«Δεν τελείωσα το γυμνάσιο, δεν έχω βγάλει κανένα πανεπιστήμιο, το βιογραφικό μου δεν αναφέρει κανένα πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό. Είμαι ένας άνθρωπος απλός και απλοϊκός. Το πώς έλαβα τη φήμη που σας έφερε εδώ είναι για μένα απροσδόκητο και μυστηριώδες μαζί. Ίσως όμως να οφείλεται στη γοητεία της μητέρας μου, την οποία κληρονόμησα, κι έγινα με τη σειρά μου και εγώ αγαπητός». Η γοητευτική προσωπικότητα της ζωγράφου και σχεδιάστριας Φλωρεντίνης Σκουλούδη-Καλούτση (1890-1971), η οποία, εισάγοντας τη μινωική θεματική στην κρητική υφαντική, συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργική ανάδειξη της παραδοσιακής αυτής τέχνης, θα καταλάμβανε πράγματι αρκετό χώρο στην κουβέντα με τον γιο της, τον Χανιώτη μαέστρο Γιώργο Καλούτση. Δεν τη μονοπώλησε, ωστόσο, και δικαίως.


Η ευγένεια και η ταπεινότητά του, οι πληθωρικές αφηγήσεις του, η αφοσίωσή του στους μαθητές του και στη μουσική, ο μυθιστορηματικός του βίος αλλά και η φλόγα με την οποία θα τον έβλεπα να διευθύνει το ίδιο βράδυ, στα 93 του χρόνια, την πρόβα της παράστασης Jesus Christ Superstar στο Λύκειο των Ελληνίδων Χανίων, θα έλεγαν με τον τρόπο τους πως οι πατρογονικές ιστορίες μπορούν κάλλιστα να ανοίξουν ή και να κλείσουν πόρτες, όμως ο δρόμος που ο καθένας χαράσσει στη ζωή είναι δικός του και μόνο. Γεννημένος στη Χαλέπα το 1932, ο Γιώργος Καλούτσης είναι ο μικρότερος από τα τρία παιδιά της οικογένειας. «Με τα αδέρφια μου, Σίσυ και Βαλέριο, είχαμε δώδεκα και πέντε χρόνια διαφορά αντίστοιχα. Η μητέρα μου έκρυβε την εγκυμοσύνη της μέχρι τέλους – πιθανόν φοβόταν πως ένα μωρό θα την κρατούσε μακριά από τη δουλειά της. Δύο ημέρες πριν γεννήσει, έπαιζε μπριτζ εδώ στο σπίτι και κανείς δεν ήξερε πως περιμένει παιδί. Ούτε της φαινόταν, ούτε το έλεγε».

Πατρογονικές ιστορίες
Οι γονείς του είχαν γνωριστεί στα Χανιά, λίγο καιρό αφότου γύρισαν στην πατρίδα μετά τις σπουδές τους στο εξωτερικό. «Από τη μητέρα μου πήρα το καλλιτεχνικό ένστικτο, από τον πατέρα μου τους καλούς τρόπους, την επιμέλεια και την αναζήτηση της γνώσης. Εκείνος ήταν ένας καλοαναθρεμμένος ντελικανής, ένας Δον Ζουάν της εποχής, που μιλούσε άπταιστα ιταλικά και γαλλικά. Εκείνη μόλις είχε ανοίξει ατελιέ, όπου φιλοτεχνούσε τα πορτρέτα της καλής κοινωνίας των Χανίων. Ήταν και οι δύο, τρόπον τινά, Ευρωπαίοι Χανιώτες. Έζησαν έναν μεγάλο έρωτα, αγαπήθηκαν πολύ και κράτησαν τον όμορφο δεσμό τους μέχρι τέλους». Συζητάμε για την ιστορία των δύο οικογενειών με αφορμή το γενεαλογικό δέντρο των Καλούτσι, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν από τη Βενετία στα Κύθηρα. Κοσμεί τον τοίχο του διαδρόμου και ξεκινά από το έτος 1503, το δε όνομά τους εντοπίζεται γραμμένο στην περίφημη Χρυσή Βίβλο.

«Ο προ-προπάππους μου, Εμμανουήλ Καλούτσης, ήταν ο υποπρόξενος της Αγγλίας στα Κύθηρα όταν το 1802 ναυάγησε στον κόλπο του Αβλέμονα το πλοίο “Μέντωρ”, που μετέφερε μέρος των κλεμμένων γλυπτών του Παρθενώνα, και επιμελήθηκε την ανάσυρσή τους. Ο παππούς μου, Βαλέριος, ήρθε στα Χανιά από τα Κύθηρα και άνοιξε ναυτικό πρακτορείο. Μια πολύ οικεία ανάμνησή μου από το γραφείο κάτω στο λιμάνι ήταν, εκτός από τα πρόχειρα στοιβαγμένα εμπορεύματα, η εικόνα του πατέρα μου, ο οποίος τον διαδέχθηκε στη δουλειά, να κρατάει ένα βάζο με οινόπνευμα και να απολυμαίνει τα χέρια του κάθε φορά που έπιανε χαρτονομίσματα». Παππούς του από την πλευρά της μητέρας του ήταν ο Ρεθύμνιος νομικός Γεώργιος Σκουλούδης, ο οποίος κλήθηκε να αναλάβει σημαντικές διοικητικές θέσεις στους τομείς δικαιοσύνης και παιδείας την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας. Προοδευτικός και ανοιχτόμυαλος άνθρωπος, όταν η κόρη του Φλωρεντίνη τού αποκάλυψε σε ηλικία 16 ετών την επιθυμία της να ασχοληθεί με την τέχνη, τη συνόδευσε στην Αγγλία για να σπουδάσει ζωγραφική. Γιος του ήταν και ο συνθέτης και θεατρικός συγγραφέας Μανώλης Σκουλούδης (1901-1989), πολυσχιδής καλλιτεχνική προσωπικότητα του 20ού αιώνα, διευθυντής ορχήστρας του Εθνικού Θεάτρου, στενός φίλος και συνεργάτης του Γιάννη Τσαρούχη.

Νάουσα, Αθήνα, Οξφόρδη, Κρήτη
Από την εντυπωσιακή οικία του 1900, χαρακτηρισμένη ως μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού, όπου γεννήθηκε και ζει σήμερα ο Γιώργος Καλούτσης, θα φύγουν οικογενειακώς το 1938 για την Αθήνα, προκειμένου ο αδελφός του Βαλέριος να φοιτήσει σε «καλό» γυμνάσιο. Ο πόλεμος ανατρέπει τον αρχικό προγραμματισμό. Μεσολαβούν γεγονότα που τους οδηγούν στη Νάουσα και εκεί ο μικρός Γιώργος κάνει τα πρώτα του μαθήματα στο πιάνο. «Έπειτα με ανέλαβε ο θείος μου ο Σκουλούδης. Κάποια στιγμή με πήγαν στο ξενοδοχείο “Μεγάλη Βρεταννία” να με ακούσει η Τζίνα Μπαχάουερ, η οποία συμβούλευσε τους δικούς μου να με στείλουν στην Αγγλία, όπου θα είχα μια πολύ καλή δασκάλα. Πράγματι, με υποτροφία που μου έδωσε η νονά μου Έλενα Βενιζέλου, η οποία ήταν στενή φίλη της μητέρας μου, μετακόμισα το 1950 στο Λονδίνο και άρχισα να μελετώ μουσική δίπλα στην Ιλόνα Κάμπος».


Στην Αγγλία θα ζήσει 16 χρόνια. Ως καθηγητής και έπειτα διευθυντής μουσικής στο New College School της Οξφόρδης, ανακαλύπτει την αγάπη του για τη φωνητική μουσική μέσα από τη μικρή παιδική χορωδία του σχολείου και συνδυάζει τη δουλειά του με το μεράκι του για το θέατρο, ανεβάζοντας μονόπρακτες όπερες των Μότσαρτ, Αρν, Περγκολέζι, με σολίστ τους νεαρούς μαθητές του. «Κάποια στιγμή ρώτησα τον γυμνασιάρχη γιατί με προσέλαβε, καθώς την ίδια θέση εποφθαλμιούσαν πολλοί άλλοι, που είχαν ζηλευτούς τίτλους και τυπικά προσόντα. Κι εκείνος μου απάντησε: “Γιατί κατάλαβα πως θα εμπνεύσεις τα παιδιά”. Νομίζω πως αυτή η φράση συνοψίζει τη δική μου επιτυχία στη ζωή».

Επιστρέφοντας στα Χανιά το 1966, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κρητικού Ωδείου (μετέπειτα Βενιζέλειου) με πρώτο του μέλημα την οργάνωση παιδικής χορωδίας, ενώ τη δεκαετία του 1980, οι δραστηριότητές του επεκτείνονται προς τα ανατολικά. Ιδρύει την παιδική χορωδία του Δήμου Ηρακλείου, σε συνεργασία με τη σοπράνο Κατερίνα Τσαγκαράκη, συμπράττει με τη Ρίκα Δεληγιαννάκη, διευθύντρια επί 30 έτη του Ωδείου Ηρακλείου, και ηγείται της Μουσικής Σχολής Αγίου Νικολάου. Παράλληλα, με αμείωτο τον ζήλο για τη χορωδιακή μουσική, συστήνει στο Ηράκλειο το φωνητικό σύνολο ασυνόδευτης αναγεννησιακή μουσικής Θαλήτας και τη χορωδία Cantilena στα Χανιά. Και τα δύο αυτά καλλιτεχνικά «παιδιά» του συνεχίζουν μέχρι σήμερα τη δημιουργική πορεία τους, με τον εμπνευστή τους ακούραστο και πανταχού παρόντα. «Το γεγονός ότι δεν σπούδασα, δεν με βοήθησε να οργανώσω τη ζωή μου και τη σκέψη μου όπως πιθανόν θα μπορούσα», σκέπτεται φωναχτά. «Δεν έχω κρατήσει προγράμματα από συναυλίες μου, δεν κατάφερα ποτέ να έχω ένα σωστό αρχείο. Όμως όλα όσα έζησα έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην καρδιά μου, και —θέλω να ελπίζω— και στην καρδιά των μαθητών μου…».


