Οι άνθρωποι κάνουν τους τόπους όμορφους. Στη Θράκη, τους δημιουργούν και από το μηδέν. Τον 18ο αιώνα, οι κάτοικοι του παραθαλάσσιου Πολύστυλου, το οποίο βρισκόταν πλησίον του αρχαιολογικού χώρου των Αβδήρων, μετακινήθηκαν βορειότερα και δημιούργησαν έναν παραδοσιακό οικισμό που εξελίχθηκε στην ομώνυμη σύγχρονη κωμόπολη. Τον 20ό αιώνα, αυτά τα απέραντα τσιφλίκια αποτέλεσαν ιδανικό τόπο εστίας για χιλιάδες πρόσφυγες, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα στην περιοχή, όπως φανερώνει η περίπτωση της Μάνδρας για τους Μικρασιάτες και της Νέας Κεσσάνης για τους Ανατολικοθρακιώτες και τους Ανατολικορωμυλιώτες. Κάθε χωριό κουβαλάει το ξεχωριστό φορτίο μιας άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς με τις διαφορετικές ταυτότητες των ανθρώπων. Με μια ευθεία 12,6 χλμ. να τα ενώνει, οι τρεις οικισμοί αποκαλύπτουν διαφορετικές όψεις αυτής της γης μέσα από τα έθιμα, τις ενδυμασίες, τα κειμήλια και τις ιστορίες τους.
Ες αεί Θρακιώτες
Η απαρχή της γνωριμίας με τα Άβδηρα έγινε στην αυλή ενός σπιτιού. Η Υπαπαντή «Πιπίνα» Βουγιουκλή μεταφέρει τα μπολ με όστρακα και το ρύζι μπροστά από την πλίνθινη ψησταριά, ώστε να ετοιμάσει μαζί με τις γυναίκες της οικογένειας τους «σωλήνες». «Αυτό το φαγητό το έφτιαχναν οι παππούδες μας όταν πήγαιναν για ψάρεμα, στη Σκάλα Αβδήρων. Έβαζαν τις λεπτές σιδερόβεργες μέσα στην άμμο, εκείνοι κολλούσαν πάνω τους και τις τραβούσαν. Ήταν συνηθισμένο τότε, σήμερα δεν μπορείς να βρεις εύκολα», λέει πριν τους βάλει για μια βράση.

Μετά το πεντανόστιμο γεύμα, ξεκινάμε την κάθοδο προς τον παραδοσιακό οικισμό με την ιστορικό και πρόεδρο του Χορευτικού και Πολιτιστικού Συλλόγου Αβδηριωτών, Χρύσα Ραξιώνη. Δίπλα στην κεντρική πλατεία, υπάρχει μια πέτρινη κρήνη, χρονολογημένη από τον 18ο αιώνα. Ήταν η περίοδος που άρχισαν να διαμορφώνονται τα σύγχρονα Άβδηρα, τα οποία αποτελούν ιστορική εξέλιξη μιας βυζαντινής πόλης. Το Πολύστυλον βρισκόταν δίπλα στα ερείπια των αρχαίων Αβδήρων, κοντά στη θάλασσα. Ωστόσο, η αδυναμία αντιμετώπισης των πειρατικών επιδρομών ώθησε τους κατοίκους να μετακινηθούν προς την ενδοχώρα, σε μια περιοχή κυκλωμένη από λοφίσκους.

Σε αντίθεση με άλλους οικισμούς της περιοχής, τα Άβδηρα ήταν ανέκαθεν ένα θρακιώτικο χωριό με χριστιανικό πληθυσμό. Δύο αρχοντικά μάς φανερώνουν θραύσματα της ιστορίας του καπνού. Το πιο εμβληματικό είναι του Παναγιώτη Παμουκτσόγλου, εμπόρου από την Κωνσταντινούπολη, που εγκαταστάθηκε στα Άβδηρα λόγω του καπνεμπορίου. Τα περισσότερα κτίρια στον παραδοσιακό οικισμό είναι κατασκευασμένα με ανοιχτόχρωμη πέτρα την οποία έβγαζαν με φουρνέλα από τους λοφίσκους, ενώ με μια προσεκτική παρατήρηση διακρίνονται οι κτιστές καμινάδες, οι οποίες εξυπηρετούσαν την επεξεργασία του καπνού.

Λιθόκτιστο είναι και το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο. Στεγάζεται στο κτίριο του παλιού διδακτηρίου και η συλλογή του αποτελείται από δωρεές των Αβδηριωτών. Ξεχωρίζουν αμέσως οι εντυπωσιακές γυναικείες φορεσιές. Το υφαντό κοντογούνι στον κορμό, αλλά και οι τσούκνες (φούστες) έχουν μέτρο, κομψότητα και μια αστική αρχοντιά. «Λόγω του εμπορίου του καπνού και του πλούτου, υπήρχε μεγαλύτερη φροντίδα στα σχέδια των ενδυμασιών, σε σημείο να τις φορούν μέχρι το 1900 ή και να ενταφιάζονται με αυτές», εξηγεί η κ. Ραξιώνη. Μέσα από τα εκθέματα περιηγούμαστε νοερά στην περίοδο της άνθησης του καπνού και στις συνήθειες των παλιών Αβδηριωτών. Ο σπόρος της παράδοσης μεταφέρεται στις επόμενες γενιές με τα έθιμα, τις δράσεις και τις γιορτές που διοργανώνονται στην κωμόπολη. Ωστόσο, το μεγαλύτερο έλλειμμα, όπως συχνά συμβαίνει στην περιφέρεια, είναι οι νέοι άνθρωποι.

Μικρασιάτες Μανδρινοί
Παρατηρώντας τη στον χάρτη, η ρυμοτομία της Μάνδρας είναι τετραγωνισμένη. Πίσω από τον λοφίσκο, διακρίνεται κατευθείαν η εκκλησία του Προφήτη Ηλία στην καρδιά της. Μεγάλοι δρόμοι και σπίτια που έχουν στην πρόσοψή τους την τοπική πέτρα, ένα είδος ψαμμίτη που εξορύσσεται από τα λατομεία έξω από το χωριό και αποτελεί σήμα κατατεθέν του προσφυγικού καμποχωρίου της Ξάνθης.

Μετά τον διωγμό τους από το Σέρντιβαν της Βιθυνίας, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες (με πολύ μακρινή καταγωγή από την Ήπειρο) μεταφέρθηκαν σε διάφορα σημεία της Ελλάδας, μεταξύ άλλων στον Αλμυρό Βόλου και στην Καβάλα. Το μεγαλύτερο μέρος τους όμως ήρθε το 1923 στην Ξάνθη, όπου αντιμετωπίστηκαν επιφυλακτικά. Έναν χρόνο αργότερα, εγκαταστάθηκαν οριστικά στην περιοχή του τσιφλικιού Μάνδρα Τσικούρ, ανάμεσα στα Άβδηρα και τη λίμνη Βιστωνίδα.
«Το πρώτο πράγμα που έχτισαν ήταν αυτό εδώ το σχολείο. Για εκκλησία, χρησιμοποιούσαν μια ξύλινη παράγκα μαζί με τα κειμήλια και τα Ευαγγέλια που έφεραν από το Σέρντιβαν. Ύστερα έχτισαν τον Αϊ-Γιώργη τον Τροπαιοφόρο, ενώ σταδιακά οικοδομούσαν τα σπίτια. Όλοι βοηθούσαν. Τελείωνε το ένα σπίτι, ύστερα έφτιαχναν του γείτονα και μέσα σε δέκα χρόνια η Μάνδρα απέκτησε τη μορφή πραγματικού χωριού», αναφέρει ο Λισάντερ Μπούφι, πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου Μάνδρας, ο οποίος ιδρύθηκε το 2016 από μια ομάδα νέων ανθρώπων που θέλησαν να διατηρήσουν ζωντανή τη μικρασιάτικη κληρονομιά των προγόνων τους.
Άνθρωποι του μόχθου, οι Μανδρινοί εργάστηκαν σκληρά για να χτίσουν τη νέα τους πατρίδα και να διατηρήσουν την αύρα του Σέρντιβαν. Η μεγαλοπρεπής, λιθόκτιστη εκκλησία του Προφήτη Ηλία το αποδεικνύει, καθώς η κατασκευή της έχει βασιστεί εξ ολοκλήρου στα σχέδια της αντίστοιχης στην πατρογονική εστία. «Ξεκίνησαν να φτιάχνουν την εκκλησία, όπως τα σπίτια τους. Με προσωπική εργασία και δικά τους έξοδα, κατάφεραν να την ολοκληρώσουν και να φυλάξουν με ασφάλεια τα κειμήλια που έφεραν από το Σέρντιβαν», αναφέρει.
Οι εργασίες τους ήταν στα χωράφια και στα ζώα, κάποιοι ασχολήθηκαν και με το μετάξι. Κοπιώδεις ασχολίες, οι οποίες έπαυαν στις γιορτές και στα πανηγύρια. Εκεί χόρευαν τους παραδοσιακούς χορούς τους και έτρωγαν από το μανδρινό τσουρέκι, όπως αυτό που μας ετοιμάζουν η Γαρυφαλλιά «Φαλίτσα» Χατζηπαπαδοπούλου και η Ντίνα Μυλωνοπούλου: ένα λαδωμένο αλμυρό ψωμί, τυλιγμένο περίτεχνα με πλεξούδες, το οποίο συνοδεύεται με φέτα.

Αυτή η διάθεση για συλλογικότητα και διασκέδαση, που χαρακτήριζε το χωριό παλαιότερα, συνεχίζεται μέχρι σήμερα μέσα από τον σύλλογο. «Μπορεί ο καθένας να έχει μουσική ή ποδόσφαιρο, αλλά τις Κυριακές τα παιδιά είναι εδώ. Μαζευόμαστε όλοι και χορεύουμε για το χωριό μας, είτε είμαστε Μικρασιάτες είτε όχι», μας λέει η κάτοικος Γαρυφαλλιά Αργυροπούλου.
Η περίπτωση της Νέας Κεσσάνης
«Ιδιοκτησία γης πάνω σε ύψωμα». Αυτή είναι η σημασία του Τεπέ-Τσιφλίκ, της έκτασης νοτιοδυτικά της λίμνης Βιστωνίδας. Το 1923, μετά την απόφαση της κυβέρνησης Πλαστήρα για την απαλλοτρίωση των εκτάσεων, σε αυτή τη γη ανάμεσα στον κάμπο και στη λίμνη, πρόσφυγες από διαφορετικά μέρη δημιούργησαν έναν οικισμό. Το πρώτο του όνομα ήταν Πλαστήρια, προς τιμήν του Μαύρου Καβαλάρη. Το 1940 επιλέχθηκε το όνομα «Νέα Κεσσάνη», καθώς οι περισσότερες οικογένειες κατάγονταν από χωριά της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Θράκης.

Πρώτα εγκαταστάθηκαν εκεί μια χούφτα οικογένειες, κυρίως από το Μπασαΐτ της Κεσσάνης και το Κατίκιοϊ της Μακράς Γέφυρας στην Ανατολική Θράκη, αλλά και από τα χωριά Τσιλντίκιοϊ, Καρατζά-Χαλήλ και Μπεγεντίκιοϊ (περιοχή Κεσσάνης) και την Κιστρίτσα (περιοχή Χαριουπόλεως). Τα Χριστούγεννα του 1928 ήρθαν και Ανατολικορωμυλιώτες από τον Άγιο Βλάση και την Μπάνα της Μεσήμβριας, δύο χωριά στη δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας. «Οι αρχικοί έποικοι όμως δεν τους είδαν με καλό μάτι, διότι φοβούνταν πως θα διεκδικήσουν κλήρο γης. Το χωριό ήταν χωρισμένο σε δύο μαχαλάδες, οι μεν μιλούσαν υποτιμητικά για τους δε, αλλά οι κυριακάτικες λειτουργίες της εκκλησίας και η κοινή ανάγκη για επιβίωση γεφύρωναν το χάσμα», μοιράζεται η φιλόλογος Δέσποινα Φυλακτάκη, η οποία έχει καταγράψει την ιστορία του χωριού στην έκδοση Νέα Κεσσανη – Πλαστήρια (εκδ. Σπανίδη). Το 1940 ήρθαν και τρεις οικογένειες Σαρακατσάνων, συμπληρώνουν τα μέλη του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Η Αγία Παρασκευή, την ώρα που περιεργαζόμαστε τις υφαντές παραδοσιακές ενδυμασίες της Ανατολικής και της Βόρειας Θράκης που διαθέτουν.

Όπως διευκρινίζει η Θωμαή Κουτάλιου, πρόεδρος του συλλόγου, «σήμερα περίπου 200 κάτοικοι μένουν μόνιμα στη Νέα Κεσσάνη, κυρίως ηλικιωμένοι άνθρωποι. Το θετικό όμως είναι πως από πέρυσι επιστρέφουν άτομα. Φέτος είδαμε πέντε νέα σπίτια να ανοίγουν τα φώτα τους. Είναι καλό σημάδι για τη ζωή στο χωριό». Μπορεί η Νέα Κεσσάνη να μην έχει πολλούς νέους, αλλά οι δράσεις του συλλόγου και η κοντινή απόσταση με την Ξάνθη, όπου έχει μετοικήσει η πλειοψηφία των κατοίκων, προσελκύουν κόσμο στο παλιό δημοτικό σχολείο, όπου πραγματοποιούνται μαθήματα παραδοσιακών χορών και θεατρικά εργαστήρια.

Όση ώρα μιλάμε, οι κυρίες κοιτούν τις παλιές φωτογραφίες από έθιμα του χωριού που είναι κρεμασμένες στον τοίχο. Σε μία από αυτές, διακρίνεται η γιορτή της Μπάμπως, ένα καθαρά γυναικείο έθιμο που τελείται στις 8 Ιανουαρίου. Οι γυναίκες τιμούν και χορεύουν για την μαμήπου ξεγεννάει τα μωρά, με την παρουσία αντρών να είναι απαγορευμένη. Στις φωτογραφίες προσπαθούν να αναγνωρίσουν τα πρόσωπα και τα σπίτια. «Συμβαίνει πολλές φορές αυτό, κι ας τις έχουν δει εκατοντάδες φορές. Πάντα θα ανακαλύψουν κάτι που δεν έχουν εντοπίσει στο παρελθόν και έτσι διατηρούν τις μνήμες και τις ρίζες», εξηγεί η κ. Κουτάλιου.

Αν ρωτήσεις τους ντόπιους από πού κατάγονται, ακόμα κι αν ανήκουν στην τρίτη γενιά προσφύγων, πάντοτε αναφέρουν την αρχική ρίζα. «Δεν έχουν απολέσει την πρώτη ταυτότητα. Θα πουν π.χ. εγώ κατάγομαι από το Μπασαΐτ ή από την Ανατολική Ρωμυλία», λέει η κ. Φυλακτάκη. «Σε αντίθεση με το παρελθόν, που υπήρχαν συγκρούσεις και έριδες, η ρίζα δεν τους εμποδίζει να συνεργάζονται και να κρατάνε όλοι μαζί το χωριό ζωντανό. Όσοι ενδιαφέρονται για το παρόν και το μέλλον του χωριού, το δείχνουν με τη συλλογική τους διάθεση και τη διατήρηση των εθίμων».

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 14ο τεύχος της έκδοσης «Οι Τόποι μας-Ξάνθη», Οκτώβριος 2025.

