«Η εμπειρία μου είναι συγκλονιστική. Μέχρι να πεθάνω θα θυμάμαι εκείνες τις στιγμές με μεγάλη πίκρα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955.
Το σπίτι μας ήταν στον περίβολο της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, του κατεστραμμένου βυζαντινού ναού του 15ου αιώνα, στην πύλη του Αδριανού, στην καρδιά της τουρκικής συνοικίας. Ήμασταν τρία παιδιά. Το ένα στην αγκαλιά. Ο πατέρας μου με χίλιους κόπους κατάφερε να ανοίξει ένα μικρό μεζεδοπωλείο, που συγκέντρωνε αρκετούς Τούρκους. Ένας από αυτούς ήταν φίλος του από παλιά. Έρχεται, λοιπόν, αυτός στις 5 το απόγευμα στο μαγαζί του μπαμπά και του λέει: «Πάρε ό,τι χρήματα έχεις και τρέξε αμέσως στο σπίτι σου, να είσαι κοντά στη γυναίκα και στα παιδιά σου».
Ο πατέρας μου ρώτησε το λόγο. Εκείνος δεν του έλεγε, μόνο τού επαναλάμβανε να βιαστεί. Έτσι κι έγινε. Ήρθε στο σπίτι και καθίσαμε όλοι μαζί για φαγητό.
Στις 8.30 ακούσαμε φωνές έξω από το σπίτι. Δύο καμιόνια σταμάτησαν. Από το πρώτο ξεχύθηκαν δεκάδες ρακένδυτοι άνθρωποι. Το δεύτερο ήταν γεμάτο ρόπαλα και λοστούς. Νομίζοντας ότι η οικογένεια που ζούσε στο προαύλιο της εκκλησίας ήταν η οικογένεια του παπά, άρχισαν να σκαρφαλώνουν στα κάγκελα, δυόμισι μέτρα ύψος, και έπεφταν μέσα στην αυλή σαν τα τσαμπιά. Όρμησαν στο σπίτι μας. Έσπασαν την πόρτα, τα τζάμια, τα παράθυρα.
Θυμάμαι τον εντεκάχρονο αδελφό μου να ρωτάει τη μαμά τι συμβαίνει. Εκείνη του απαντά: «Αύριο μπορεί να μας σφάξουνε». Εκείνος, τότε, παίρνει φόρα και πηδάει από ένα παράθυρο, στο πίσω μέρος του σπιτιού, σε ένα πλαϊνό οικόπεδο, και «σκάει» από τέσσερα μέτρα ύψος. Ο πατέρας μου τον έψαχνε όλη τη νύχτα. Τον βρήκαμε την επομένη, καταχτυπημένο, ματωμένο, σοκαρισμένο.
Στη διάρκεια της λεηλασίας, κάποια τουρκοκρητική οικογένεια από απέναντι ήρθε και μας μάζεψε όλους στο σπίτι της, για να μας προστατέψει.
Η κυβέρνηση Μεντερές, όταν διαπίστωσε ότι είχε χάσει τον έλεγχο, αποφάσισε την επομένη να κηρύξει στρατιωτικό νόμο, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Έστειλε μάλιστα στρατιώτες να φυλάγουν τα εναπομείναντα ελληνικά σπίτια και τις εκκλησίες.
Αφού περάσαμε τη νύχτα στο φιλικό σπίτι, το απόγευμα της επομένης η μητέρα μου αποφάσισε να πάει στο δικό μας, για να πάρει καθαρά ρούχα για το μωρό.
Ήμουν κρεμασμένη από το φουστάνι της. Όρμησα να πάω και εγώ μαζί της. Μπαίνουμε στον αυλόγυρο και βλέπουμε τρεις στρατιώτες να φυλάνε το σπίτι μας, από το οποίο είχαν μείνει μόνο οι τοίχοι. Η μητέρα μου τους ζήτησε να πάρουμε λίγα πράγματα και αυτοί στην αρχή αρνήθηκαν. Στις εκκλήσεις της και αφού ψιθύρισαν κάτι μεταξύ τους, μας άφησαν. Ακούω τη βαριά πόρτα της αυλής να κλείνει πίσω μας. Ο ένας στρατιώτης έμεινε έξω και ο δεύτερος λέει στον τελευταίο: «Βίασε εσύ τη μάνα και εγώ το παιδί».
Ήμουν παιδί οκτώ χρονών εκείνο τον Σεπτέμβρη. Δεν ήξερα τι σήμαινε αυτό που είπαν. Νόμιζα ότι συνεννοήθηκαν να μας σκοτώσουν κι άρχισα να φωνάζω: «Όχι τη μαμά μου! Έχει μωρό να μεγαλώσει!»
Τότε εμφανίζεται σαν από μηχανής θεός ο Τούρκος φίλος του πατέρα μου, ο οποίος προσπαθούσε από την προηγουμένη το βράδυ να φτάσει σπίτι μας, αλλά οι δρόμοι ήταν κλειστοί. Ορμάει στον αυλόγυρο και φωνάζει στους στρατιώτες: «Τι άλλο θέλετε, επιτέλους; Κάψατε το βιος τους, μαυρίσατε τις ψυχές τους, αφήστε την τιμή τους, τουλάχιστον…». Ήταν τόση η οργή του, που τους «βούτηξε» και τους δύο και τους πέταξε έξω από το σπίτι. Έτσι γλιτώσαμε.
Ένας εφιάλτης που δεν πρόκειται να ξεχάσω.
Από τότε δεν έζησα ποτέ ξανά με τον μικρότερο αδελφό μου. Ήταν δύο χρονών και βίωσε τέτοιες καταστάσεις, που όταν επιστρέψαμε στο σπίτι ο μικρός αρνιόταν πεισματικά να έρθει. Πήγε και έμεινε στου θείου μου. Από εκεί έφυγε γαμπρός. Δεν τον είχαμε κοντά μας. Τον στερηθήκαμε.»
Τα Σεπτεμβριανά του 1955. Μια πρωτότυπη έκδοση για το οργανωμένο πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης – την Κυριακή 7/9 με την «Καθημερινή».


