα. Κανονικά, χρειάζεται ένα πρωτόκολλο για την κίνηση των ανθρώπων μέσα στον δρυμό».
Οσο για τη μεταφορά των λύκων στη Βόρεια Ελλάδα, ο κ. Μπόκαρης «προοικονομεί» πως θα υπάρξουν αντιδράσεις από τους κατοίκους των περιοχών, αν ζητηθεί να μεταφερθούν εκεί οι λύκοι. Ανάμεσα σε αυτές που έχουν ακουστεί είναι και ο ορεινός όγκος της Ροδόπης. «Οι περισσότερες ελληνικές περιοχές είναι μεικτής χρήσης, υπάρχουν και αγροτικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες, υπάρχουν οικισμοί. Αλλωστε άγρια ζώα προκαλούν προβλήματα και σε πολλές περιοχές τη Βόρειας Ελλάδας και σε όλη την επικράτεια γενικώς. Δεν μπορούμε να μεταφέρουμε το πρόβλημα από το ένα σημείο στο άλλο».

