Είχαμε αποβιβαστεί από το πούλμαν του αεροδρομίου πίσω από την Εθνική Βιβλιοθήκη και είχαμε την αίσθηση πως βρισκόμαστε σε ένα μέρος οικείο, παρόλο που το επισκεπτόμασταν για πρώτη φορά. Δεν βιαστήκαμε να βρούμε απάντηση στο γιατί, θα μας την έδιναν τα Τίρανα τις επόμενες 48 ώρες. Οι πρώτες εικόνες της διαδρομής από το αεροδρόμιο μέχρι το κέντρο της πόλης περιλάμβαναν εργοτάξια, εντυπωσιακά πολλά ιδιωτικά ιατρεία, ίσως τα πιο ακριβά τζιπ που έχουμε δει στη ζωή μας, σαρδελοποιημένα λεωφορεία με γερμανικές επιγραφές, παρόμοια με της Θεσσαλονίκης, και μια διαολεμένη κίνηση. Μια διαδρομή που σε κανονικές συνθήκες θα διαρκούσε είκοσι λεπτά, κράτησε μία ώρα. Α, και η βροχή, επίσης κομμάτι της κανονικότητας των Τιράνων.
Ο ήχος του μουεζίνη από το Ετχέμ Μπέη τζαμί διαγράφει μονομιάς τον θόρυβο από τα αυτοκίνητα, όμως όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην κεντρική πλατεία των Τιράνων. Από το 2017 η πλατεία έχει πεζοδρομηθεί και αποτελεί τον μεγαλύτερο δημόσιο χώρο στη χερσόνησο των Βαλκανίων. Στο σημείο μηδέν της αλβανικής πρωτεύουσας, βρίσκεται το Παλάτι του Πολιτισμού. Όσο οι τουρίστες αγοράζουν από πλανόδιους ομπρέλες, κάποιοι υπάλληλοι της Όπερας αλλάζουν την αφίσα που κρέμεται ανάμεσα στις μαρμάρινες καμάρες. Απέναντι βρίσκεται το Εθνικό Μουσείο Ιστορίας, κλειστό για ανακαίνιση μέχρι το 2028. Το βλέμμα όμως πέφτει στο σοσιαλιστικής έμπνευσης μωσαϊκό της πρόσοψης, το οποίο αποτελείται από δεκατρείς φιγούρες. Απέναντι διακρίνεται η Τράπεζα της Αλβανίας, ένα ρασιοναλιστικό κτίσμα των τελών της δεκαετίας του 1930, απότοκο της ιταλικής επιρροής στη βαλκανική χώρα. Κτίρια της φασιστικής αρχιτεκτονικής του ventennio εμφανίζονται κατά μήκος του βουλεβάρτου Dëshmorët e Kombit (Μάρτυρες του Έθνους), όπου στεγάζονται διάφορα κυβερνητικά κτίρια, ενώ άλλα έχουν πέσει θύματα αρχιτεκτονικών «εγκλημάτων», όπως το Εθνικό Θέατρο, το οποίο κατεδαφίστηκε το 2020, παρά τις μαζικές διαμαρτυρίες.
Διαβάστε περισσότερα στο νέο τεύχος του «Κ» που κυκλοφορεί την Κυριακή 30 Μαρτίου με την «Καθημερινή».

