Σάμος, 1924. Ο τριαντάχρονος αμπελουργός Χαράλαμπος Βελόνης παντρεύεται τη Μαρουδιώ Κονδύλη από τις Μανωλάτες και φεύγει από το χωριό του, τους Σταυρινήδες, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση, για να εγκατασταθεί σε αυτό της νύφης. Το ζευγάρι θα μείνει σε ένα οίκημα που χρονολογείται στα τέλη του 19ου αιώνα, προίκα της Μαρουδιώς. Το σπίτι αυτό θα γίνει μάρτυρας του κοινού τους βίου, μιας ζωής γεμάτης με ιστορίες μόχθου, προσμονής και ματαίωσης.
«Το σπίτι αφηγείται την ιστορία των ανθρώπων που έζησαν εδώ», λέει ο σημερινός του ιδιοκτήτης Νικήτας Κυπαρίσσης. «Ταυτόχρονα αφηγείται την ιστορία του χωριού – και κατ’ επέκταση, την ιστορία ολόκληρου του νησιού».

Συντηρητής έργων τέχνης και λαϊκός τεχνίτης, ο 48χρονος έχει αφιερώσει χρόνια μεταμορφώνοντας το σπίτι σε λαογραφικό μουσείο με σκοπό να στεγάσει την ιδιωτική συλλογή του που διαρκώς εμπλουτίζεται. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας είναι η «Λαογραφική Συλλογή Μανωλατών – Το Σπίτι του Βελόνη», ένας σεμνός και συγκινητικός εκθεσιακός χώρος.
«Εκεί όπου άλλοτε ο επισκέπτης απλώς περνούσε από το σοκάκι, έκανε μια στάση για έναν καφέ, χάζευε και συνέχιζε τον δρόμο του, τώρα προσκαλείται να περάσει το κατώφλι του σπιτιού», λέει. «Μέσα από τα αντικείμενα, τους ήχους και τις μυρωδιές, μπορεί να γνωρίσει τον τρόπο ζωής των ανθρώπων που έζησαν εδώ».
Αίσθημα κενού
Ο Κυπαρίσσης, ένας μεγαλόσωμος άντρας με ξανθά μαλλιά, πράσινα μάτια και τραχιά φωνή, εγκαταστάθηκε στις Μανωλάτες –το χωριό όπου γεννήθηκε και έζησε η φουρνάρισσα γιαγιά του– πριν από είκοσι χρόνια. Απογοητευμένος από τη ζωή της μεγαλούπολης, άφησε την Αθήνα πίσω του και πέρασε κι αυτός την πόρτα του σπιτιού, κατά σύμπτωση, ακριβώς στην ηλικία που το είχε κάνει και ο Βελόνης. Με τη υποστήριξη της οικογένειάς του, αγόρασε το εγκαταλελειμμένο και ερειπωμένο κτίσμα και ξεκίνησε ανοίγοντας στο ισόγειο ένα κατάστημα με χειροποίητα αναμνηστικά για να εξασφαλίσει τα προς το ζην.

Καλλιτέχνης, ακτιβιστής και ενεργό μέλος της τοπικής κοινότητας, ο Κυπαρίσσης έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του χωριού, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην αναβίωση και προβολή των παραδόσεών του. Στην αρχή, τον συνεπήρε και εκείνον το κύμα του τουρισμού που, τα τελευταία 25 με 30 χρόνια άλλαξε τη μορφή του χωριού – εκτοπίζοντας σταδιακά την αμπελουργία ως κύρια πηγή εισοδήματος και διαβρώνοντας τον χαρακτήρα του. Σήμερα, αυτή ακριβώς την φθορά είναι που προσπαθεί να αναστρέψει.
«Αυτό που με ώθησε να δημιουργήσω τη συλλογή ήταν ένα αίσθημα κενού που ένιωθα εδώ», λέει ο Κυπαρίσσης, που συχνά αφιερώνεται στην τσαμπούνα, καθισμένος δίπλα στην είσοδο του μαγαζιού του. «Καθώς μεγαλώνω, βλέπω τον χρόνο να κυλά αντίστροφα. Η γενιά των παππούδων μου έχει φύγει. Η γενιά των γονιών μου –των ανθρώπων που γεννήθηκαν την δεκαετία του 1940– φθίνει κι αυτή με την σειρά της». Σήμερα, οι Μανωλάτες αριθμούν μόλις 60 μόνιμους κατοίκους, εκ των οποίων λιγότεροι από δέκα είναι παιδιά. «Σε μια δεκαετία, θα έχουν μείνει λιγότεροι από 20», προβλέπει. «Και τότε; Ποιος θα απομείνει να αφηγείται τις ιστορίες των ανθρώπων;»
Σύνθετη ταυτότητα
Φωλιασμένο στις καταπράσινες πλαγιές του όρους Καρβούνη – γνωστού και ως Άμπελος – σε υψόμετρο 320 μέτρων, το χωριό αγναντεύει το Αιγαίο και τα νοτιοδυτικά παράλια της Τουρκίας. Αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα ως μια τυπική αγροτική κοινότητα με αμπελοκαλλιέργειες. Τα σπίτια του ήταν συνήθως δίπατα – οι οικογένειες ζούσαν στον επάνω όροφο, ενώ το ισόγειο, το «κατώι», στέγαζε αποθήκες, καταστήματα ή στάβλους.

Το σπίτι που φιλοξενεί τη συλλογή προέκυψε από την ένωση δύο όμορων κτισμάτων που έχουν πρόσοψη στη μικρή αλλά γραφική πλατεία στην καρδιά του χωριού. Το ένα τμήμα έχει νεοκλασικά στοιχεία, ενώ το άλλο φέρει οθωμανικές αρχιτεκτονικές επιρροές, με το χαρακτηριστικό σαχνισί –το ξύλινο προεξέχον κλειστό μπαλκόνι. Η αρχιτεκτονική του αντικατοπτρίζει τη σύνθετη και, εν πολλοίς, παραγνωρισμένη λαογραφική ταυτότητα της Σάμου, που διαμορφώθηκε από την εγγύτητά με τη Μικρά Ασία.
Ο Κυπαρίσσης είχε την τύχη να ολοκληρώσει τα έργα αποκατάστασης και ενίσχυσης του σπιτιού μόλις έναν χρόνο πριν από τον καταστροφικό σεισμό των επτά Ρίχτερ που έπληξε το νησί το 2020, ο οποίος άφησε πίσω του δύο νεκρούς και προκάλεσε σοβαρές ζημιές σε πολυάριθμα μνημεία και κτίρια πολιτιστικής κληρονομιάς – μεταξύ των οποίων και το λαογραφικό μουσείο που βρίσκεται νοτιότερα, στο χωριό Κουμέικα.
Δουλεύοντας με μεθοδικότητα και αγάπη αποκατέστησε το εσωτερικό του σπιτιού – το καθιστικό, την τραπεζαρία, την κουζίνα και το υπνοδωμάτιο. Οι επισκέπτες μπορούν πλέον να περιηγηθούν σε μια προσεκτικά επιλεγμένη συλλογή αντικειμένων που ακολουθεί την οικιστική διάταξη: χειροποίητα έπιπλα, καθημερινά σκεύη, υφαντά, κλινοσκεπάσματα και στρωσίδια, άμφια, βιβλία, οικογενειακές φωτογραφίες καθώς και σπάνιο αρχειακό υλικό με έγγραφα που χρονολογούνται από τον 18ο και 19ο αιώνα. «Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να παρουσιάσεις στο κοινό κάτι που έχει πεθάνει, όπως ακριβώς ήταν λίγο πριν πεθάνει», λέει ο Κυπαρίσσης.
Η αισθητική της ανάγκης
Βασικό μέλημά του ήταν να μη «φορτώσει» τον χώρο με περιττά αντικείμενα. «Θα χανόταν η αίσθηση του χωριάτικου σπιτιού», τονίζει. «Όταν ήρθε το ρεύμα στο χωριό, από το ταβάνι κρεμόταν ένα καλώδιο με ένα απλό ντουί και μια λάμπα· φωτιστικό υπήρχε, αν υπήρχε, μόνο στο “καλό” δωμάτιο. Ήταν η αισθητική της ανάγκης», εξηγεί.
«Αν βάλεις φωτιστικά σε κάθε δωμάτιο, δεν αποτυπώνεις την πραγματικότητα. Αν γεμίσεις τους τοίχους με κάδρα και φωτογραφίες, πάλι δεν υπηρετείς την αλήθεια του χώρου. Υπήρχαν επτά κάδρα – και τοποθετήθηκαν εκεί ακριβώς όπου βρίσκονταν. Διαφορετικά, το σπίτι θα μετατρεπόταν σε μια αποθήκη αντικειμένων που δεν εξυπηρετούν κάποιο σκοπό».

Η διατήρηση όσων έχουν πραγματική σημασία, χωρίς να παρασύρεται κανείς στην υπερβολή, αποτελεί λεπτή ισορροπία. Ίσως όμως αυτό που αγγίζει βαθύτερα είναι η συνειδητοποίηση πως τα κάποτε αθέατα, καθημερινά αντικείμενα της αγροτικής ζωής φέρουν πλέον το βάρος της μνήμης και της απώλειας.
«Οι Έλληνες επισκέπτες λένε συνήθως δύο πράγματα», παρατηρεί ο Κυπαρίσσης. «Πρώτον: “Αυτό μοιάζει ακριβώς με το σπίτι της γιαγιάς”. Και μετά, σχεδόν πάντα, προσθέτουν: “Είχαμε κι εμείς ένα τέτοιο – αλλά το πετάξαμε”. «Και, ειλικρινά», συνεχίζει, «η καρδιά σου σκίζεται».
Το γραμμόφωνο
Ανάμεσα στα πιο ιδιαίτερα εκθέματα είναι ένα γραμμόφωνο Columbia Grafonola. Σε νεαρή ηλικία, ο Βελόνης μεταναστεύει στην Αμερική, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, επιστρέφει στο γενέθλιο τόπο του, το χωριό Σταυρινήδες, κουβαλώντας μαζί τις οικονομίες του και μερικά αγαπημένα αντικείμενα από το ταξίδι του. Ανάμεσά τους ένα γραμμόφωνο και μερικά βινύλια με ελληνικά τραγούδια που είχαν κυκλοφορήσει τότε στις ΗΠΑ. Ένα απτό θραύσμα μνήμης από τις ελληνικές παροικίες του Νέου Κόσμου.

«Αυτός το γραμμόφωνο είναι σύμβολο της μετανάστευσης· του αγώνα των ανθρώπων να σταθούν οικονομικά στα πόδια τους και να στηρίξουν τη ζωή τους», λέει ο Κυπαρίσσης. «Αποτελεί επίσης έκφραση της ελληνικής ταυτότητας, που διαμορφώθηκε μέσα από την μετακίνηση των ανθρώπων και την ανταλλαγή πολιτισμών».
Κοινή μοίρα
Μετά τον γάμο του και την εγκατάστασή του στις Μανωλάτες το 1924, ο Βελόνης εργάζεται ως αμπελοκαλλιεργητής και έμπορος οίνου. Οι Μανωλάτες δεν είναι ξένες στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Ο Βελόνης, όπως και η οικογένεια της γυναίκας του με την οποία αποκτά πέντε κόρες, ανήκει σε ένα από τα λίγα εύπορα νοικοκυριά του χωριού. Με τις οικονομίες του από την Αμερική αγοράζει γη και προσλαμβάνει εργάτες για να την καλλιεργήσουν. Όμως η ζωή του ανατρέπεται με το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και βρίσκεται ξανά αντιμέτωπος με τις κακουχίες από τις οποίες κάποτε είχε ξεφύγει.

Τον Μάιο του 1941, η Σάμος περνά υπό ιταλικό έλεγχο, καθώς η μεραρχία Cuneo αποβιβάζεται και καταλαμβάνει το νησί. Τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς, ο Μεγάλος Λιμός προκαλεί το θάνατο περισσότερων από 2.000 κατοίκων και αναγκάζει χιλιάδες άλλους να εγκαταλείψουν τον τόπο τους.
Οι Ιταλοί στρατιώτες λεηλατούν επανειλημμένα τις αποθήκες του Βελόνη, το εμπόριο παραλύει και η καθημερινότητα γίνεται ολοένα πιο δύσκολη. Μία από τις κόρες του πεθαίνει από φυματίωση. Αν και επιστρέφει στα αμπέλια μετά τον πόλεμο, οι κακουχίες αφήνουν βαθύ το αποτύπωμα τους και συμβάλλουν στον πρόωρο θάνατό του.
«Κατά κάποιον τρόπο», παρατηρεί ο Κυπαρίσσης, «το σπίτι αυτό δείχνει πως οι άνθρωποι συχνά μοιράζονται μια κοινή μοίρα, όχι και τόσο διαφορετική από την ιστορία της ζωής του Βελόνη».

Αυτή η αίσθηση κοινής μοίρας γίνεται ακόμη πιο έντονη όταν τα αντικείμενα της συλλογής αρχίζουν να εμπλέκουν τους επισκέπτες σε ένα είδος διαλόγου. «Όταν δείχνεις το γραμμόφωνο και αφηγείσαι την ιστορία του, τότε παύει να αποτελεί απλώς ένα έκθεμα. Γίνεται κομμάτι της ταυτότητας του κατόχου του. Και έτσι μπορεί να ρωτήσει κάποιος: “Ξενιτεύτηκαν πολλοί στην Αμερική τη δεκαετία του 1920;’’»
Αντίστοιχα λειτουργεί μια καρτ ποστάλ του ιταλικού στρατού, που εντοπίστηκε στον οικισμό των Μυτιληνιών. Οι ιταλικές δυνάμεις διένειμαν κενές κάρτες σε στρατιώτες που ήθελαν να στείλουν ευχές στις οικογένειές τους μέσω της στρατιωτικής αλληλογραφίας. «Ένας επισκέπτης βλέποντας αυτή την κάρτα συνειδητοποιεί πως το σπίτι αυτό δεν αφορά μόνο την ιστορία της Σάμου, αλλά πως είναι μέρος της συλλογικής μας ιστορίας», λέει ο Κυπαρίσσης. «Είτε έρχονται από τη Γερμανία, την Ιταλία, την Αυστραλία, τον Καναδά, την Τουρκία ή τη Μέση Ανατολή, οι επισκέπτες αρχίζουν να αντιλαμβάνονται πώς η ιστορία αυτού του τόπου διασταυρώνεται με τη δική τους».
«Και είναι εκείνη τη στιγμή», καταλήγει, «που ο επισκέπτης αισθάνεται πως σε αυτή την ιστορία συνυπάρχει και η δική του».
Η «Λαογραφική Συλλογή Μανωλατών – Το Σπίτι του Βελόνη» είναι ανοιχτή από Τρίτη έως Κυριακή, από τις 10 π.μ. έως τις 3 μ.μ. Το πωλητήριο λειτουργεί καθημερινά. Για περισσότερες πληροφορίες, καλέστε στο 2273 94025.

