Τέτοιες μέρες πριν 30 χρόνια, –Νοέμβριος του 1994– ο 30χρονος Τζεφ Μπέζος έχει μόλις παραιτηθεί από τη χρηματιστηριακή εταιρεία στην οποία εργάζεται ως αναλυτής. Η θέση του είναι καλοπληρωμένη και γεμάτη προοπτικές, αλλά εκείνος αποφασίζει μαζί με την πρώτη του σύζυγο, Μακένζι Σο, η οποία εργάζεται στην ίδια χρηματιστηριακή, να πάρει ένα μεγάλο ρίσκο ιδρύοντας τη δική του επιχείρηση. Παίρνει ένα δάνειο 300 χιλιάδων δολαρίων απ’ τους γονείς του και καταστρώνει το επιχειρηματικό του σχέδιο στο γκαράζ του σπιτιού του στην Ουάσιγκτον.
Το ζευγάρι μετακομίζει αμέσως μετά στο Σιάτλ, όπου και εγκαθιστά την έδρα της εταιρείας. Ο Μπέζος έχει ακούσει ότι το ηλεκτρονικό εμπόριο θα γνωρίσει άνοδο της τάξης του 2.300% κάθε χρόνο. Το ποσοστό αυτό τον στοιχειώνει. Καταλαβαίνει ότι εδώ υπάρχει ένα αληθινό χρυσωρυχείο. Αναζητά προϊόντα που θα μπορούσε να εμπορευτεί και καταλήγει στα βιβλία, εξαιτίας της αφθονίας τους. «Δεν υπάρχει άλλο προϊόν με τόση ποικιλία», θα δηλώσει αργότερα.
Όταν πια έχει προχωρήσει αρκετά, πρέπει να δώσει ένα όνομα στην εταιρεία του. Καλεί στο τηλέφωνο τον δικηγόρο του και του αναθέτει την κατοχύρωση του ονόματος που έχει σκεφτεί. «Cadabra», του λέει, έχοντας στον νου του τη «μαγική» φράση «άμπρα κατάμπρα». «Cadaver?» (πτώμα;) του απαντά ο δικηγόρος. Ο Μπέζος καταλαβαίνει αμέσως τι πρέπει να κάνει και επανέρχεται μετά από λίγο με ένα νέο όνομα, το οποίο θα γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία της επιχειρηματικότητας.
Διαβάστε περισσότερα στο νέο τεύχος του «Κ» που κυκλοφορεί την Κυριακή 24 Νοεμβρίου με την «Καθημερινή».

