Στα νεανικά του χρόνια, ο Παναγιώτης Τέτσης κλήθηκε να ανταποκριθεί σε μια πρόκληση που προερχόταν από την Ελένη Βλάχου, εκδότρια τότε της Καθημερινής. Η εφημερίδα στεγαζόταν τότε (και για περίπου 50 χρόνια, 1951-2001) στην ιστορική έδρα της οδού Σωκράτους 57, κοντά στην Ομόνοια. Στην είσοδο του κτιρίου, δεξιά, σε έναν ειδικά σχεδιασμένο χώρο, είχε προβλεφθεί η ανάρτηση ενός έργου με θέμα την Αθήνα. Και το έργο αυτό είχε παραγγελθεί στον Παναγιώτη Τέτση.
Ο Τέτσης βρισκόταν τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, σε μια κρίσιμη καμπή προς την ωριμότητα. Με νωπές τις εμπειρίες από τη διαμονή του στο Παρίσι και εγκατεστημένος στο ατελιέ της οδού Ξενοκράτους, είχε αποκτήσει και όνομα και φήμη. Είχε ήδη κάνει ατομικές εκθέσεις και είχε γίνει μέρος μιας ευρύτερης πνευματικής ζύμωσης με σημαντικές προσωπικότητες της πόλης.
Η ιδέα, λοιπόν, να συνθέσει μια οπτική, ένα εικαστικό πανόραμα, για την Αθήνα (πιο σωστά για την «ιδέα» της Αθήνας) τον έβρισκε σε μια στιγμή δημιουργικής πνοής. Η πρόταση πιθανότατα τον έβαλε σε σκέψεις. Πώς να αποδώσει την Αθήνα –σε εκείνη τη χρονική συγκυρία, στο κατώφλι του 1960– εκείνος που είχε σπουδάσει πάνω στο χρώμα, στους όγκους, στη διάθλαση του βλέμματος… Πώς να μιλήσει με τον χρωστήρα του για μια πόλη που ήταν τροφός, κιβωτός αλλά και αρχαία όσο ο χρόνος, μοντέρνα σαν ένας έφηβος, φευγαλέα σαν μια στιγμή… Επινοώντας μια τεχνοτροπία ζωγραφισμένης ταπετσαρίας και εμμένοντας σε μια δισδιάστατη προοπτική, ο Τέτσης κληροδοτεί με το έργο αυτό μια σημαντική συνεισφορά στην εικαστική ιστορία της Αθήνας.
Σε αντίθεση με τις λαϊκές αγορές ή τις συστάδες των παλιών σπιτιών στις υπώρειες του Λυκαβηττού, η Αθήνα του Τέτση, που έγινε για την Καθημερινή, ακολουθεί τη λογική και την παράδοση της αρχιτεκτονικής ουτοπίας, μια παράδοση που μας πηγαίνει πίσω σε προγενέστερα, καταγωγικά, στάδια της ιστορίας της τέχνης. Εν προκειμένω, ο Τέτσης συμπύκνωσε, με άξονα την περιοχή της Ομονοίας αλλά και με ακτίνα έως την Αθηναϊκή Τριλογία και τον Λυκαβηττό, την πεμπτουσία της νεοκλασικής Αθήνας, γεννώντας συγκατοικήσεις κτιρίων που είχαν ήδη κατεδαφιστεί ή επρόκειτο να κατεδαφιστούν τα αμέσως επόμενα χρονιά, μαζί με τα εμβληματικά και πάντα σταθερά κτίρια της δημόσιας ακαδημαϊκής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα.
Aυτή η Αθήνα του Παναγιώτη Τέτση αθροίζεται τόσο στη μεγάλη λίστα των εικαστικών αποτυπώσεων της πόλης όσο και στη δική του εργογραφία, στον βραχίονα εκείνο της αστικής τοπιογραφίας. Κατά έναν τρόπο όμως, το έργο του Τέτση, αν και διακρίνεται σε ενότητες, στάδια και κεφάλαια, συναιρείται σε εκείνη την άχρονη κατάσταση στην οποία το έλασσον γίνεται μείζον κατά τον τρόπο που ο ίδιος είχε οργανώσει το δικό του αισθητικό σύμπαν στο επισκέψιμο σπίτι του στην Ύδρα.
Απόσπασμα από άρθρο που περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση «Παναγιώτης Τέτσης, ο δάσκαλος του χρώματος και του φωτός», που κυκλοφορεί με την Καθημερινή της Κυριακής με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του δασκαλου της ζωγραφικής.
Διαβάστε περισσότερα στην ειδική έκδοση «Παναγιώτης Τέτσης, ο δάσκαλος του χρώματος και του φωτός», που κυκλοφορεί την Κυριακή 23 Φεβρουαρίου με την Καθημερινή.

