Δεν ξέρω πώς προέκυψε αυτή η φυσιολατρική παραφορά: Αν οι συνταξιδιώτες ορέγονταν μια σέλφι μπροστά από την εμβληματική πορτοκαλί γέφυρα του Σαν Φρανσίσκο, αδημονούσαν να πατήσουν το «66» του ιστορικού διαπολιτειακού αυτοκινητοδρόμου ή να δοκιμάσουν την τύχη τους σε κάποιο κουλοχέρη του Λας Βέγκας, εγώ ονειρευόμουν μόνο να αγκαλιάσω τον στρατηγό Σέρμαν.
Να τον αγκαλιάσω δεν κατάφερα, αφού τον κύκλωναν ξύλινες περιφράξεις. Αλλά και πάλι, το υποβλητικό στους αιώνες παράστημα εκείνης της σεκόγιας, καθώς και των γύρω μακραίωνων γιγάντων, αρκούσε για να με αποζημιώσει.
Η φύση
Στο roadtrip των 12 ημερών, η φύση –συχνά σε δεύτερη μοίρα στα κριτήρια πολλών ταξιδευτών– (μου) ασκούσε μια άγρια μαγεία. Σε κάποιο εθνικό πάρκο, καθ’ οδόν ή ακόμα και μέσα στον αστικό ιστό, ήταν αναρίθμητες οι περιστάσεις που ένιωθα ορμέμφυτο δέος μπροστά στη μεγαλοσύνη τόσο της ομορφιάς, όσο και του μεγέθους και της ποικιλομορφίας των φυσικών τοπίων.

Mε υπόκρουση τις playlist του Πέτρου και τις κατά ριπάς ατάκες του Γρηγόρη, η εναλλαγή των τοπίων ήταν καταιγιστική: Καθώς τα χιλιόμετρα αθροίζονταν με γεωμετρική πρόοδο στο κοντέρ του βαν, η φύση από Καλιφόρνια προς Αριζόνα κι έπειτα Γιούτα, Νεβάδα και ξανά Καλιφόρνια άλλαζε αδιάκοπα. Από άνυδρη γινόταν κατάφυτη· από ζεστή, ψυχρή·από δασώδης, καλλιεργήσιμη· από ορεινή, πεδινή· από νεφελώδης, ηλιόλουστη· από θεαματική, θεαματικότερη.
Το Γκραν Κάνιον. Ενα φαράγγι σχεδόν 500 χιλιομέτρων το οποίο διατρέχει, μέσα στις χιλιετίες, ο ποταμός Κολοράντο και χαρτογραφεί στα κάθετα χιλιόμετρά του το γεωλογικό DNA της Αμερικής.
*Προσωπικό wow: Αν στη φαντασία μου ήταν παγιωμένη η εικόνα μιας γυάλινης πλατφόρμας με θέα, ναι, τα «εντυπωσιακά» πολυεπίπεδα, τραχιά και πολύχρωμα πετρώματα του φαραγγιού, στην πραγματικότητα, το θεάμα αυτό είναι ένα «πίξελ» μπροστά στο τεραστίων διαστάσεων και σοκαριστικά εξωπραγματικό τοπίο που κατάφωρα αδικούν οι εικόνες. Πρόκειται για ένα φυσικό θαύμα σχεδόν όσο η απόσταση Αθήνα – Θεσσαλονίκη –με πολλές εισόδους στην απεραντοσύνη του, ατελείωτες γεωλογικές διακυμάνσεις βάθους, ύψους και πλάτους, αμέτρητους ρέιντζερς και άλλους τόσους επισκέπτες και περιπατητές– το οποίο σμίλεψαν, τα τελευταία 5 – 6 εκατομμύρια χρόνια, η συσσώρευση ιζημάτων, οι άνεμοι, η βροχή, οι διαβρώσεις, η ανύψωση εδάφους.

Το Γιοσέμιτι. Με το επιβλητικό Ελ Καπιτάν, τις βραχώδεις, αλλά κατάφυτες πλαγιές του, τα ποτάμια του, την πλούσια πανίδα του, τον «πύρινο» καταρράκτη του.
*Προσωπικό «κρίμα»: Η μεγάλη κίνηση, καθώς φεύγαμε, υποδήλωνε μία φούρια, μια έξαψη, έναν συναγερμό. Και πράγματι, πολλά αυτοκίνητα είχαν σταματήσει πρόχειρα στις άκρες του στενού δρόμου, καθώς «είχε κάνει την εμφάνισή της μια αρκούδα». Υστερα από μερικά λεπτά λαίμαργης –και μάταιης– σάρωσης του τοπίου, αποχωρήσαμε.

Το Φαράγγι της Αντιλόπης, στη γη των Ναβάχο. Που αλλάζει χρώματα, σκιές και ύφος ανάλογα με το φως του ήλιου και την ώρα της ημέρας – αλλά αγριεύει και απειλεί να καταπιεί κάθε ζωή σε κάθε ξαφνική νεροποντή.
*Προσωπικό «ευτυχώς»: Σιγόβρεχε στο Πέιτζ, τη μέρα που πήγαμε. Και έχοντας διαβάσει για τις ξαφνικές πλημμύρες και τους κατά καιρούς νεκρούς, «κουρνιάσαμε» στη φοβισμένη σκέψη της ματαίωσης. Οι ιθαγενείς, όμως, ξέρουν τη γη τους. Η εκδρομή δεν αναβλήθηκε – και ευτυχώς, γιατί στο φαράγγι ούτε καν ψιχάλιζε. Παράπλευρη «απώλεια»; Λιγότερα «instagrammable» στιγμιότυπα, καθώς τα ταξιδιάρικα σύννεφα σκίαζαν την περιοχή και εμπόδιζαν τις ακτίνες του ήλιου να διαπεράσουν τις στενές σχισμές των διαβρωμένων πετρωμάτων.

Το πάρκο με τις σεκόγιες. Με τους θεόρατους μαθουσάλες που δεν χωρά το μυαλό –πόσο μάλλον μια φωτογραφία– που ζουν τρεις και πλέον δεκαετίες, αυταναφλέγονται για «λίφτινγκ», έχουν πελώρια «αρσενικά» και «θηλυκά» κουκουνάρια και ρηχό, αλλά στιβαρό ριζικό σύστημα και πεθαίνουν, πέφτοντας.
*Προσωπικό cutie: Δεν ξέρω αν ήταν wannabe οικόσιτος ή απλώς του άρεσαν τα ελληνικά φυστίκια. Ενώ τα «αδέρφια» του διασκορπίζονταν διαμιάς μόλις επιχειρούσαμε να τα πλησιάσουμε, ο κοινωνικός εκείνος σκίουρος καθόταν στα πόδια μας επί ένα δεκάλεπτο και έτρωγε άφοβα σχεδόν από το χέρι της Χρύσας. Κακώς υποκύψαμε στη χάρη του, σαν άμαθοι τουρίστες, αλλά υποκύψαμε.

Το Ηorseshoe Bend, στο Γκλεν Κάνιον. Το βραχώδες «πέταλο» σχεδόν 180 μοιρών που έχουν σμιλέψει τα νερά του ποταμού Κολοράντο μέσα στις χιλιετίες. Το τοπίο θαυμάζει κανείς από ύψος 300 μέτρων χωρίς προστατευτικές δικλίδες. Η φύση και εσύ. Στον υπερθετικό.
*Προσωπική λαχτάρα: Μέχρι τώρα είχα μόνο διαβάσει για ανθρώπους που σκοτώθηκαν, επιδιώκοντας την απόλυτη σέλφι. Στο συγκεκριμένο σημείο είδα με τα μάτια μου πόσο εύκολα μπορούν τόσοι άνθρωποι να ρισκάρουν κάτι τόσο πολύτιμο για κάτι τόσο μάταιο.

Στις μεγάλες πόλεις, πάρκα, κατάφυτες γειτονιές, κήποι γίνονται μια ανάσα ξεκούρασης για μάτια και πόδια, για ντόπιους και ξένους. Οι λαρυγγικές κραυγές των θαλάσσιων λεόντων που άραζαν κάτω από το νεφοσκεπές Φρανσίσκο, πρόσφεραν μια παιγνιώδη υπόκρουση σε όσους έτρωγαν, ψώνιζαν ή περπατούσαν στο εμβληματικό Pier 39. Πανταχού παρόντες στο Λος Αντζελες οι ψιλόλιγνοι φοίνικες, «δώρο» Ισπανών ιεραπόστολων στις αρχές του 19ου αιώνα και έκτοτε εμβληματικό τοπόσημο της Πόλης των Αγγέλων.

Και ο ωκεανός… Αγριος, απέραντος, αδάμαστος. Πεδίο λαμπρό για σέρφερ, «ψωμί» για τα μεγάλα αλιευτικά, «γραφείο» για τους ερευνητές του πλούσιου οικοσυστήματός του, θέαμα που δεν χορταίνεται – ακόμη και για εμάς τους πελαγίσιους που κάτι σκαμπάζουμε από νερά.

Πρόσωπα
Λίγα χιλιόμετρα από την Κοιλάδα του Θανάτου, με την κάψα να παραμορφώνει τον άνυδρο ορίζοντα και το βαν σε συντηρητικό mode υπό τον φόβο ζημιάς, μπαίναμε στην επικράτειά του. Το σύννεφο σκόνης από μερικά μέτρα χωματόδρομου ήταν γι’ αυτόν «κουδούνι» κι έτσι μας περίμενε, λιπόσαρκος, ατημέλητος, αγέλαστος, μπροστά στο ξύλινο κτίσμα που κάποτε λειτουργούσε ως σαλούν. O Kόρεϊ. Ζει μόνος τους θερινούς μήνες σε μια πόλη φάντασμα που εγκατέλειψαν, αρχές του 20ου αιώνα, οι φιλόδοξοι κυνηγοί του χρυσού. Παιδί άλλης μιας γενιάς της ίδιας οικογένειας που ζει ασκητικά στα γύρω βουνά και αναλαμβάνει από καιρού εις καιρόν τη φύλαξη των ξεχασμένων, από χρόνο και ανθρώπους, ερειπίων. «Εχει ροδιές στο βουνό που έφεραν οι μεταλλωρύχοι από την Ευρώπη», λέει ο ίδιος. Επιχειρεί μια μίνι ανασκόπηση της ιστορίας του μέρους – που περιλαμβάνει εκμετάλλευση, δοξασίες και ατρόμητους περαστικούς, αλλά και το άδοξο τέλος της παρακμής. Δεν μας κοιτάζει στα μάτια, κι όμως δηλώνει (αγέλαστα) χαρούμενος που είμαστε εκεί. «Από όσους περνούν, ελάχιστοι σταματούν εδώ. Μου κουνάν το χέρι και φεύγουν», λέει. Εχει φύγει ποτέ από το μέρος; Οχι. Νιώθει ευτυχής να ζει εκεί και έτσι; Ναι. Αντίο Κόρεϊ.
Τα μαύρα ray ban μυωπίας είναι τα μόνα που προσδίδουν στην ινδιάνικη όψη του μια εσάνς «αμερικανοσύνης». Ο Λίλεν. Βλοσυρός, στιβαρός, εμβριθής, μάς ξεναγεί στα εντυπωσιακά χώματα του έθνους του, της πληθυσμιακά μεγαλύτερης φυλής Ινδιάνων στις ΗΠΑ. Η γη των Ναβάχο, απλωμένη σε περίπου 70.000 τ.χλμ. στις λεγόμενες «τέσσερις γωνιές» (Four Corners, Κολοράντο, Γιούτα, Αριζόνα, Νιου Μέξικο) περιλαμβάνει το Φαράγγι της Αντιλόπης, τον «τόπο όπου το νερό διαπερνά την πέτρα» για τους ιθαγενείς – που όλοι κάπου έχουμε δει, αλλά κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεται. Στο τέλος της ξενάγησης, απομονώνει εμάς, δύο Ελληνίδες. Του φαινόμαστε εξίσου εξωτικές, όπως εκείνος σε εμάς; Μπορεί… Οπως και άλλοι άνθρωποι της φυλής του, ζει από την εμπορική αξιοποίηση των αξιοθεάτων που τους έχει παραχωρηθεί (από τύψεις;) από την ομοσπονδιακή διοίκηση. Το ινδιάνικο όνομά του είναι Κίτρινο Aλογο – και στη ντοπιολαλιά των Ναβάχο ακούγεται αλλόκοτα μακρόσυρτο. Κάτοικος Πέιτζ – και όχι, χωρίς σκηνές, φτερά και σήματα καπνού, όπως στερεοτυπικά ίσως κάποιος έχει στο μυαλό του.
View this post on Instagram
Στις φωταψίες του νυχτερινού Σαν Φρανσίσκο, ανάμεσα στο Macy’s και το Apple Store, τον βλέπουμε να πλησιάζει: Μοιάζει κλοσάρ, δεν είναι. Τον Ραμίν τον τράβηξαν οι ακατάληπτοι διάλογοι. «Τι γλώσσα μιλάτε;», ρωτάει. Ελληνικά. Θαυμασμός. Κι έπειτα ένα μπαράζ διηγήσεων, αναμνήσεων, εμπειριών: «Γεννήθηκα στην Μπούρμα από Ιρανούς γονείς. Δούλεψα σε προξενεία στην Ινδία, το Πακιστάν, την Τουρκία. Εχω πάει στην Κύπρο. Οι Ελληνες και οι Τούρκοι μοιάζετε, αλλά είστε πάντα σε κόντρα. Εσύ (εγώ) μοιάζεις με Ισπανίδα ή Τουρκάλα ή Ιταλίδα. Η αδερφή μου παντρεύτηκε πλούσιο και μας έφερε όλη την οικογένεια εδώ. Εζησα σε Ουάσιγκτον και Λος Αντζελες, αλλά το Σαν Φρανσίσκο με κέρδισε με το κλίμα του». Είχε όρεξη για κουβέντα. Στο τέλος απέμεινα μόνη να τον ρωτάω.
Η πόλη
Δεν ήταν λίγες οι φορές που βίωσα (κάπως) ακραία τη μεταστροφή διάθεσης από την ευφορία στην κατήφεια.
Στην καρδιά του Σαν Φρανσίσκο, κάτω από τους γυάλινους ουρανοξύστες, ναρκωτικά και αστεγία σε περίσσεια. 10 το πρωί, ένας μεσήλικος κάνει κρακ στο πεζοδρόμιο. Δίπλα, μια ουρά γκρίζων ανθρώπων, με ρούχα ξεφτισμένα, άτονα, παράτερα, «κρεμασμένα» πάνω τους, περιμένουν το συσσίτιο, ενώ οι white collars προσπερνούν βιαστικοί. Λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο, βικτωριανές γειτονιές, γαλήνιες μέσα στην ασφάλεια και τον πλούτο τους, μεγεθύνουν το ταξικό χάσμα των μεγαλουπόλεων.
Στο Λος Αντζελες, στην περίφημη «Hall of fame» (δικαίως Hall of Shame για πολλούς), αυτό που έχει εδραιωθεί στη συλλογική συνείδηση ως μια φωτισμένη, πολυτελής, υπερλαμπρη οδός γεμάτη αστέρια στα μωσαϊκά της, εκτείνεται σε ενα οικοδομικό τετράγωνο, το πολύ. Ούτε τριάντα μέτρα από το Dolby Theater, μέσα σε μια θολούρα ασυμβίβαστων οσμών από τις καντίνες του δρόμου, το «χόρτο», τα σώματα και τις ανθρώπινες ανάγκες, σκιές ανήμπορες, άστεγες, εθισμένες, ζουν με το λιγοστό βιος τους εκατέρωθεν του δρόμου. Λίγα χιλιόμετρα από το Χόλιγουντ, άλλος θεός. Οι ηλιοκαμένοι σέρφερ δαμάζουν τα κύματα της Σάντα Μόνικα· στην παραλία του Βένις, ένας σκύλος θαμμένος ώς τα αυτιά κάνει αμμόλουτρο και δίπλα σκεϊτμπορντίστες τα κόλπα τους· οι Maserati και οι Corvette μετά βίας συγκρατούν το γκάζι σε κάποιο φανάρι του Μπέβερλι Χιλς· οι παραθαλάσσιες επαύλεις δεσπόζουν περήφανες, αν και δίπλα στις στάχτες των προσφάτως καμένων, στην ακτογραμμή του Μαλιμπού.

Στις μικρότερες πόλεις, η ζωή μοιάζει απλούστερη και ταξικά πιο ισομερής. Μοιάζει. Στο Φλάγκσταφ, γνωστό «αστροτουριστικό» προορισμό λόγω της μειωμένης φωτορύπανσης και των ξάστερων ουρανών του, η εγκληματικότητα είναι υψηλότερη από τον αμερικανικό –πολιτειακό και ομοσπονδιακό– μέσον όρο. To Μπέικερσφιλντ, με την εύφορη γη του, το ήπιο κλίμα του, τους αμπελώνες, τους ελαιώνες, τους οπωρώνες και την αγροτική παραγωγή του, με την οποία συμβάλλει σημαντικά στην τοπική και εθνική οικονομία, εγκαταλείπεται από πολλούς λόγω του υψηλού κόστους ζωής, των χαμηλών μισθών και της ακριβής στέγασης. Το Oουκχερστ, γραφικό στους πρόποδες του όρους Σιέρα Νεβάδα και γνωστό ως «νότια πύλη του Γιοσέμιτι», έχει τα (σχεδόν) πάγια προβλήματα μιας μικρής πόλης (5.000-6.000 κατοίκων): Περιορισμένη κοινωνική ζωή, λιγότερες ευκαιρίες και ακρίβεια.
Στιγμιότυπα
Κατά τ’ άλλα, αν στη μερκαρτορική προβολή του μυαλού μας, το LA είναι μία πινέζα δίπλα στο Σαν Φρανσίσκο, στην πραγματικότητα, οι αποστάσεις είναι τεράστιες, τα τοπία απέραντα, ο δρόμος ατελείωτος. Oλα πελώρια, δελεαστικά, χορταστικά – υπερβολικά; Από τα μπέργκερ έως τα αξιοθέατα. Από τα αυτοκίνητα έως τα τρένα. Από τις συσκευασίες των σούπερ μάρκετ έως τα θεάματα. Και μιλώντας για θεάματα, ναι, από κοντά κατανοεί κανείς γιατί οι Αμερικανοί είναι πρωτοπόροι και πρωταθλητές στο θέαμα – παντός είδους. Καθετί άξιο θαυμασμού, είτε αυτό είναι το Μπελάτζιο στο Βέγκας είτε η ρέπλικα του Χόγκουαρτς στα Universal Studios είτε κάποιος από τους τραπεζοειδείς μονολίθους στην Κοιλάδα των Μνημείων είτε το 17 Miles στο Μοντερέι, είναι άρτια αξιοποιημένο, διαφημισμένο και προσβάσιμο.
Για άνθρωπο με φοβερές αντιστάσεις στη σαρωτική προέλαση της τεχνολογίας, η πληθώρα ρομποταξί στους δρόμους -το παραδέχομαι- με είχε μαγνητίσει. Ακόρεστα παρατηρούσα τις λευκές SUV Jaguar της Waymo (Alphabet) με τους φάρους, τις κάμερες, τους αισθητήρες και τις κεραίες τους να κυκλοφορούν χωρίς ανθρώπινη παρουσία στη θέση του οδηγού· να φρενάρουν χωρίς την πίεση ενός δεξιού ποδιού στο πεντάλ τους· να σταματούν για να παραλάβουν τον πελάτη τους που συνήθως καθόταν μόνος στη θέση του συνοδηγού. Ενα βράδυ στο Χόλιγουντ, βλέποντaς ένα από αυτά να στρίβει μερικά μέτρα από εκεί που βρισκόμουν, έκανα το «απονενοημένο» και πετάχτηκα -σε απόσταση ασφαλείας, προφανώς- μπροστά του για να τσεκάρω την ασφάλειά του. Ναι, κοκκάλωσε. Και έμεινα να το κοιτάω θαμπωμένη από την άκρη του δρόμου να απομακρύνεται – με μπόνους την απουσία «γαλλικών» ή πάγιων ελληνικών χειρονομιών αγανάκτησης.

Περιέργως, οι αυτοκινητόδρομοι των πολιτειών που «ακροπατήσαμε» δεν είχαν φωτισμό, κάτι που έκανε τη νυχτερινή οδήγηση τουλάχιστον δυσχερή. Τη δυσχέρεια αυτή ενέτεινε η μόνιμη παρουσία αμέτρητων φορτηγών και βαρέων οχημάτων, νύχτα μέρα, στην άσφαλτο. Ακόμη ένα εντυπωσιακό στοιχείο στις εθνικές ήταν πως κατά τόπους η αριστερή λωρίδα χρησιμοποιείται μόνο για carpooling, κοινώς το εκάστοτε όχημα πρέπει να μεταφέρει τουλάχιστον δύο επιβάτες, για λόγους εξοικονόμησης καυσίμων, μείωσης της κυκλοφοριακής συμφόρησης και περιορισμού του περιβαλλοντικού αντικτύπου. Ωραίο κίνητρο – για πολίτες που συμμορφώνονται.
Δυσκολεύτηκα –που σημαίνει πως από νωρίς έχασα τον έλεγχο του τι πλήρωνα και πού– με τον ΦΠΑ που προστίθεται κατά την αγορά του όποιου προϊόντος. Δηλαδή, αν στον κατάλογο ένας καφές κοστίζει 5 δολάρια, στο ταμείο φτάνεις να πληρώνεις 8 και 9 δολάρια, λόγω ΦΠΑ και τιπς.
Οι εμβληματικοί φοίνικες του LA

Οι φοίνικες έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση στο Λος Αντζελες τον 18ο αιώνα, όταν οι Ισπανοί ιεραπόστολοι έφεραν μαζί τους χουρμαδιές.
Κανένα είδος φοίνικα δεν είναι ενδημικό στο Λος Αντζελες, πόλη που πριν από την οικοδομική έκρηξη των αρχών των τελών του 19ου αιώνα, ήταν θαμνώδης και χορτολιβαδική, χωρίς ψηλά δέντρα.
Πολλοί από τους φοίνικες που φυτεύτηκαν τη δεκαετία του ’30, φτάνουν πια στο τέλος του τυπικού προσδόκιμου ζωής τους.
Πολλές φορές έχουν βρεθεί στο επίκεντρο επικρίσεων λόγω των περιορισμένων περιβαλλοντικών πλεονεκτημάτων τους: Προσφέρουν ελάχιστη σκιά, απαιτούν σημαντική ποσότητα νερού, είναι επιρρεπείς σε παράσιτα και προσφάτως έχουν «ενοχοποιηθεί» για την εξάπλωση πυρκαγιών.
Σαν Φρανσίσκο και Λος Αντζελες χωρίζονται από 613 χλμ. ασφάλτου, αλλά και μια διαφορά πολλών βαθμών Κελσίου. Κάτω, η ζέστη εξαντλεί, ο ήλιος καίει, γύρισα με χρώμα μέσα Σεπτέμβρη. Πάνω, φούτερ ή αντιανεμικό, συννεφιά, αεράκι και φυσικά ομίχλη, μόνιμη κάτοικος στον κόλπο της πόλης – τόσο μόνιμη που διαθέτει και όνομα, “Karl the Fog”.

Κάπου στην πορεία, αρχίσαμε να βλέπουμε τη μία μετά την άλλη τις σημαίες μεσίστιες. Πιστέψαμε πως επρόκειτο για τον ετήσιο φόρο τιμής στα θύματα της 11ης Σεπτεμβρίου. Αλλά όχι. Ηταν λόγω του Τσάρλι Κερκ που είχε πέσει πριν από λίγες ώρες νεκρός κάπου (κοντά μας – μακριά μας) στη Γιούτα.
Οπου κι αν πήγαμε, πουθενά δεν είδα ούτε ένα αδέσποτο, σκύλο ή γάτα. Από την άλλη, ιδίως οι Καλιφορνέζοι, είναι πολύ ανοιχτοί με το κανάκεμα των «παιδιών» τους από χέρια ξένων. Και τα σκυλιά; Ακόμα πιο ανοιχτά: Αν δεν τρέξεις εσύ, θα τρέξουν αυτά να τα χαΐδέψεις.
Τέσσερα στοιχεία για τη γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ
Η Γκόλντεν Γκέιτ Μπριτζ, διαχρονικό τοπόσημο στον Κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, έχει συνολικό μήκος 2,7 χλμ. και το υψηλότερο σημείο του πυλώνα της δεσπόζει 227 μέτρα πάνω από την επιφάνεια του νερού.
Το 1937, χρονιά που ολοκληρώθηκε η κατασκευή της και δόθηκε στην κυκλοφορία, ήταν η μεγαλύτερη σε μήκος και ύψος κρεμαστή γέφυρα στον κόσμο.
Το χρώμα της είναι επισήμως το «Διεθνές Πορτοκαλί», ονομασία που δόθηκε από τον αρχιτέκτονά της, Irving Morrow. Η απόχρωση δεν επιλέχτηκε τυχαία, καθώς θεωρείται πως συμπληρώνει το φυσικό τοπίο και την κάνει ορατή, για λόγους ασφαλούς ναυσιπλοΐας, μέσα στο συνήθως ομιχλώδες τοπίο της βόρειας Καλιφόρνιας.
Δυστυχώς, εκτός από έμβλημα της πόλης του Σαν Φρανσίσκο, η γέφυρα αποτελεί το σημείο που επιλέγουν πολλοί να δώσουν τέλος στη ζωή τους. Από το 1937 έως και πέρυσι, περίπου 2.000 άτομα έχουν χάσει τη ζωή τους πηδώντας στο κενό.
Η κυκλική μας διαδρομή που ξεκίνησε από το Λος Αντζελες, κατέληξε, ύστερα από 3.500 χιλιόμετρα δρόμου, 140.000 (προσωπικά) βήματα, απειράριθμα τοπία, εικόνες, λόγια, τραγούδια, ανθρώπους, (κινηματογραφικά) και πάλι εκεί.
Οσο για τον στρατηγό Σέρμαν; Δεν ξέρω αν θα τον ξαναδώ σύντομα, ξανά ή ποτέ πια. Ξέρω σίγουρα πως θα συνεχίσω να «τον» ψάχνω στο ταξίδι, όπου γης…















