Ο Μαρσέλ Προυστ είχε κάποτε γράψει πως «η σιωπή του ατόμου που αγαπάς» μπορεί να είναι πιο σκληρή κι από τη σιωπή της φυλακής. Τον 11ο αιώνα, στην Ιαπωνία, οι γυναίκες της αυτοκρατορικής αυλής μετά από κάποια ρομαντική συνάντηση με τον άνδρα που ποθούσαν ανέμεναν καρτερικά την επόμενη μέρα το ποίημα του εραστή τους.
Οπως επισημαίνει δημοσίευμα του New Yorker, ο φόβος του να χάσουμε επαφή με το άτομο που μας ελκύει μοιάζει διαχρονικά ριζωμένος σε κάθε φάση του ανθρώπινου πολιτισμού.
Αντίστοιχα, σε κάθε βήμα τεχνολογικής εξέλιξης των μέσων επικοινωνίας των ανθρώπων, ο ίδιος αυτός φόβος «προσαρμόζεται» στα χαρακτηριστικά του εκάστοτε μέσου. Κάποτε, ο φάκελος ενός γράμματος επέστρεφε σφραγισμένος στον αποστολέα, αργότερα ήρθαν οι αναπάντητες κλήσεις ή αντίστοιχα το «μα δεν χτυπάει το τηλέφωνο» και τα απελπισμένα φωνητικά μηνύματα στον τηλεφωνητή.
Ο κλασικός τηλεφωνητής στην εποχή του Διαδικτύου και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης θα έδινε τελικά τη θέση του στα -εξίσου απελπισμένα και χωρίς απάντηση- φωνητικά μηνύματα στο Facebook και στο Instagram, στα αναπάντητα αιτήματα φιλίας· σε αυτή την τέχνη της διαδικτυακής εξαφάνισης που έχει εδραιωθεί με τον όρο «ghosting».
Ο συγγραφέας Ντόμινικ Πέτμαν, σε πρόσφατο κείμενό του παρατηρεί ότι το ghosting είναι κάτι αναπόδραστο στη σφαίρα του διαδικτύου. Κάνει, μάλιστα, και έναν ενδιαφέροντα παραλληλισμό. «Ετσι όπως τα τροχαία ατυχήματα ήταν αναπόφευκτα από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν τα αυτοκίνητα, έτσι και το φαινόμενο ghosting δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί από τη στιγμή που δημιουργήθηκε το Διαδίκτυο».
To ghosting είναι συνυφασμένο με το απροσδόκητο. Μια άγνωστη για το «θύμα» παράμετρος δίνει απότομο τέλος στη ρομαντική επικοινωνία. Η μια πλευρά του δυνάμει ειδυλλίου εξαφανίζεται, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς δικαιολογία. «Οι “ghosters” γίνονται πράγματι απρόσιτα φαντάσματα», παρατηρεί ο Πέτμαν, σημειώνοντας πάντως ότι «φαντάσματα» -ηθελημένα ή μη- έχουμε υπάρξει κι εμείς στη ζωή μας: απέναντι σε κάποιον φίλο, σε κάποιον μακρινό συγγενή, σε κάποιον συνάδελφο.
«Φαντάσματα», άλλωστε, προϋπήρχαν του Διαδικτύου. Σύμφωνα με τον Πέτμαν, η ιστορία του μοντέρνου κόσμου είναι γεμάτη από ιστορίες μικρών ή μεγάλων, δομικών, υπαρξιακών ghosting. Ο Νίτσε υποστηρίζει ότι η ανθρωπότητα εγκαταλείφθηκε από τον Θεό, ο Ζαν Μποντριγιάρ ότι μάς εγκατέλειψε η ίδια η πραγματικότητα.
Η ειδοποιός διαφορά που μοιάζει να έχει τελειοποιήσει το ghosting στη διαδικτυακή του μορφή είναι ακριβώς η δυνατότητα που δίνει ο ιστοχώρος στον εκάστοτε χρήστη να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται ανά πάσα στιγμή· να είναι παρών, ενεργά εμπλεκόμενος στην αλληλεπίδραση με κάποιον άλλο και το αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο να χάνεται χωρίς να χρειάζεται ιδιαίτερος κόπος για να δικαιολογηθεί, να «καλυφθεί». Ο Μπιούνγκ-τσούλ Χαν, το 2013, εύστοχα τόνιζε ότι «ψηφιακό είναι μέσο της “παρουσίας”» ή τουλάχιστον της ψευδαίσθησης αυτής της παρουσίας, της ισχυρής πεποίθησης ότι ο «άλλος» είναι εκεί, ενεργός, μαζί σου. Οσο ψευδαίσθηση όμως είναι η παρουσία του άλλου, άλλο τόσο μπορεί να θεωρηθεί και η απουσία του. Η επικοινωνία με το «φάντασμα» μπορεί να αποκατασταθεί, η αλληλεπίδραση να συνεχιστεί, χωρίς να έχει εντοπιστεί πριν ο λόγος της φυγής και της παύσης.
Ο Πέτμαν επικεντρώνει τη δική του προσέγγιση ακολουθώντας πιο πρακτικά εργαλεία κατανόησης του φαινομένου. Υποστηρίζει επί της ουσίας ότι η αρχιτεκτονική της πληροφόρησης στο διαδίκτυο είναι διεγερτική και τονώνει τις «εφήμερες και ασταθείς επιθυμίες» που αντικαθιστούν τις ουσιαστικές και βαθύτερες επιθυμίες. Αλλωστε, στο διαδίκτυο ένα άτομο μπορεί πάντα να εξαφανιστεί, αλλά η ατέλειωτη ροή πληροφοριών, εικόνων και εικονιδίων, και ο οπτικός, συναισθηματικός ερεθισμός που προκαλούν δεν σταματάει ποτέ.
Στις νέες αυτές εκφάνσεις της κοινωνικής (;) ζωής, ειδικοί αναζητούν εξηγήσεις για τις βαθύτερες αιτίες, τα κίνητρα, τις αδυναμίες των ψηφιακών «φαντασμάτων» και των «θυμάτων» τους. Το δημοσίευμα του New Yorker υπογράφει ο Κάιλ Τσάικα από την άλλη, φαίνεται πως επιδιώκει μια πιο βαθιά τομή.
Τι είναι αυτό που διαφοροποιεί τελικά το «ghosting» από μια κοινή απόρριψη· από ένα γράμμα που μπορεί απλώς να μην έφτασε ποτέ στον αποστολέα του λόγω λάθους ή κακοτυχίας, η από ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή που παραβλέφθηκε εν αγνοία του παραλήπτη του;
Η διαφορά είναι ότι στο Διαδίκτυο και στη μηχανική των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τίποτα δεν μπορεί να παραλειφθεί, καμία παράμετρος δεν περνάει απαρατήρητη, κανείς δεν μπορεί υποστηρίξει ότι «δεν είδε». Οι ίδιες οι λειτουργίες του εκάστοτε σόσιαλ μίντια τόν προδίδουν. Τελικά αυτό που μας στοιχειώνει περισσότερο, το πραγματικό «φάντασμα» δηλαδή, δεν είναι ο «εξαφανισθέντας» πρώην συνομιλητής μας, αλλά το γεγονός ότι ξέρουμε πολλά παραπάνω από όσα χρειαζόμαστε. Οχι για τους λόγους της απόρριψης, όχι για τις σκέψεις του «φαντάσματός» μας, αλλά για τη βεβαιότητα ότι η σιωπή του δεν είναι τυχαία. Ακομη και η απόρριψη φαντάζει πιο απομαγευμένη παρά ποτέ.
Με πληροφορίες από New Yorker

