«Η Κηφισιά είναι ένα προάστιο μοναδικό και συγχρόνως “μουσείο” των πιο επιδεικτικών και εκκεντρικών δειγμάτων αρχιτεκτονικής που δεν έχει το ταίρι του στην Ευρώπη», έγραφε ο τεχνοκριτικός Όσμπερτ Λάνκαστερ, ο οποίος είχε βρεθεί στην Αθήνα αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ως ακόλουθος Τύπου στη βρετανική πρεσβεία. Επαύλεις σε ύφος pittoresque, με βυζαντινές επιρροές, με δάνεια από το γαλλικό μπαρόκ, νεοκλασικά, αναγεννησιακά, νεογοτθικού ρυθμού, δημιουργούν ένα μοναδικό μωσαϊκό που αφηγείται την αστική ιστορία της Κηφισιάς. Τα κτίσματα αυτά, τα περισσότερα θερινές κατοικίες της αθηναϊκής αστικής τάξης των τελών του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, λειτουργούν ως τεκμήριο μιας εποχής που αναζητούσε την ταυτότητά της ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση.
Ξεκινάω την περιήγησή μου με τον δήμαρχο Κηφισιάς, Βασίλη Ξυπολυτά, σε κάποια από τα πιο εμβληματικά κτίσματα της πόλης. Μου δίνει ραντεβού στο νούμερο 10 της οδού Δαγκλή, εκεί που γράφτηκε μία από τις πιο ένδοξες σελίδες της νεότερης ιστορίας μας. Όσο τον περιμένω, παρατηρώ τον περιποιημένο κήπο της οικίας Μεταξά από τον δρόμο. Σπρώχνουμε τη βαριά σιδερένια πόρτα και στις σκάλες μάς υποδέχεται η εγγονή του, Ιωάννα Φωκά-Μεταξά. «Ο Γκράτσι μπήκε από την πλαϊνή πόρτα», μας εξηγεί και μας δείχνει με το δάχτυλο μια πιο μικρή καγκελόπορτα.
Διαβάστε περισσότερα στο νέο τεύχος του «Κ» που κυκλοφορεί την Κυριακή 1 Ιουνίου με την «Καθημερινή».

