Η ταινία The Carpenter’s Son, με πρωταγωνιστή τον Νίκολας Κέιτζ, η οποία σύντομα αναμένεται να κάνει πρεμιέρα στα διεθνή φεστιβάλ, περιλαμβάνει σκηνές που γυρίστηκαν στα Σφακιά. Τα Χανιά επέλεξε για τα γυρίσματά της, που ξεκινούν τον Οκτώβριο, και η διεθνής κινηματογραφική συμπαραγωγή Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Η κινηματογραφική δυναμική που έχει αναπτυχθεί στην Κρήτη τα τελευταία χρόνια δεν έχει καμία σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε δύο δεκαετίες πριν. Αυτό επισημαίνει η Ιωάννα Δαβή, παραγωγός και συνιδρύτρια της εταιρείας οπτικοακουστικών παραγωγών Indigo View. Μαζί με τους συνεργάτες της, έχουν δημιουργήσει δημοφιλείς τηλεοπτικές παραγωγές, όπως Το Νησί και το Κομάντα και Δράκοι, και έχουν συμμετάσχει σε διεθνείς συμπαραγωγές, όπως η ταινία The Two Faces of January και η σειρά Moonflower Murders. «Το 2005 φάνταζε σε όλους εντελώς “εξωτικό” το να συσταθεί μια εταιρεία παραγωγής στα Χανιά. Δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο πουθενά αλλού στην ελληνική επαρχία. Σήμερα όμως είναι πλέον έντονη όχι μόνο η εγχώρια ζήτηση, αλλά και το κινηματογραφικό ενδιαφέρον από χώρες όπως η Πολωνία, η Γερμανία, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ», εξηγεί η Ιωάννα.

Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει οπωσδήποτε το γεγονός ότι το ΕΚΚΟΜΕΔ προσφέρει εδώ και πέντε χρόνια cash rebate, δηλαδή επιστροφή έως και του 40% του χρηματικού ποσού που δαπανάται για την παραγωγή μιας ξένης ταινίας στη χώρα. «Τα κίνητρα σε καμία περίπτωση δεν εξαντλούνται εδώ. Η Κρήτη διαθέτει φοβερά τοπία, που είναι μάλιστα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Τα φαράγγια της, τα μονοπάτια της και κάποια παραδοσιακά χωριά αποδίδουν αβίαστα το άχρονο στοιχείο. Η ευρύτερη περιοχή της Ελούντας έχει επίσης πολύ ιδιαίτερα σημεία, που προσφέρονται ως σκηνικό για ταινίες εποχής. Το Παλιό Λιμάνι των Χανίων, όπως επίσης και τα βενετσιάνικα σοκάκια του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου, είναι αγαπημένα σημεία πολλών σκηνοθετών. Για να μην αναφερθούμε στις παραλίες». Πέρα από τα παραπάνω, η Ιωάννα επισημαίνει ότι, όταν λαμβάνει το σενάριο κάποιας ξένης εταιρείας παραγωγής που ενδιαφέρεται για γυρίσματα στο νησί, προσπαθεί να εντοπίσει και να προτείνει στοιχεία που αναδεικνύουν τον τοπικό πολιτισμό και εντάσσουν την Κρήτη στην πλοκή της ταινίας.
«Η Κρήτη διαθέτει φοβερά τοπία, που είναι μάλιστα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους. Τα φαράγγια της, τα μονοπάτια της και κάποια παραδοσιακά χωριά αποδίδουν αβίαστα το άχρονο στοιχείο», εξηγεί η παραγωγός Ιωάννα Δαβή.
Μια νέα αγορά από το μηδέν

Βασικό ζητούμενο από την πλευρά των ξένων παραγωγών είναι το να υπάρχει στο νησί επάρκεια των εξειδικευμένων επαγγελματιών που χρειάζονται για τα γυρίσματα. Η Indigo View χρειάστηκε να δημιουργήσει από το μηδέν μια αγορά από όλες τις ειδικότητες που απαιτούνται για να γίνει μια οπτικοακουστική παραγωγή υψηλών προδιαγραφών. Στην προσπάθεια αυτή βοήθησαν οι επαγγελματίες του νησιού αλλά και η στήριξη θεσμικών φορέων, όπως η Περιφέρεια Κρήτης και ο Δήμος Χανίων. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι νέοι που βλέπουν τον κινηματογράφο ως αντικείμενο σπουδών και οραματίζονται μια καριέρα στον ευρύτερο κλάδο. Όσον αφορά τον οικονομικό αντίκτυπο των κινηματογραφικών παραγωγών, η Ιωάννα επισημαίνει ότι αυτός αποτελεί ένα κομμάτι της πολυπόθητης επέκτασης της τουριστικής περιόδου. Για να γυριστεί μια ταινία, θα πρέπει να φιλοξενηθούν και να σιτιστούν για μέρες –ή και μήνες– κάποιες εκατοντάδες άτομα προσωπικού. Τα χρήματα αυτά, όπως και οι καθημερινές προσωπικές δαπάνες των μελών των συνεργείων, διοχετεύονται στην τοπική αγορά.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι επαγγελματίες φεύγουν τόσο ικανοποιημένοι με την εμπειρία τους στο νησί, που επιθυμούν να επιστρέψουν με την ευκαιρία μιας νέας παραγωγής. Υπέρ της Κρήτης δείχνει να λειτουργεί και το κλίμα και, κυρίως, οι ήπιοι χειμώνες της, που διευκολύνουν τα γυρίσματα. Εκτός από τις κινηματογραφικές ταινίες, το νησί αποτελεί αγαπημένο σημείο εταιρειών παραγωγής της βόρειας Ευρώπης για γυρίσματα τηλεοπτικών διαφημίσεων για αντηλιακά, ενώ εντυπωσιακές οδικές διαδρομές –όπως αυτή που συνδέει το οροπέδιο Ασκύφου με τα Σφακιά και την Ανώπολη– φιγουράρουν σε διαφημίσεις αυτοκινήτων.
Μεταξύ βιωσιμότητας και τεχνητής νοημοσύνης
Κάποιες από τις νέες έννοιες που εισάγονται στον χώρο των κινηματογραφικών παραγωγών μάς γνωρίζει ο Δημήτρης Ξενάκης, παραγωγός και συνιδρυτής της Indigo View. Η επόμενη παραγωγή που ετοιμάζει η ομάδα του είναι η κινηματογραφική απόδοση του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Πρόκειται για μια συμπαραγωγή Ελλάδας, Ιταλίας, Λουξεμβούργου και Κύπρου, με σκηνοθέτη τον Θοδωρή Παπαδουλάκη και διεθνές καστ ηθοποιών, που θα ξεκινήσει να γυρίζεται στα Χανιά στις 21 Οκτωβρίου. Η ταινία αυτή θα φέρει μάλιστα Πράσινο Πρωτόκολλο, θα ακολουθεί δηλαδή προδιαγραφές που διασφαλίζουν ότι ελαχιστοποιείται ο αντίκτυπος των γυρισμάτων της στο περιβάλλον. Το ενεργειακό αποτύπωμα μιας παραγωγής συνίσταται κυρίως στις μεταφορές του εξοπλισμού και του προσωπικού, στη χρήση γεννητριών και οχημάτων. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας, θα πραγματοποιηθούν απροειδοποίητοι έλεγχοι από τον αρμόδιο φορέα και, βάσει των αποτελεσμάτων τους, θα δοθεί η σχετική πιστοποίηση.
Στην Κρήτη έχει πλέον αναπτυχθεί μια ευρεία αγορά από πεπειραμένους ντόπιους επαγγελματίες, ενώ η Περιφέρεια και άλλοι φορείς αντιλαμβάνονται τη σημασία ενίσχυσης του τοπικού Film Office, που παρέχει βοήθεια και καθοδήγηση στους ξένους συντελεστές.

«Τα δεδομένα στον χώρο των κινηματογραφικών παραγωγών αλλάζουν ραγδαία και σε πολλαπλά επίπεδα», διαπιστώνει ο Δημήτρης και αναφέρεται σε εξελίξεις σε τομείς που ποικίλλουν από την κλιματική αλλαγή μέχρι τη γεωπολιτική και την τεχνητή νοημοσύνη. «Μια μεγάλη αμερικανική παραγωγή που επρόκειτο να γίνει το καλοκαίρι στην Κύπρο άλλαξε σχέδια τελευταία στιγμή και, από φόβο ότι οι υψηλές θερμοκρασίες θα δυσχέραιναν τα γυρίσματα, προτίμησε τελικά την Κρήτη. Τους προηγούμενους μήνες ήρθαν επίσης μεγάλοι παραγωγοί από το Ισραήλ, που εξετάζουν το ενδεχόμενο να στήσουν ένα στούντιο και να μεταφέρουν εδώ ολόκληρη την επιχείρησή τους. Η μεγαλύτερη, ωστόσο, αλλαγή φαίνεται να έρχεται από τον τομέα της τεχνολογίας». Ο Δημήτρης εξηγεί ότι, στα πρώτα δοκιμαστικά γυρίσματα που έγιναν για τη νέα τους ταινία, χρειάστηκε να αναπαραστήσουν συνθήκες αμμοθύελλας και ακραίας ξηρασίας. Το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι ήδη πολύ πιο εύκολο –και ασύγκριτα πιο οικονομικό– να επιτευχθεί με τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης παρά μέσω ειδικών εφέ. «Ίσως ο Χριστός να είναι η τελευταία ταινία που θα έχουμε την πολυτέλεια να γυρίσουμε πριν τα δεδομένα αλλάξουν δραστικά και κυριαρχήσει απόλυτα η τεχνητή νοημοσύνη», διαπιστώνει.
Γυρίσματα στα 1.900 μέτρα

Ο Θοδωρής Θωμαδάκης είναι ο πιο γνωστός φίξερ της Κρήτης. Η ειδικότητά του είναι να εντοπίζει σημεία που είναι κατάλληλα για οπτικοακουστικές παραγωγές και να τα προτείνει σε εταιρείες που αναζητούν κάτι αντίστοιχο. Το εσωτερικό του φρουρίου Ιτζεδίν, στη Σούδα, είναι ένα location που χρησιμοποιήθηκε για κάποιες από τις σκηνές της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη Το τελευταίο σημείωμα, αλλά η πιο πρόσφατη επιτυχία του Θοδωρή, σε συνεργασία με τους παραγωγούς Αλεξάνδρα Μπουσίου και Γιάννη Ιακωβίδη, είναι ότι κατάφεραν να προσελκύσουν στην Ελλάδα τα γυρίσματα της χολιγουντιανής ταινίας The Carpenter’s Son. Όπως εξηγεί η Αλεξάνδρα, επρόκειτο να γυριστεί στα Κανάρια Νησιά. Η ίδια όμως μετέπεισε τους συντελεστές να προτιμήσουν την Ελλάδα και ο Θοδωρής τούς πρότεινε να φιλμάρουν σε ένα βραχώδες τοπίο, σε υψόμετρο 1.900 μ., στη σφακιανή Μαδάρα. Για επτά ημέρες γυρισμάτων χρειάστηκε ένας μήνας προετοιμασίας και η κινητοποίηση εκατοντάδων ντόπιων επαγγελματιών και εθελοντών. Στήθηκε από το μηδέν ένα ολόκληρο «χωριό» με καμαρίνια, τουαλέτες και χώρους σίτισης, ενώ όλος ο εξοπλισμός μεταφέρθηκε με τζιπ και αγροτικά οχήματα. «Το γεγονός ότι καταφέραμε να κάνουμε τα γυρίσματα κάτω από αυτές τις συνθήκες οφείλεται στην υπερβατικότητα των Κρητικών», αναγνωρίζει η Αλεξάνδρα. «Άνθρωποι από τα Σφακιά και την Ανώπολη μας βοήθησαν να ξεπεράσουμε τις φυσικές δυσκολίες που προέκυψαν και να κάνουμε γυρίσματα σε ένα ασύλληπτα απόκοσμο, σεληνιακό τοπίο, που αποτυπώνεται κινηματογραφικά για πρώτη φορά. Η ταινία γυρίστηκε μάλιστα σε αναλογικό φιλμ και πιστεύω ότι η τελική εικόνα δικαιώνει απόλυτα την προσπάθεια που έγινε».
Για επτά ημέρες γυρισμάτων στήθηκε από το μηδέν στη σφακιανή Μαδάρα, σε υψόμετρο 1.900 μ., ένα ολόκληρο «χωριό» με καμαρίνια, τουαλέτες και χώρους σίτισης, ενώ όλος ο εξοπλισμός μεταφέρθηκε με τζιπ και αγροτικά οχήματα.
Διαχρονική γοητεία

Το πλήθος των ταινιών που γυρίζονται πλέον στην Κρήτη επιβεβαιώνει και ο Ματθαίος Φραντζεσκάκης, διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων. «Τα τελευταία χρόνια, στο φεστιβάλ έχουν κάνει ελληνική πρεμιέρα οκτώ διαφορετικά ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν στην Κρήτη, με συντελεστές από χώρες όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Αυστραλία και η Ισλανδία», σημειώνει. Πολλά από αυτά τα ντοκιμαντέρ προβάλλουν τοπία και θεματικές που παρακινούν το κοινό να επισκεφτεί το νησί. «Εκτός από τα γυρίσματα, τα οποία συχνά γίνονται με απόλυτη διακριτικότητα, σημαντικό είναι οι παραγωγές να κάνουν την πρεμιέρα τους εδώ. Αυτό επιτρέπει μια πιο ουσιαστική σύνδεση με τον τόπο και τους ανθρώπους του. Έχουμε ζήσει πρεμιέρες που προσέλκυσαν τεράστιο κοινό στους κινηματογράφους των Χανίων και έφεραν τους ντόπιους πιο κοντά στην τέχνη του σινεμά». Ο Ματθαίος θεωρεί ότι η Κρήτη πληροί όλες τις προδιαγραφές προκειμένου να προσελκύει διεθνείς κινηματογραφικές παραγωγές. Αφενός έχει πλέον αναπτυχθεί μια ευρεία αγορά από πεπειραμένους ντόπιους επαγγελματίες, αφετέρου η Περιφέρεια αλλά και άλλοι φορείς αντιλαμβάνονται τη σημασία της ενίσχυσης του τοπικού Film Office, του γραφείου που παρέχει βοήθεια και καθοδήγηση στους ξένους συντελεστές.
Ο Γουόλτερ Λάσαλι, διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας Ζορμπάς, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στα Χανιά και δώρισε το Όσκαρ του σε ένα ταβερνάκι του Σταυρού. Σαν να υπονοούσε ότι το βραβείο ανήκε στ’ αλήθεια στον ίδιο τον τόπο.

Παράλληλα, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε την κινηματογραφική γοητεία που εκπέμπουν πολλά από τα φυσικά τοπία της Κρήτης. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν άνθρωποι που ακόμη ταυτίζουν την παραλία του Σταυρού με τον Ζορμπά, που γυρίστηκε εκεί. Άλλωστε, ο ίδιος ο Γουόλτερ Λάσαλι, διευθυντής φωτογραφίας της συγκεκριμένης ταινίας, για την οποία τιμήθηκε με Όσκαρ, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στα Χανιά και δώρισε το χρυσό αγαλματίδιο σε ένα ταβερνάκι του Σταυρού. Με την πράξη του αυτή είναι σαν να υπονοούσε ότι το βραβείο ανήκε στ’ αλήθεια στον ίδιο τον τόπο. Και μπορεί αυτό να καταστράφηκε την Πρωτοχρονιά του 2012 στην πυρκαγιά που έκαψε την παραθαλάσσια ταβέρνα, αλλά ίσως πλησιάζει η ώρα που το κρητικό τοπίο θα διεκδικήσει το επόμενό του Όσκαρ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 12ο τεύχος της έκδοσης «Οι Τόποι μας-Χανιά», Ιούνιος 2025.

