Το μοναδικό πράγμα που ήξερα για τη Μάλτα μέχρι να την επισκεφθώ ήταν πως κάποτε είχε καταφύγει εκεί κυνηγημένος ο Καραβάτζο και πως στη Βαλέτα βρίσκεται ο μοναδικός πίνακας που υπέγραψε ποτέ. Στον δρόμο για την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, μπορούσα να φανταστώ τον σπουδαίο Ιταλό ζωγράφο να περιφέρεται στα καλντερίμια, να τρυπώνει στις εσωτερικές αυλές των μπαρόκ παλατιών, να βαδίζει στην άνυδρη γη που βράζει κάτω από τον ήλιο, προσπαθώντας να εξιλεωθεί από τις αμαρτίες της ζωής που είχε αφήσει πίσω στην πατρίδα του. Μέχρι να προσεγγίσουμε την είσοδο του ναού, είχα πια καταλάβει πως βρισκόμουν σε έναν συναρπαστικό τόπο της Μεσογείου —στην πραγματικότητα άγνωστο στους περισσότερους.
Βόλτα στη Βαλέτα

Φτάνοντας στη Βαλέτα, την πρωτεύουσα της Μάλτας, περνάμε μπροστά από το σύμπλεγμα με τους τρίτωνες, στην κεντρική πλατεία της πόλης. Γύρω από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, τα σπίτια είναι σχεδόν όλα κατασκευασμένα από ασβεστόλιθο και δίνουν την εντύπωση μιας ομοιόμορφης μάζας, στην οποία ξεχωρίζουν μόνο τα πράσινα μπαλκόνια. Εκ πρώτης όψεως, ο ναός μοιάζει λιτός, κι όμως είναι ένα από τα πιο επισκέψιμα σημεία της Μάλτας. Οι κάτοικοι σπεύδουν εδώ κάθε μέρα από νωρίς το πρωί για τη Θεία Λειτουργία, ενώ άπαξ και διαβείς το κατώφλι της, καταλαβαίνεις πού οφείλει τη φήμη της. Χτισμένη από το Τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη μεταξύ 1573 και 1578, προσφέρει ένα από τα ομορφότερα δείγματα μπαρόκ αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη. Εντυπωσιάζουν οι 400 μαρμάρινες ταφόπλακές ιπποτών, διακοσμημένες με μικρές λεπτομέρειες, όπως αγγελάκια, κρανία ή κλεψύδρες (σημάδι πως για κάποιους είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου). Καθένα από τα οκτώ παρεκκλήσια είναι αφιερωμένο στις οκτώ διαφορετικές εθνικότητες του τάγματος, ενώ οι μάγιστροι (αρχηγοί του τάγματος) βρίσκονται εδώ θαμμένοι σε σαρκοφάγους.
Το φως του Καραβάτζο

Δίπλα από την κεντρική αίθουσα, την παράσταση κλέβει «Ο αποκεφαλισμός του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή», ο μοναδικός πίνακας που υπέγραψε στη ζωή του ο Καραβάτζο. Και το έκανε βουτώντας το πινέλο του στο «αίμα» του Αγίου Ιωάννη, ο οποίος απεικονίζεται σε μια γεμάτη δραματικότητα σκηνή. Κοιτώντας την αντίθεση σκότους και φωτός στο μαγικό αποτέλεσμα της τεχνικής του κιαροσκούρο, η ένταση σε καταβάλλει. Είναι λες και τα κεντρικά πρόσωπα φωτίζονται από προβολέα. Οι ανθρώπινες μορφές είναι απορροφημένες από την τέλεση της αποτρόπαιας πράξης τους, ενώ μόνο μια ηλικιωμένη γυναίκα αποδίδει άριστα τη φρίκη —κρατά στο πίσω μέρος του πίνακα σοκαρισμένη το κεφάλι της.
Η δημιουργία του έργου, του μεγαλύτερου σε διαστάσεις καμβά που ζωγράφισε ποτέ ο καλλιτέχνης, ήταν και ο λόγος που ο Καραβάτζο έφτασε στη Μάλτα, προσκεκλημένος του μαγίστρου, βρίσκοντας στο νησί καταφύγιο μετά την ανθρωποκτονία που είχε διαπράξει, πιθανόν για τα μάτια μιας γυναίκας, στο Μιλάνο. Είχε δραπετεύσει μεταμφιεσμένος πρώτα στη Ρώμη και έπειτα στη Νάπολη, πριν καταλήξει στη Μάλτα και εισχωρήσει στο τάγμα. Ωστόσο, οξύθυμος καθώς ήταν, δεν άργησε να μπλέξει πάλι σε καυγά και να οδηγηθεί στη φυλακή. Σχεδιάζοντας ξανά τη διαφυγή του, κατέφυγε στη Σικελία και έπειτα στη Νάπολη, για να ζητήσει άφεση αμαρτιών. Δεν πρόλαβε όμως να πάρει απάντηση, αφού βρέθηκε νεκρός στο λιμάνι του Πόρτο Έρκολε, με τα αίτια του θανάτου του να καλύπτονται από πέπλο μυστηρίου.
Το Παλάτι των Μαγίστρων

Η Μάλτα είναι ένα χωνευτήρι πολιτισμών, με τα σημάδια των κατακτητών διάσπαρτα στα χώματά της. Από τη γη αυτή πέρασαν Φοίνικες και Καρχηδόνιοι, Ρωμαίοι και Άραβες. Ακολούθησαν οι Νορμανδοί, οι Ισπανοί της Αραγωνίας και, βέβαια, οι Ιωαννίτες ιππότες, που απέκρουσαν τους Οθωμανούς στην περίφημη Μεγάλη Πολιορκία του 1565. Μετά τη σύντομη ναπολεόντεια κατοχή διάρκειας δύο ετών, η Μάλτα περιήλθε στους Βρετανούς, ώσπου το 1964 απέκτησε την ανεξαρτησία της. Τα ίχνη της παρουσίας όλων αυτών των λαών έχουν μετατρέψει τη Μάλτα σε υπαίθριο μουσείο. Όμως είναι η ανεπιτήδευτη αρχοντιά της που την κάνει ξεχωριστή. Μοιάζει στ’ αλήθεια να μην πασχίζει να επιδείξει τίποτε από το παρελθόν της, κι αν κάτι ξεχωρίζει είναι η κληρονομιά που άφησαν πίσω τους οι ιππότες.

Περίπου 400 πανοπλίες χρονολογούμενες από τον 13ο μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα κοσμούν τις ψηλοτάβανες αίθουσες του Παλατιού των Μαγίστρων στη Βαλέτα. Κάποτε υπήρχαν πάνω από 7.000, όμως πολλές χάθηκαν τα τελευταία χρόνια κατά τη μεταφορά τους. Η ξεναγός μάς λέει πως μαζί με τους ιππότες κατέφτασαν στο νησί στα τέλη του 16ου αιώνα και πόρνες από άλλες μεσογειακές χώρες, οι οποίες έρχονταν κρυμμένες σε πλοία που μετέφεραν πάγο. Για να τις ξεχωρίζουν οι ιππότες, εκείνες κρατούσαν μια βεντάλια φτιαγμένη από καλαμάκια. Η πόρνη που είχε ο μάγιστρος έπρεπε να είναι μορφωμένη και από καλή οικογένεια, υπήρχαν όμως και φτωχές ερωμένες. Κάποιοι τις ερωτεύονταν παράφορα και έμεναν μαζί τους μια ολόκληρη ζωή.
Ένα ατέλειωτο κινηματογραφικό σκηνικό

Το πώς η κυβέρνηση της Μάλτας έχει αγκαλιάσει και αξιοποιήσει τη βιομηχανία του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, προσφέροντας τα εντυπωσιακά κάστρα και τις πετρόχτιστες μεσαιωνικές πόλεις της για γυρίσματα κορυφαίων διεθνών παραγωγών θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης. Από το χωριό του Ποπάι, που κατασκευάστηκε το 1980 για την ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε ο Ρόμπιν Γούλιαμς, μέχρι το πρόσφατο comeback του Μονομάχου (είχε γυριστεί εδώ και η πρώτη ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ), έχουν μεσολαβήσει γυρίσματα πλήθους ταινιών. Κόμης Μόντε Κρίστο, Το εξπρές του μεσονυχτίου, Τροία, Agora, Captain Phillips, Κώδικας Ντα Βίντσι, Μόναχο, η λίστα δεν έχει τέλος. Χαρακτηριστικό είναι πως το 2022 η κινηματογραφική βιομηχανία άφησε 85 εκατομμύρια ευρώ στη μαλτέζικη οικονομία. Εάν θέλετε να περιηγηθείτε στα στενά του Kings Landing από τη σειρά Game of Thrones, δεν έχετε παρά να επισκεφθείτε τη Mντίνα, την περιτειχισμένη πόλη που υπήρξε πρωτεύουσα της Μάλτας από την αρχαιότητα μέχρι τους μεσαιωνικούς χρόνους.
Μντίνα, η «σιωπηλή πόλη»

Είναι βράδυ όταν προσεγγίζουμε τη «σιωπηλή πόλη», που λάμπει από μακριά πάνω στους λόφους. Για να περάσουν την πύλη με τα αυτοκίνητά τους οι Μαλτέζοι, χρειάζονται ειδική άδεια, ενώ ελάχιστοι τουρίστες περπατούν εδώ αφού πέσει ο ήλιος, κάτι που μας κάνει να νιώθουμε προνομιούχοι σε ένα μυσταγωγικό σκηνικό. Οι δάδες που κρατούν δυο νεαροί ντυμένοι με μεσαιωνικές στολές δείχνουν τον δρόμο σε μερικούς επισκέπτες και φωτίζουν ασθενικά τις προσόψεις των κτιρίων. Μια παρέα παιδιών παίζει κυνήγι θησαυρού στους μικρούς σκοτεινούς δρόμους.

Ένα κομμάτι της Μντίνα είναι μεσαιωνικό και ένα άλλο είναι μπαροκ αρχιτεκτονικής, αφού χτίστηκε από τους ιππότες, όταν τμήμα της καταστράφηκε μετά από φονικό σεισμό στη Σικελία το 1693. Τα πόμολα στις θύρες των σπιτιών έχουν περίτεχνα σχέδια. Μας λένε πως όσο πιο γυαλισμένο ήταν ένα πόμολο, τόσο πιο καλή ήταν η οικονομική κατάσταση των ιδιοκτητών της οικίας. Περπατώντας, περνάμε από τον παλιό καθεδρικό ναό της Μάλτας και σε λίγο συναντάμε έναν τεχνίτη που δουλεύει με φύλλα χρυσού ένα ρολόι στο εργαστήριό του, μέσα στο ημίφως. Στα έξι μοναστήρια που υπάρχουν στη «σιωπηλή πόλη», μένουν σήμερα 45 μοναχές. Δεν βγαίνουν ποτέ εκτός, παρά μόνο για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, με την ευκαιρία της επίσκεψης του πάπα ή όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι υγείας.
Γκόζο: Απολαυστικοί αργοί ρυθμοί

Στο Γκόζο, η βραδύτητα στις κινήσεις των κατοίκων είναι συνυφασμένη με τους αργούς ρυθμούς του μικρού αυτού νησιού του μαλτέζικου αρχιπελάγους. Για να φτάσουμε εκεί, περάσαμε από αλυκές που γυάλιζαν στα αριστερά μας δίπλα στη θάλασσα και αφού πήραμε το φέρι για μια διαδρομή 25 λεπτών, είδαμε τα ξεροχώραφα και τις πέτρες να μεταμορφώνουν το τοπίο μπροστά μας. Μόλις 40 χιλιάδες κάτοικοι ζουν στο νησί και εάν κάτι αποτελεί αγαπημένη τους συνήθεια, αυτό είναι η μεσημεριανή σιέστα. Πολλοί είναι αγρότες και θα ξυπνήσουν νωρίς το πρωί, για να πάνε στα χωράφια τους. Ο Άντονι μας κερνά λευκό, ροζέ και γλυκό κόκκινο πόρτο. Μαζί με τη γυναίκα του αποφάσισαν να αναβιώσουν το οινοποιείο του παππού του.

Περπατήσαμε για λίγο πλάι στα λιμανάκια όπου βρίσκονται αραγμένες οι χρωματιστές βάρκες των κατοίκων. Είδαμε τους εμπόρους να μαζεύουν την πραμάτεια τους μετά από μια ακόμη μέρα στην παραθαλάσσια αγορά, πριν θαυμάσουμε ένα από τα πιο εντυπωσιακά σημεία της διαδρομής, την ακτή Dwejra. Οι παράκτιοι σχηματισμοί των βράχων προσδίδουν στο τοπίο κάτι το απόκοσμο. Αποτελεί μάλιστα ιδιαίτερα δημοφιλή προορισμό για καταδυτικό τουρισμό.
Μια εκκλησία γεμάτη τάματα

Ένας σταυρός που ξεχωρίζει στους λόφους είναι το πρώτο πράγμα που προσέχουμε φτάνοντας στη βασιλική του Ta’Pinu, στο Γκόζο. Τη Μεγάλη Πέμπτη οι προσκυνητές κάνουν το τάμα τους και περπατούν μέχρι την κορυφή. Στο εσωτερικό του ναού, το βλέμμα τραβούν τα μωσαϊκά —οι ψηφίδες τους κάνουν της μορφές των αγίων να λάμπουν σαν κρύσταλλα κάτω από τον ήλιο. Οι πιστοί προσεύχονται με τα μάτια κλειστά. Κάποιοι βάζουν σε φακέλους τις προσευχές τους, για να διαβαστούν από τους ιερείς.

Τα τάματα, κρεμασμένα στους τοίχους των σκοτεινών αιθουσών το ένα δίπλα στο άλλο, δημιουργούν ένα υποβλητικό σκηνικό —θαρρείς και με τον τρόπο τους «φτιάχνουν» μια μεγάλη ανθρώπινη προσευχή. Το μυστηριακό στοιχείο είναι έντονο. Σύμφωνα με τοπικό θρύλο, η ντόπια Καρμίνι Γκρίμα άκουσε κάποτε εδώ τη φωνή της Παναγίας. Έκτοτε, οι πιστοί γυρεύουν στο Ta’Pinu τη λύτρωση.

