Μια νέα παραγωγή του Netflix φέρνει στο προσκήνιο τη διαδρομή του Λεφτέρ Κιουτσουκαντωνιάδη, του θρυλικού ποδοσφαιριστή της Φενέρμπαχτσε, φωτίζοντας παράλληλα πτυχές της σύγχρονης τουρκικής ιστορίας και το εύθραυστο καθεστώς στο οποίο ζούσαν οι μη μουσουλμανικές μειονότητες.
Η ταινία «Lefter: The Story of the Ordinarius» παρακολουθεί την πορεία του από τη δεκαετία του 1940 έως τη δεκαετία του 1960, αναδεικνύοντας τις επιλογές, τα διλήμματα και τις απώλειες που καθόρισαν τη ζωή του.
Ο Λεφτέρ, γεννημένος το 1924 στη Χάλκη από φτωχή ελληνορθόδοξη οικογένεια ψαράδων, μεγάλωσε σε μια Κωνσταντινούπολη ακόμη κοσμοπολίτικη, όπου Ελληνες, Αρμένιοι και Εβραίοι είχαν έντονη παρουσία στην οικονομική και πολιτιστική ζωή.
Παρά την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, πάνω από 100.000 Ελληνες ζούσαν ακόμη στην πόλη. Σε αυτό το περιβάλλον ο νεαρός ποδοσφαιριστής βρήκε ευκαιρίες: αγωνίστηκε στο γήπεδο Ταξίμ, εντυπωσιάζοντας τον Οννίκ Μανουκιάν, από τους ιδρυτές της ομάδας Ταξίμ.
Η ταινία τοποθετεί την πορεία του μέσα στις πρώτες μεγάλες κρίσεις που χτύπησαν τις μειονότητες.
Ο φόρος περιουσίας της περιόδου του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έπληξε δυσανάλογα Ελληνες, Αρμένιους και Εβραίους, οδηγώντας όσους δεν μπορούσαν να πληρώσουν σε τάγματα εργασίας.
Η οικογένεια του Λεφτέρ βγήκε σχεδόν αλώβητη λόγω της φτώχειας της, όχι όμως και οι συγγενείς του, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Ο ίδιος υπηρέτησε για χρόνια στον στρατό, χάνοντας μεγάλο μέρος της αγωνιστικής του ακμής.
Μετά τον πόλεμο η σταδιοδρομία του εκτοξεύτηκε. Από το 1947 έγινε συνώνυμο της Φενέρμπαχτσε, κατέκτησε πρωταθλήματα, αγωνίστηκε στη Φιορεντίνα και στη Νις, και απέκτησε το προσωνύμιο «Ordinarius» για την τεχνική του.
Οι συμπαίκτες του υπογραμμίζουν τη μοναδικότητά του: «Οταν έπαιζε καλά, κανείς δεν μπορούσε να τον σταματήσει», θυμάται ο Τζαν Μπαρτού.
Οι προσωπικές του δοκιμασίες όμως υπερέβαιναν τον αθλητισμό. Στον αγώνα Ελλάδα – Τουρκία στην Αθήνα δέχθηκε ύβρεις και αντικείμενα από Ελληνες φιλάθλους, επειδή αγωνιζόταν με την τουρκική φανέλα.
«Στην πατρίδα μου είμαι σπόρος Ρωμιού, εδώ σπόρος Τούρκου», λέει στην ταινία. Μετά τον αγώνα δήλωσε: «Εκπροσώπησα το έθνος μου απέναντι στη φυλή μου».
Το βαθύτερο τραύμα ήρθε με τα Σεπτεμβριανά του 1955. Το σπίτι του στη Χάλκη δέχθηκε επίθεση, βάφτηκε με προσβλητικά συνθήματα και λιθοβολήθηκε, ενώ η οικογένειά του κινδύνευσε.
Ο ίδιος αναγνώριζε πολλούς από τους δράστες αλλά δεν τους κατονόμασε ποτέ. «Δεκαπέντε μέρες πριν με σήκωναν στα χέρια τους, εκείνη τη νύχτα με περίμεναν με πέτρες», θυμόταν αργότερα.
Οταν φίλαθλοι της Φενέρμπαχτσε ενημερώθηκαν για την επίθεση, έφτασαν με καΐκια στο νησί για να προστατεύσουν το σπίτι του.
Η ταινία δεν επεκτείνεται στα χρόνια που ακολούθησαν, ωστόσο το ιστορικό πλαίσιο είναι καθοριστικό.
Στη δεκαετία του 1960 οι ελληνοτουρκικές εντάσεις για την Κύπρο οδήγησαν στις μαζικές απελάσεις Ελλήνων υπηκόων από την Πόλη, μειώνοντας τον ελληνικό πληθυσμό από περίπου 105.000 σε μόλις 30.000 μέσα σε μια δεκαετία.
Ο Λεφτέρ, ως Τούρκος υπήκοος, δεν απελάθηκε, όμως η πολιτική καχυποψία παρέμεινε. Χαρακτηριστική έμεινε η φράση του Ισμέτ Ινονού, όταν ρωτήθηκε αν του αρέσει ως παίκτης: «Τον Λεφτέρ τον συμπαθώ. Τους Λευτέρηδες όχι».
Παρά τις αντιφάσεις και τις απειλές, η υστεροφημία του παρέμεινε αδιαμφισβήτητη.
Μετά τον θάνατό του το 2012, η Τουρκική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία έδωσε το όνομά του στη σεζόν 2018-19 του τουρκικού πρωταθλήματος.
Πηγή: middleeasteye

