Οι ρυθμοί απονομής της δικαιοσύνης βρίσκονται, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, στο μικροσκόπιο των ίδιων των δικαστών, με το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο να δείχνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα την πόρτα σε όσους σημείωναν συστηματικά βραδυπορία.
H πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Iωάννα Κλάπα, συνειδητοποιώντας, όπως δηλώνει, το βάρος των καθηκόντων της, αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα ότι «περιορισμένος αριθμός συναδέλφων, που αποτελούν, ευτυχώς, τη μειοψηφία των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών, εμφανίζουν σημαντική διαχρονική καθυστέρηση στην άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων ή ακόμη ενεργούν πρόχειρα ή διεκπεραιωτικά. Το κράτος δικαίου, εξάλλου, δεν εντοπίζεται μόνο στα κεφαλαιώδη ζητήματα ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Η έννοια του κράτους δικαίου, σύμφωνα με τις αρχές της ΕΣΔΑ και του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, υπό τη διευρυμένη έννοιά του, αφορά οπωσδήποτε και το ζήτημα απόδοσης της δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο. Θεωρώ λοιπόν ότι οφείλω, μέχρι το τέλος της θητείας μου, να αντιμετωπίσω, κατά το δυνατόν, την παθογένεια αυτή, με εσωτερικές, απολύτως θεσμικές, διαδικασίες».

Η ηγεσία των δικαστηρίων διαπνέεται από κοινή αντίληψη. Ο πρόεδρος του ΣτΕ, Μιχάλης Πικραμένος, σχολιάζει ως δεδομένο ότι «το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε πάντοτε υψηλή ποιότητα στις αποφάσεις του, χάρη στο έργο των συναδέλφων από το 1929, οπότε άρχισε η λειτουργία του, μέχρι σήμερα. Εκείνο το οποίο, νομίζω, μας δημιουργεί πρόβλημα είναι η αποτελεσματικότητα. Δεν μου αρέσει ο όρος “ταχεία δικαιοσύνη” ή “γρήγορη δικαιοσύνη”. Το σωστό είναι να λέμε “δικαιοσύνη που απονέμεται εντός εύλογου χρόνου”. Όπως έχει δεχτεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο του Στρασβούργου, “εύλογος χρόνος” σημαίνει ότι μπορεί να χρειαστεί περισσότερος χρόνος για μια περίπλοκη υπόθεση, με σύνθετα νομικά ζητήματα, αλλά σε μια απλή υπόθεση ή σε μια μεσαία, με λυμένα ζητήματα, δεν νοείται υπερβολική διάρκεια της δίκης. Ο συνδυασμός ποιότητας και εύλογου χρόνου είναι ο πρώτος στόχος που πρέπει να επιτευχθεί και είναι για μένα προσωπικό στοίχημα».

«Θα ήθελα, πάντως, να αναφερθώ στον αρνητικό ρόλο που μας καταλογίζεται για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας, λόγω των καθυστερήσεων στην έκδοση των αποφάσεων», συμπληρώνει τον συλλογισμό του ο κ. Πικραμένος. «Παράδειγμα, οι πρόσφατες αποφάσεις μας για την αντισυνταγματικότητα των ρυθμίσεων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού. Πρέπει να γίνει γνωστό ότι η νομολογία του δικαστηρίου από τη δεκαετία του ’80 είχε κρίνει ποια ζητήματα ρυθμίζονται από τον οικοδομικό κανονισμό και ποια από τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Ο νομοθέτης του ΝΟΚ το 2012 θέσπισε ρυθμίσεις, σε αντίθεση με την ήδη διαμορφωμένη νομολογία μας, η οποία σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα θα αποτελούσε τον οδηγό του. Λόγω της οικονομικής κρίσης, οι πρώτες οικοδομικές άδειες εκδόθηκαν αρκετά χρόνια μετά το 2012 και προσβλήθηκαν ενώπιον των δικαστηρίων, ενώ στο μεταξύ κάποιες οικοδομές σχεδόν ολοκληρώθηκαν. Το ΣτΕ έκρινε τα ζητήματα με τις πρόσφατες αποφάσεις του, με βάση τη γνωστή από τη δεκαετία του ’80 νομολογία του. Επομένως, τόσο η καθυστέρηση στην κρίση επί της συνταγματικότητας του ΝΟΚ, όσο και η πραγματική κατάσταση που εν τω μεταξύ διαμορφώθηκε, δεν οφείλεται στο δικαστήριο, αλλά στο ότι ο νομοθέτης δεν έλαβε υπόψη την πάγια νομολογία μας. Κάνω έκκληση, στα θέματα ειδικά του περιβάλλοντος και της δόμησης ο νομοθέτης να λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις θέσεις του δικαστηρίου, για να μη δημιουργούνται καταστάσεις που προκαλούν αναταράξεις στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, αφήνοντας εκτεθειμένους χιλιάδες πολίτες».
Η πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Σωτηρία Ντούνη, προσθέτει την κρίσιμη παράμετρο της «συμμόρφωσης» στο όλο σκηνικό. «Ο βαθμός συμμόρφωσης της δημόσιας διοίκησης και των ελεγχόμενων φορέων εν γένει στις συστάσεις και στις παρατηρήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου βελτιώνεται βαθμιαία τα τελευταία χρόνια, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις. Συχνά διαπιστώνουμε ότι οι ελεγχόμενοι φορείς δυσκολεύονται να εφαρμόσουν τις συστάσεις, λόγω αδράνειας της διοίκησης, γραφειοκρατικών εμποδίων ή έλλειψης κατάλληλων μηχανισμών και προσωπικού. Ωστόσο, είναι ενθαρρυντικό το ότι διαβλέπουμε αυξημένη διάθεση συνεργασίας και προσαρμογής στις απαιτήσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Επιπλέον, η δημιουργία μηχανισμών παρακολούθησης της προόδου κάθε φορέα και η δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων διασφαλίζουν ότι οι συστάσεις δεν παραμένουν μόνο συστάσεις, αλλά μετατρέπονται σε πράξεις.

«Αντίθετα, η συμμόρφωση των αρμόδιων φορέων για την απονομή συντάξεων στις αμετάκλητες αποφάσεις του δικαστηρίου ακολουθεί ιδιαίτερα αργούς ρυθμούς. Αυτό επιβεβαιώνεται από τις ετήσιες εκθέσεις του Συμβουλίου Συμμόρφωσης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η καθυστέρηση αυτή οδηγεί στην επιβολή των προβλεπόμενων μέτρων. Η συμμόρφωση δεν αποτελεί απλώς ζήτημα επιβολής. Στόχευσή μας είναι να καλλιεργήσουμε κουλτούρα ευθύνης και συνεργασίας»
Διαβάστε περισσότερα στην έκδοση «Δίκαιο και Επιχειρήσεις» που κυκλοφορεί την Κυριακή 13 Απριλίου με την «Καθημερινή».

