Η ποιήτρια των τραγουδιών που αγαπήσαμε μας μιλάει για τη ζωή της, την έντεχνη μουσική και τον κόσμο που ζούμε, με αφορμή την επιστροφή της στη σκηνή και στη δισκογραφία:
«Παναγιώτη, ποια δεκαετία έχεις γεννηθεί;», με ρωτάει ενώ κρατάω τον ναυτικό επενδύτη μου στο χέρι, έτοιμος να φύγω, αφού έχουμε τελειώσει μια συνέντευξη που κράτησε κοντά δύο ώρες. Είμαι του 1982. «Άρα, ήσουν μωράκι όταν πρωτακούστηκα στα ερτζιανά», μου λέει. Η αλήθεια είναι ότι, όντως, με το Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ μεγάλωσα. Σήμερα, την έχω απέναντί μου. Την παρατηρώ να ποζάρει με τα πορτοκαλί γυαλιά και τα όμορφα δαχτυλίδια της, τη μία να λέει λέξεις όπως «γαϊδουρέξ» κι αμέσως μετά: «Πάμε πάλι, γιατί πέρασε μια σκέψη από το μυαλό μου που νομίζω ότι μου αλλοίωσε το βλέμμα».
Πού μεγαλώσατε;
Δεν θα έλεγα ότι μεγάλωσα, αλλά πως άρχισα να μεγαλώνω σε μια ωραία χερσόνησο, των Μεθάνων. Όμορφος τόπος. Είχα την καλοτυχία το σπίτι που μέναμε να είναι κοντά στη θάλασσα και να πηγαίνω
με τα πόδια στο σχολείο, μέχρι τη Γ΄ Δημοτικού.
Η μητέρα μου ήταν δασκάλα εκεί.
Ήταν και δασκάλα σας;
Ήταν δασκάλα της αδερφής μου, αλλά όχι δική μου. Όλα ήταν τρυφερά, απλά. Θυμάμαι τα παιχνίδια μας, την ησυχία – δεν άκουγες πολλά αυτοκίνητα. Βεβαίως, υπήρχε και η υπόθεση «καράβι», που με μάγευε. Πέρναγε το πρωί, το απόγευμα και το βράδυ· αυτά τα τρία δρομολόγια μου έδιναν τη σιγουριά ότι κι εγώ θα ταξιδέψω.
Από ποια ηλικία;
Πριν πάω σχολείο. Το καλοκαίρι, βέβαια, είχαν τρομερή πολυκοσμία τα Μέθανα· παιζόταν άλλο έργο.
Στην Αθήνα πότε ήρθατε;
Στη Δ΄ Δημοτικού. Μείναμε στον Νέο Κόσμο και πήγα σε ιδιωτικό σχολείο, στο Παγκράτι. «Βυζάντιο» λεγόταν. Ερχόταν, πια, το σχολικό και με έπαιρνε, ενώ ξεκίνησα κλασική κιθάρα στο ωδείο που ήταν στην πλατεία της Νέας Σμύρνης.
Διαβάστε περισσότερα στο νέο τεύχος του «Κ» που κυκλοφορεί την Κυριακή 26 Ιανουαρίου με την «Καθημερινή».

