Τελευταίο βράδυ στην Κόνιτσα, πάνω στα βουνά της Πίνδου, 62 χιλιόμετρα από τα Γιάννενα. Μπαίνω στο δωμάτιο και ανοίγω το παράθυρο. Βλέπω την Κόνιτσα να απλώνεται στα πόδια μου, την πεδιάδα της και την κοίτη του Αώου, τα φώτα από τα χωριά στα βουνά της Αλβανίας απέναντι. Πάνω στην κεντρική πλατεία, Κονιτσιώτες και επισκέπτες που ήρθαν για το βαλκανικό φεστιβάλ «Γιατί είν’ μαύρα τα βουνα;» της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση πιάνονται χέρι – χέρι και χορεύουν στην κεντρική πλατεία τις χαρές, τους πόνους και τους καημούς της Ηπείρου, που παίζει το συγκρότημα των Χαλκιάδων. Το κλαρίνο του Κωνσταντίνου Χαλκιά αντηχεί σε όλη την πλαγιά της Τραπεζίτσας, όπου είναι χτισμένη αμφιθεατρικά η κωμόπολη.

1:15 το βράδυ ακούγεται και η τελευταία νότα του κλαρίνου, εκείνο το ανεβοκατέβασμα στις νότες που σηματοδοτεί το κλείσιμο. Χαμόγελο που σχηματίζεται στα χείλη. Είναι το τέλος ενός βαλκανικού γλεντιού που ξεκίνησε Παρασκευή στο Σπίτι της Χάμκως, το αρχοντικό της μητέρας του Αλή Πασά, και κράτησε μέχρι τη μιάμιση μετά τα μεσάνυχτα σε μια κατάμεστη πλατεία. Είναι Δευτέρα πια, σε λίγο ξημερώνει. Μόνο τα βουνά είναι μαύρα.
Το μουσικό πάντρεμα όλων των Βαλκανίων

Πεντέμιση το πρωί και τα κοκόρια λαλούν σε όλη την πλαγιά. Έχει δροσιά έξω, αλλά δεν είναι για ζακέτα. Ο καύσωνας των προηγούμενων ημερών έχει ζεστάνει τα ντουβάρια σε κάθε σπίτι της Κόνιτσας. Ήδη από την Παρασκευή που ξεκίνησε το γλέντι με τα 78άρια του εθνομουσικολόγου και επιμελητή του φεστιβάλ «Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνα», Κρίστοφερ Κίνγκ, να δίνουν το μουσικό κλίμα κάθε βραδιάς, οι σταγόνες του ιδρώτα έπεφταν στο μέτωπο, όσο ο ήλιος έδυε πίσω από τα βουνά της Αλβανίας. Ύστερα, και από τον χορό.
Το πρώτο βράδυ, η Ανατολία συνομίλησε με τον Πόντο. Πρώτα, η Τουρκάλα ερμηνεύτρια Ζελισά, με τη συνοδεία του Βασίλη Κώστα στο λαούτο και του Παναγιώτη Αϊβαζίδη στο κανονάκι, ανέδειξαν τα κοινά μονοπάτια της τουρκικής και της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Ύστερα, οι Χωρέτ’ δεν έπαιξαν τις συνηθισμένες μελωδίες που ακούγονται σε πανηγύρια, αλλά μοιράστηκαν τις τοπικές ιδιαιτερότητες διαφόρων επαρχιών του Εύξεινου Πόντου, για να ακολουθήσει ένα αυθεντικό γλέντι. Ο κεμεντζές ακούστηκε σε όλο το βουνό. Τώρα, ο Πόντος φίλησε σταυρωτά την Ήπειρο.

Το δεύτερο βράδυ, όσο η Αθήνα παραμιλούσε ξανά με τον ΛΕΞ, η Κόνιτσα είχε διονυσιαστεί με τους Ρουμάνους Σουμπκαρπάτσ’ (Subcarpați), οι οποίοι παίρνουν μοτίβα των παραδοσιακών της χώρας τους και προσθέτουν χιπ χοπ ή stoner χροιά. Ακούω το συγκρότημα από το 2018 και πάντοτε είχα απορία πώς θα γινόταν δεκτό από το ελληνικό κοινό. Δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη δυσκολία. Οι πρώτες νότες του καβάλ (φλογέρα) ξεσήκωσαν την Κόνιτσα. Νεαρά άτομα, ξένοι επισκέπτες, γονείς και γιαγιάδες βρήκαν κάτι βλάχικο, αγροτικό και οικείο στον ήχο τους. Ήταν η αποκάλυψη του φεστιβάλ.
Τη σκυτάλη πήραν οι Βούλγαροι Kaynak Pipers Band με τις θρακικές τους γκάιντες και την διάλεκτο της οροσειράς στη Ροδόπη. Πηγαίνω λίγο πιο πίσω, στο πρωινό workshop που έκαναν, πάνω στο πολυφωνικό τραγούδι. Στην πλατεία της Παλιάς Αγοράς κάναμε ασκήσεις φωνητικής, τραγουδήσαμε «Μήλο μου κόκκινο» και ύστερα μάθαμε τα βήματα ενός ροδοπήτικου χορού, μαθαίνοντας ένα βουλγαρικό τραγούδι. Το βράδυ στην Χάμκω, τα πενήντα άτομα έγιναν διακόσια και βάλε, σέρνοντας έναν χορό που δεν τελείωνε ποτέ.

Η βραδιά τελείωσε με τις προβολές των φιλμ των αδελφών Μανάκια, των πρώτων κινηματογραφιστών στα Βαλκάνια, οι οποίοι έχουν το παράδοξο πως δεν ανήκουν σε έναν εθνικό κινηματογράφο. «Ήταν Βλάχοι στο γένος και προώθησαν την ρουμάνικη γλώσσα, λαμβάνοντας και βασιλικούς τίτλους. Γεννήθηκαν στο σημερινό έδαφος της Ελλάδας, έζησαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία, ενώ η πιο έντονη δραστηριότητά τους πραγματοποιήθηκε στο Μοναστήρι. Άρα ανήκουν και στην βορειομακεδονίτικη κουλτούρα», λέει ο Ιγκόρ Σταρντέλοφ, διευθυντής της Ταινιοθήκης της γειτονικής χώρας.
Το τελευταίο βράδυ, η Κόνιτσα έμαθε στην κεντρική πλατεία και τους ουγγρο-ρουμάνικους χορούς από την περιοχή της Τρανσυλβανίας. Οι Ρομά μουσικοί της μπάντας Σάστσαβας (δυστυχώς, το ελληνικό αλφάβητο, δεν αποτυπώνει την ουγγρική φωνολογία – αναγράφεται Szászcsávás) από το ομώνυμο χωριό της Ρουμανίας με τον ουγγρικό πληθυσμό προσκάλεσε την Κόνιτσα πλάι στη σκηνή, με τους αυτοσχεδιασμούς τους να προκαλούν ένα ξέφρενο, χορευτικό ξεβίδωμα μέχρι τελικής πτώσεως, με βάση τα βήματα που μας είχαν μάθει στο πρωινό workshop, τραγουδώντας ένα τσιγγάνικο τραγούδι σαν να ήταν σύνθημα σε γήπεδο.

Από τα Καρπάθια κατεβήκαμε μονομιάς στην ανατολική Κρήτη, με την λύρα, τα λαούτα και την ασκομαντούρα του σχήματος του Κωστή Νοδαράκη να δοκιμάζει τις αντοχές των Ηπειρωτών στα γρήγορα βήματα της σούστας, και ύστερα, ήρθαμε στο κέντρο. Χαλκιάδες, κλαρίνα, κύκλοι που μεγάλωναν διαρκώς, αργόσυρτες στροφές του πρωτοχορευτή γύρω από τον εαυτό και η ψυχή της Ηπείρου που μίλησε σε όλους εμάς τους ξενομερίτες. Ψάχναμε να βρούμε λέξεις, μα δεν μπορούσαμε. Υπήρχαν μόνο τα σημάδια του ιδρώτα στις μπλούζες μας και μια ρομαντική αίσθηση πως όλες οι καρδιές των Βαλκανίων μετατοπίστηκαν από τις Πρέσπες, το Κόσοβο, την Γκούτσα, το Βούκοβαρ και τον Δούναβη και χτυπούσαν εδώ, στην Κόνιτσα.
Πέρα από το φεστιβάλ

Τα φώτα σβήνουν, οι σκηνές αποσυναρμολογούνται, τα μηχανήματα στοιβάζονται στο φορτηγό, οι επισκέπτες μαζεύουν τα πράγματά τους και τι μένει πίσω στην Κόνιτσα;
Έξι – επτά το πρωί, οι γυναίκες περιμένουν το αμάξι να τους πάρει, για να πάνε να δουλέψουν στο γειτονικό Καλπάκι. Το στρατιωτικό σάλπισμα για την έπαρση της σημαίας ακούγεται στις επτά ακριβώς. Οι πίτες στον παραδοσιακό φούρνο εξαφανίζονται. Η γιατρός ανεβαίνει την ανηφόρα της αγοράς, καλημερίζει τους παππούδες, ενδιαφέρεται για την υγεία τους. Τα ρολά στον πεζόδρομο της αγοράς ανεβαίνουν. Τα μαγνητάκια με την μορφή του Αγίου Παϊσίου φιγουράρουν πρώτη μούρη. Οι Έλληνες και οι Βαλκάνιοι προσκυνητές ξεκινούν την πορεία τους προς την Ιερά Μονή Στομίου, ενώ οι τολμηροί κάνουν μια βουτιά στο ποτάμι.

Περιμένω να δω τον Bean MC, τον φρόντμαν των Σουμπκαρπάτσ’, μου είχε πει πως θα κατέβει, αλλά μάλλον τον πήρε ο ύπνος. Φέρνω διαρκώς τα λόγια του στον νου, για τον πλούτο των Βαλκανίων. «Πώς είναι να γνωρίζεις πως βρίσκεσαι στην ίδια γεωγραφική περιοχή με κάποιον που στα βόρεια χορεύει βαλς, στον νότο χορεύει με την λύρα, εκφέρει λέξεις με κοινή σημασία και κοινές καταβολές και αναγνωρίζει μουσικά μοτίβα; Αυτή είναι η βαλκανική δύναμη και δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι παρόμοιο κάπου αλλού», είπε μαγεμένος από τους Χαλκιάδες.
Εκείνες τις ημέρες, η Ηπειρώτισσα γιαγιά που περίμενε να ακούσει κλαρίνα τελικά κουνούσε το σώμα της ρυθμικά στον ρυθμό του ρουμάνικου αυλού. Αντίστοιχα, ο Ρουμάνος βρήκε τους ρυθμούς των Βλάχων προγόνων του στον ήχο του. Η Εσθονή προσπαθούσε να μάθει τα βήματα του ποντιακού κότσαρι, η Τουρκάλα χτύπαγε τα δάχτυλά της στους ούγγρικους χορούς. Ο Έλληνας έμαθε να τραγουδάει τσιγγάνικα με τέλεια προφορά, η Ολλανδή έσπασε το «σίγμα» της για να εκφέρει ένα παχύ σύμφωνο στα βουλγάρικα και να οικειοποιηθεί ένα τραγούδι που δεν ήταν ποτέ δικό της, αλλά να που έγινε, και ο Άγγλος ανακάλυψε το νάμα που λέγεται «ζαγορίσιο τσίπουρο». Για τρεις μέρες, όλοι αυτοί έγιναν Βαλκάνιοι και ξαφνικά, τα βουνά φωτίστηκαν. Όχι γιατί ο ήλιος τα έλουσε με φως, όπως συμβαίνει στις βουνοκορφές και στις χαράδρες, αλλά επειδή αυτό κάνει η μουσική των Βαλκανίων: καλύπτει τις μαυρίλες.
Αν ταξιδέψετε στην Κόνιτσα

Εκτός από τους λάτρεις των μουσικών των Βαλκανίων, η Κόνιτσα προσελκύει και όσους ενδιαφέρονται για το κομμάτι του θρησκευτικού τουρισμού. Το γεγονός ότι ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (γεννημένος ως Αρσένιος Εζπενίδης στα Φάρασα της Καππαδοκίας) μεγάλωσε στην Κόνιτσα εξηγεί την παρουσία της αγιογραφίας του σε κάθε γωνιά της κωμόπολης των 1.500 κατοίκων. Το σπίτι του έχει μετατραπεί σε μουσείο, όπου εκτίθενται διάφορα κειμήλια και έγγραφα από την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας.
Από το 1958 μέχρι το 1962, ο Άγιος Παΐσιος μόνασε στην Ιερά Μονή Στομίου, η οποία βρίσκεται απομακρυσμένη, στα βάθη της χαράδρας του Αώου. Για να φτάσει κανείς στον ναό, χρειάζεται να περπατήσει ένα μονοπάτι μήκους πέντε χιλιομέτρων, το οποίο ξεκινάει από το πέτρινο γεφύρι της Κόνιτσας και απλώνεται αντίθετα από την πορεία του ποταμού. Η πορεία διαρκεί από ενενήντα λεπτά μέχρι τρεις ώρες και είναι εύκολης προς μέτριας δυσκολίας (σημειώστε πως τηλεφωνικό σήμα δεν υπάρχει). Το μονοπάτι είναι δημοφιλές τόσο για προσκυνητές, όσο και για πεζοπόρους.

Για τους φίλους του βουνού, από την Κόνιτσα περνάει επίσης η ενιαία πεζοπορική διαδρομή μονοπάτι Epirus Trail, μήκους 370 χλμ., που συνδέει τον Γράμμο με τα Τζουμέρκα. Για τους λάτρεις των extreme sports προσφέρεται και η επιλογή του ράφτινγκ στα ορμητικά και πεντακάθαρα νερά του Βοϊδομάτη, όπου η θερμοκρασία δεν ξεπερνά τους 7 βαθμούς Κελσίου.
Ως προς το κομμάτι της γαστρονομίας, η Κόνιτσα δεν απογοητεύει. Οι περίφημες πίτες με τα χειροποίητα φύλλα βρίσκονται σε κάθε φούρνο. Τυρόπιτες, σπανακόπιτες, κασσιάτες βρίσκονται σε κάθε θερμοθάλαμο, αλλά η βασίλισσα των πιτών είναι η γαλατόπιτα. Οι ντόπιοι συνέστησαν πρωινό ξύπνημα για τα κομμάτια της καρυδένιας γαλατόπιτας του παραδοσιακού φούρνου πίσω από την πλατεία της Κόνιτσας, το οποίο ανοίγει από τα χαράματα.

Το μεσημέρι, οδηγήστε βόρεια στο χωριό Πεκλάρι ή Πηγή και σταματήστε έξω από το πρώην δημοτικό σχολείο. Καθώς το χωριό δεν έχει πολλούς κατοίκους, το σχολείο μετατράπηκε στο Πεκλαρίτικο Στέκι (τηλ. 6982-285455), όπου σερβίρονται μερίδες ζουμερού αγριογούρουνου, πάντοτε με συνοδεία γαλοτυριού. Αν προτιμάτε ψάρι, αναζητήστε την ταβέρνα Βοϊδομάτης (τηλ. 26550-22925) στην όχθη του ομώνυμου ποταμού για φρέσκια πέστροφα. Όσο για το πού θα πιείτε καλό και πεντακάθαρο τσίπουρο, εμείς δοκιμάσαμε τα τσιπουράδικα της πλατείας της Παλιάς Αγοράς, όπου σερβίρονται σε μπουκαλάκια με σχήμα νεκροκεφαλής. Μακάρι να μπορούσα να πάρω μια ολόκληρη κάβα στις αποσκευές.

