Λίγοι δρόμοι τον χωρίζουν από το Παγκράτι, κι όμως σε αυτά τα λίγα τετράγωνα κάτι αλλάζει. Ο Βύρωνας αν και αποπνέει έναν αέρα καθαρά αστικό, όντας μια ανάσα από το κέντρο της Αθήνας, προτιμά να ακολουθεί τους δικούς του ρυθμούς. Τους ρυθμούς μια γειτονιάς ζωντανής και σε κίνηση, αλλά χωρίς άγχη και αστικές νευρώσεις – ακόμα και αν, όπως παραδέχονται οι κάτοικοί του, το πάρκινγκ είναι μεγάλο πρόβλημα.
Στις παρυφές του Υμηττού, ο Βύρωνας γράφει τη δική του μικρή ιστορία για περισσότερο από έναν αιώνα. Εως τις αρχές της δεκαετίας του 1920, η περιοχή ήταν μια απέραντη έκταση με μετρημένα στα δάχτυλα κτίσματα, όπως το σπίτι της χορεύτριας Ισιδώρας Ντάνκαν, το Μοναστήρι της Αναλήψεως, το εκκλησάκι του Αγίου Λαζάρου, που στέκει ακόμη σήμερα στην καρδιά του Βύρωνα. Το 1922, εδώ άρχισε να διαμορφώνεται ο πρώτος αστικός προσφυγικός συνοικισμός της Αθήνας, με πρόσφυγες κυρίως από τη Σμύρνη. Αρχικά, ονομάστηκε συνοικισμός Παγκρατίου ενώ δύο χρόνια αργότερα βαφτίστηκε Βύρωνας, προς τιμήν του Λόρδου Βύρωνα, που είχε πεθάνει ακριβώς έναν αιώνα πριν στο Μεσολόγγι.


Τα χρόνια που ακολούθησαν, όπως συμβαίνει με κάθε αστική συνοικία, ο Βύρωνας άρχισε να αλλάζει, δημιουργώντας όμορφες αντιθέσεις. Και η ιστορία του συνέχισε να εγγράφεται στο παλίμψηστο της πόλης. Ανάμεσα στις πολυκατοικίες στέκουν, ακόμα, ξεχασμένα χαμηλά προσφυγικά σπιτάκια με ιστορίες κρυμμένες στους τοίχους τους από την Αντίσταση στην Κατοχή. Αλλά και η πιο πρόσφατη ιστορία του Βύρωνα, παραμένει ζωντανή. Στη γειτονιά «γεννήθηκε» το 1987 το ελληνικό χιπ χοπ, με τους FF.C, που έμειναν πιστοί στον τόπο τους και έδωσαν το πρώτο τους live στην Αίθουσα Προσκόπων. Στα παγκάκια δίπλα στα γηπεδάκια μπάσκετ (άθλημα στο οποίο έχει τη δική του παράδοση η γειτονιά) ζυμώθηκαν ρίμες και beats, που ακόμα βγαίνουν από τοπικά στούντιο.
«Ολη μου η ζωή είναι ο Βύρωνας»
Κανείς όμως δεν μπορεί να σου αφηγηθεί την ιστορία ενός τόπου όπως οι ίδιοι οι κάτοικοί του. Γι’ αυτό συναντήσαμε παλιούς και νεότερους Βυρωνιώτες, σε παλιά και νέα στέκια, για να δούμε πώς κυλάει η ζωή σε μία από τις τελευταίες ήσυχες γειτονιές της Αθήνας.

Το προσφυγικό στοιχείο στον Βύρωνα είναι διακριτό, αν και όχι τόσο έντονο όσο σε γειτονιές όπως λόγου χάρη η Νίκαια. Εδώ ζουν ακόμα βέβαια δεύτερες και τρίτες γενιές προσφύγων, που δεν ξεχνούν την ιστορία τους. Ενα ήσυχο πρωινό κατεβαίνουμε τα σκαλιά της Πανιωνίου Στέγης για να τους συναντήσουμε. Η Πανιώνιος Στέγη είναι συνομήλικη του Βύρωνα, μιας και υπό τη σκέπη της -ως λέσχη αρχικά και ως σωματείο στη συνέχεια- οργανώθηκαν οι Σμυρνιοί που έφτασαν στην περιοχή θέλοντας κάπου να διαφυλάξουν την ιστορία τους.
Σήμερα, βρίσκεται σε ένα στενό στο οποίο κάποτε παρατάχθηκαν προσφυγικές παράγκες, στη καρδιά του παλιού προσφυγικού συνοικισμού, που αποτέλεσε και το σπίτι του Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου. Οι θαμώνες φτάνουν σιγά σιγά για να πιουν καφέ, να μοιράσουν την τράπουλα και να επιδοθούν στο γαλλικό μπιλιάρδο.

Συναντάμε τον Δημήτρη Σάρολα, πρόεδρο της Πανιωνίου Στέγης, και τον Απόστολο Κοκόλια, που έχει γράψει ιστορικά βιβλία για τον Βύρωνα. Γεννήθηκαν και οι δύο τη δεκαετία του ’40 και είδαν τον Βύρωνα να αλλάζει πολλές φορές. Είναι ο τόπος τους, ακόμα και αν ο καθένας τους έχει διαφορετική εκκίνηση. Ο Δημήτρης Σάρολας γεννήθηκε εδώ, με πατέρα από την Τρίπολη και μητέρα Σμυρνιά. Για την ακρίβεια, «Σμυρνιά του καραβιού», όπως λέει, μιας και γεννήθηκε στη Μικρασιατική Καταστροφή. Πριν συνταξιοδοτηθεί ήταν μαθηματικός. Σε σχολείο δεν μπορούσε να διοριστεί, «λόγω φρονημάτων», όπως εξηγεί, και έτσι λειτούργησε τα δικά του φροντιστήρια.
Οταν μεγαλώνεις σε έναν προσφυγικό συνοικισμό, τότε και το DNA σου γίνεται προσφυγικό. Είμαστε κομμάτι, γέννημα της προσφυγιάς.
Ο Απόστολος Κοκόλιας, συνταξιούχος δικηγόρος, δεν είναι Μικρασιάτης αλλά αυτό που λέμε Παλαιοελλαδίτης. Ηρθε στον Βύρωνα στην ηλικία τεσσάρων ετών, την εποχή που πολλές αριστερές οικογένειες εκδιώκονταν από τα χωριά τους και κατέφευγαν στις λαϊκές συνοικίες, εκεί όπου μέσα στην απεραντοσύνη του πλήθους μπορούσαν να «ξεχαστούν». «Λένε πως τα παιδιά δεν θυμούνται πριν από τα τέσσερα, άρα όλη μου η ζωή είναι ο Βύρωνας» λέει γελώντας. Στη γειτονιά αυτή γνώρισε από κοντά το προσφυγικό στοιχείο. «Οταν μεγαλώνεις σε έναν προσφυγικό συνοικισμό, τότε και το DNA σου γίνεται προσφυγικό. Είμαστε κομμάτι, γέννημα της προσφυγιάς».


Οι δύο παλιοί Βυρωνιώτες θυμούνται μια γειτονιά χαμένη στα βάθη του προηγούμενου αιώνα, εκεί όπου τα μικροσκοπικά σπιτάκια και η φτώχεια έκαναν τους κατοίκους να ζουν όλοι σαν μια μεγάλη οικογένεια. «Αυτό που λέμε επαφή των ανθρώπων, παρέα, συμβίωση, ήταν πραγματικότητα. Ολα τα σπιτάκια ήταν το ένα δίπλα στο άλλο, με μια μεσοτοιχία. Εδώ η μία πόρτα, εκεί η άλλη πόρτα, μέρα-νύχτα οι νοικοκυρές έβγαιναν έξω και κουβέντιαζαν. Ηταν μια τεράστια οικογένεια. Ακόμα και στους καβγάδες ήταν να τους χαίρεσαι, τα ξεχνούσαν όλα την άλλη μέρα. Εκείνοι μας έμαθαν το τραγούδι, τον χορό, τη συμβίωση των ανθρώπων», λέει ο Απόστολος Κοκόλιας, για τους γονείς και τους παππούδες της γενιάς του. Οι δρόμοι ήταν «η χαρά του παιδιού», όπως θα συμπληρώσει ο Δημήτρης Σάρολας, που θυμάται να παίζουν ως παιδιά στον κεντρικό δρόμο της Χρυσοστόμου Σμύρνης, όπου περνούσε «μια στο τόσο κανένα αυτοκίνητο».

Σήμερα στην πεζοδρομημένη οδό Ιθώμης, λειτουργεί ακόμη μια πλούσια αγορά, με φούρνους, μανάβικα, ψαράδικα, κρεοπωλεία και delicatessen, μια ιστορική αγορά του Βύρωνα. Από τις παλιές εποχές o Απόστολος Κοκόλιας θυμάται έναν μανάβη που λεγόταν Νίκος Ζαχαριάδης (όπως δηλαδή και το ιστορικό στέλεχος του ΚΚΕ). «Είχε γράψει με μεγάλα γράμματα το όνομά του στο μαγαζί. Η Ασφάλεια το είδε και του ζήτησε να το σβήσει. “Μα είναι το όνομά μου”, έλεγε αυτός, ώσπου οι πιέσεις τον ανάγκασαν όντως να το σβήσει», αφηγείται ο Απόστολος Κοκόλιας.
Από τα σχολικά του χρόνια θυμάται και την πλατεία του Αγίου Λαζάρου (Ελευθερίου Βενιζέλου επίσημα) να είναι το κέντρο του κόσμου. Εκεί έκαναν και σχολικές γιορτές, μία εκ των οποίων θυμάται να την είχε επισκεφθεί και η βασίλισσα Φρειδερίκη. Μια από τις μαθήτριες που αναλάμβανε το τραγούδι στις γιορτές ήταν και η Ευγενία Βραχνού, που τη μάθαμε αργότερα ως Τζένη Βάνου.
Τα σημάδια της Κατοχής

Η Κατοχή σημάδεψε τον Βύρωνα, μιας και υπήρξε από τις περιοχές με μεγάλη αντίσταση. Πολλοί από τους ανθρώπους του είχαν κάποιον δικό τους που έχασαν στην Κατοχή ή αργότερα στον Εμφύλιο. Το ραδιόφωνο κάθε βράδυ δεν έπαιζε μουσική: «Κάθε μέρα μαζευόντουσαν γύρω από κάποιο σπίτι που είχε ραδιόφωνο και έστηναν αυτί για να ακούσουν στις αναγγελίες του Ερυθρού Σταυρού το όνομα κάποιου δικού τους που αναζητούσε την οικογένειά του. Κάποιες φορές στα σπιτάκια γινόταν γλέντι όταν άκουγαν ότι ζει κάποιος συγγενής τους», λέει ο Απόστολος Κοκόλιας.

Και υπάρχουν κι αυτοί που δεν έμαθαν ποτέ. «Η γιαγιά μου είχε τρία παιδιά: τον Νίκο, τον Αλέξανδρο και τη μάνα μου, την Καλλιόπη. Τον Αλέξανδρο τον έπιασαν στην Κατοχή οι Γερμανοί και τον εκτέλεσαν. Ημουν με τη γιαγιά μου παιδάκι και τη θυμάμαι να ράβει -αυτό είχε μάθει από τη Σμύρνη- και να ακούει τις αναζητήσεις μέσω του Ερυθρού Σταυρού», εξιστορεί ο Δημήτρης Σάρολας. Ο σύζυγός της, όπως και ο αδερφός της, γνώριζαν πως ο γιος της είχε σκοτωθεί, αλλά επέλεξαν να μην της το πουν. «Κάθε φορά που άκουγε κάποιο όνομα που της έμοιαζε με το δικό μας έλεγε “Να, είναι ο γιος μου!”. Τελικά, έφυγε από τη ζωή χωρίς να μάθει ποτέ».

Κάνοντας μια βόλτα με τους παλιούς Βυρωνιώτες και παρατηρώντας τα μικροσκοπικά προσφυγικά στενά που σε πολλά σημεία επιβιώνουν ακόμη, σαν μυστικά περάσματα ανάμεσα στις πολυκατοικίες, φτάνουμε έξω από τον 5ο Παιδικό Σταθμό του Βύρωνα. Οι παρατηρητικοί περαστικοί θα δουν την πλάκα στη μνήμη των πεσόντων από τα γερμανικά πυρά, που βρίσκεται εκεί. Οι ακόμα προσεκτικότεροι θα δουν και δύο βαθουλώματα από σφαίρες πάνω στα κάγκελα του παιδικού σταθμού που κάποτε ονομάστηκε Μοργκεντάου, προς τιμήν του πρώτου προέδρου της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων. Στις 7 Αυγούστου του 1944 ο πόλεμος όδευε στο τέλος του και οι Γερμανοί έκαναν μπλόκα για να μαζέψουν εργατικό δυναμικό και να το στείλουν στα εργοστάσια της Γερμανίας.
Καθώς λοιπόν οι Γερμανοί περιφέρονταν εκείνη την αυγουστιάτικη μέρα στον Βύρωνα για να οργανώσουν το μπλόκο, ένας αξιωματικός τους σκοτώθηκε από πυρά ΕΛΑΣιτών. Το ίδιο απόγευμα, οι Γερμανοί έστηναν κόσμο για να ομολογήσει ποιος βρισκόταν πίσω από τα φονικά πυρά. Οι Ελληνες δεν ομολογούσαν και έτσι άρχισαν να τους στήνουν μπροστά από τα κάγκελα του σχολείου και να τους εκτελούν (εξού και τα δύο σημάδια από σφαίρες στα κάγκελα). Από τους 13 που στήθηκαν, σκοτώθηκαν οι 12, μόνο ένας κατάφερε να γλιτώσει. Στην τιμητική πλάκα αναγράφονταν αρχικά μόνο 11 ονόματα, μιας και αργότερα μαθεύτηκε πως ο 12ος ήταν Ιταλός αντιστασιακός, το όνομα του οποίου προστέθηκε πιο μετά.

Η τοπική ιστορία δεν είναι πάντα, βέβαια, τόσο βαριά. Λίγο παρακάτω, στη βόλτα μας, κοντοστεκόμαστε με τους ντόπιους σε μια μικρή τριγωνική πλατεία, την πλατεία Ειρήνης. Πίσω από το άγαλμα του Λόρδου Βύρωνα, σήμερα πίνουν αργά τον καφέ τους μερικοί Βυρωνιώτες. Κάποτε, όμως, εδώ βρισκόταν ο κινηματογράφος «Μον Σινέ», που αργότερα ονομάστηκε «Μαριάννα» και έκανε τους ντόπιους να ονειρεύονται μέσα από το κινηματογραφικό πανί.
«Στους στίχους μεταφέραμε αυτά που βλέπαμε στη γειτονιά μας»

«Προλάβαμε την αλάνα τη χωμάτινη. Και μετά, μας έφαγαν τα τσιμέντα», λέει ο Θωμάς Ζερβάκης, από την μπάρα του αγαπημένου του καφέ στη γειτονιά. Εχουμε γυρίσει πίσω στη Χρυσοστόμου Σμύρνης για να συναντήσουμε έναν από τους ανθρώπους που έχει ζήσει από κοντά το χιπ χοπ στον Βύρωνα, αρχικά ως ακροατής και στη συνέχεια και ως beatmaker. Τον γνωρίζετε ίσως με το ψευδώνυμο Eversor, με το οποίο έχει υπογράψει πολυάριθμες παραγωγές και συνεργασίες με ονόματα όπως ο Phyrosun και οι Razastarr (αμφότεροι Βυρωνιώτες), ο Μικρός Κλέφτης, ο Anser, ο ΛΕΞ.
Είναι παιδί των 90s, μιας και από τότε αρχίζουν ουσιαστικά οι μνήμες του στη γειτονιά όπου μεγάλωσε και μέχρι και σήμερα παραμένει – εδώ έχει και το δικό του στούντιο από το 2009. Θεωρεί πως αν κάτι κρατά ακόμη τον Βύρωνα ως ανθρώπινη συνοικία με στοιχεία γειτονιάς είναι το σημείο του: «Εχουμε από τη μία το Παγκράτι και το Κέντρο, και από την άλλη έχουμε το βουνό, οπότε μπορούμε να πάρουμε αυτό που μας λείπει, να βρεθούμε στη μέση του Υμηττού και να κάνουμε την αποτοξίνωσή μας», λέει.


Τα παιδικά του χρόνια ήταν συνυφασμένα με τη γειτονιά. Από τη μία, ποδόσφαιρο και μπάσκετ στα γηπεδάκια της περιοχής – το δεύτερο έχει γράψει και επιτυχίες στον Βύρωνα, με ομάδες όπως ο Αθηναϊκός και η Δόξα Βύρωνος. Και από την άλλη, το σκέιτ, που άρεσε πολύ στα παιδιά της περιοχής, όπως και το breakdance.
Η πρώτη μας δικτύωση πρακτικά ήταν οι πλατείες της γειτονιάς, και είχαμε και ένα γήπεδο μπάσκετ στο οποίο μιλούσαμε για το χιπ χοπ, αλλάζαμε κασέτες.
Η ιστορία θέλει τους FF.C να δημιουργούνται σε μια καφετέρια του Βύρωνα, λίγο πριν το χιπ χοπ φτιάξει την άλλη του low bap εστία στο Πέραμα με τους Active Member. Ο Βύρωνας έγινε «χιπ χοπ μάνα» μιας και έβγαλε επίσης όπως προείπαμε τους Razastarr, τον Phyrosun, τον Βέβηλο από τους Βαβυλώνα. Ο Eversor μας υπενθυμίζει πως τη δεκαετία του ’90 το χιπ χοπ ήταν ακόμη ένα underground είδος. «Δεν θα έλεγα ότι τα μπαράκια της γειτονιάς υποστήριζαν το είδος. Οπότε η πρώτη μας δικτύωση πρακτικά ήταν οι πλατείες της γειτονιάς, και είχαμε και ένα γήπεδο μπάσκετ στο οποίο μιλούσαμε για το χιπ χοπ, αλλάζαμε κασέτες», θυμάται, αναφερόμενος στο γηπεδάκι πο βρίσκεται στο πάρκο Λαμπηδόνας.
Το χιπ χοπ είναι ένα είδος συνυφασμένο από μόνο του με την έννοια της γειτονιάς και του δρόμου. «Το ωραίο με αυτή τη μουσική είναι ότι έχει διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο σε κάθε πόλη και κάθε περιοχή σε όλο τον πλανήτη. Οπότε, είναι και πολύ διαφορετικά τα ερεθίσματα που θα πάρεις από αυτό και προφανώς θα είναι και πολύ διαφορετική η μουσική σου», θα πει ο Θωμάς Ζερβάκης. Ετσι, λοιπόν, μπορεί ως έφηβοι να επηρεάζονταν από ταινίες όπως το «Μίσος» του Ματιέ Κασοβίτς ή το χιπ χοπ που μάθαιναν από τα ξένα περιοδικά που αγόραζαν από το χαρτζιλίκι τους, αλλά κυρίως μετέφεραν αυτό που ζούσαν. «Στους στίχους και στα κομμάτια μας μεταφέραμε αυτό ακριβώς που βλέπαμε στη γειτονιά μας. Αυτό είναι και το νόημα του ραπ», θα πει ο παραγωγός, που τον κέρδισαν στην πορεία τα beats, ως μια… πιο διεθνής γλώσσα.

Ο Βύρωνας, λοιπόν, ήταν μια εργατική γειτονιά με τους ανάλογους προβληματισμούς του. Αλλά και μια γειτονιά που έζησε και μια σκοτεινή πλευρά: «Είχαμε πολλά ζητήματα, με τις καταχρήσεις κυρίως, από τους λίγο μεγαλύτερους από εμάς. Υπήρχε… πολύ γήπεδο, πολύς χουλιγκανισμός και δυστυχώς από τα ναρκωτικά έφυγαν πολλά παιδιά», παραδέχεται ο μουσικός. Μάλιστα, θυμάται περιόδους που η μητέρα του, που εργαζόταν ως φιλόλογος σε σχολεία της περιοχής, πήγαινε πολύ συχνά σε κηδείες μαθητών. «Οπότε, εμείς, η επόμενη γενιά, το βλέπαμε λίγο σαν μάθημα προς αποφυγή, ότι κάτι δεν πάει καλά».
Ακόμα και όταν πάω σε άλλα μέρη για να δουλέψω, φροντίζω να είναι μέρη που μοιάζουν με εδώ.
Οπως λέει ο Eversor, το ότι τα παράτησε όλα για τη μουσική, με την οποία άρχισε να καταπιάνεται στα 14, ήταν το πιο «ευτυχές “λάθος”» της ζωής του. Αλλά ακόμα και αυτοί από τις παλιές παρέες που δεν το έκαναν επάγγελμα συνεχίζουν να «το σκαλίζουν», έστω και ως χόμπι. Από τη γειτονιά, ακόμα και αν υπήρξαν οι στιγμές που σκέφτηκε να φύγει, υπάρχει πάντα κάτι που τον κρατάει πίσω. Και κυρίως αυτό: «Ακόμα και όταν πάω διακοπές παίρνω πάντα τα μηχανήματα μαζί μου. Αλλά ποτέ δεν μπορώ να φτιάξω τη μουσική που φτιάχνω εδώ, που είναι αλλόκοτο. Και ακόμα και όταν πάω σε άλλα μέρη για να δουλέψω, φροντίζω να είναι μέρη που μοιάζουν με εδώ».

