Είναι ένα ζεστό μεσημέρι του Ιουνίου στην κορυφή του λόφου των Μουσών, και γύρω απ’ το μαρμάρινο μνημείο που φτιάχτηκε τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. στη μνήμη του Γάιου Ιούλιου Αντίοχου Φιλοπάππου, λίγοι τουρίστες απολαμβάνουν τον ξαφνικό αέρα που φυσά σαν από μηχανής θεός. Ένα ζευγάρι ξαποσταίνει με την πλάτη ακουμπισμένη στην περίφραξη του μνημείου. Απολαμβάνει σιωπηλά μια μπίρα, δρέποντας τους καρπούς μιας φρενήρους ημερήσιας ξενάγησης στα αξιοθέατα της πρωτεύουσας. Παραδίπλα δυο κοπέλες από τη Νότια Αφρική παίζουν ντόμινο σε ένα μαρμάρινο παγκάκι. Πού και πού ρίχνουν κλεφτές ματιές στην Ακρόπολη, ικανοποιημένες, όπως μου λένε όταν διακόπτω την πατρίδα τους, που δεν συνωστίζονται στα προπύλαιά της. Στο βάθος απλώνεται το λεκανοπέδιο, στα νότια ο Σαρωνικός, από την άλλη μεριά ο Λυκαβηττός. Αυτή τη θέα προσπαθούσε να καταγράψει ο ενθουσιώδης Ινδός που ύψωσε για μια παροδική στιγμή ευτυχίας το ντρόουν του πριν δεχτεί την παρατήρηση του φρουρού από το φυλάκιο.
Γύρω μας η Αθήνα δεν σταματά να τρέχει, εδώ όμως, στον πρώτο από τους τρεις λόφους που αποτελούν το σύμπλεγμα του Φιλοπάππου (Νυμφών και Πνύκα οι άλλοι δύο), η καθημερινότητα έχει τους δικούς τους ρυθμούς. Σε μια έκταση περίπου 700 στρεμμάτων, συγκεντρώνεται το παρελθόν και το παρόν της πόλης, μπλεγμένο αρμονικά και ανεπιτήδευτα. Εδώ άλλωστε συνυπάρχουν όλες φυλές της πόλης: Αθηναίοι και ψηφιακοί νομάδες, τουρίστες και αθλητές, φιλόζωοι και μοναχικές ψυχές. «Είναι η ηρεμία που μας αρέσει εδώ. Οι άλλοι λόφοι είναι πιο πυκνοκατοικημένοι, ο Φιλοπάππου είναι προσβάσιμος, εύκολος να τον περπατήσεις και έχει ελεύθερη είσοδο», λένε η Μία και η Αντρέα, πριν επιστρέψουν στην παρτίδα τους. Για άλλους όπως ο Τζέιμς, Βρετανός κάτοικος Αθηνών εδώ και οκτώ μήνες, ο λόφος έχει και μια πνευματική διάσταση. «Το να βλέπω εδώ το ηλιοβασίλεμα, με την ησυχία αυτή που του αρμόζει, με κάνει να σκέφτομαι πώς ο θεός δημιούργησε τον κόσμο».
Διαβάστε περισσότερα στο νέο τεύχος του «Κ» που κυκλοφορεί την Κυριακή 22 Ιουνίου με την «Καθημερινή».

