Χρυσόστομος Τσαπραΐλης: Γράφοντας για έναν πιο συναρπαστικό κόσμο

Ο Χρυσόστομος Τσαπραΐλης είναι συγγραφέας και έχει εκδώσει τρεις συλλογές διηγημάτων, στα οποία χρησιμοποιεί στοιχεία τελετουργικών λαϊκής μαγείας ως βάση για τη δική του μυθοπλασία. Τον περασμένο Μάιο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος το νέο του βιβλίο, η νουβέλα Το κατέβασμα του φεγγαριού. Η ομώνυμη λαϊκή δοξασία αναφέρεται σε διάφορες αρχαίες πηγές, μεταξύ των οποίων και οι Νεφέλες του Αριστοφάνη, και αφορά την αιχμαλώτιση της αντανάκλασης του φεγγαριού μέσα σε ένα δοχείο με νερό, ώστε αυτό να αποτελέσει τη βάση για θεραπευτικά –και άλλα– φίλτρα. Ο Χρυσόστομος εξεπλάγη όταν έμαθε ότι αυτό το τελετουργικό συνεχιζόταν στον Παλαμά της Καρδίτσας μέχρι και τη δεκαετία του ’60 και αποφάσισε να δημιουργήσει ένα αφήγημα βασισμένο σε αυτήν ακριβώς τη θεματική. Έχοντας περάσει τα παιδικά του χρόνια στην Καρδίτσα, η μελέτη των λαϊκών δοξασιών είναι γι’ αυτόν ένας τρόπος να κάνει τον τόπο στον οποίο μεγάλωσε κάπως πιο ενδιαφέροντα στα μάτια του. Να πλάσει μια ιστορία που να κάνει λιγότερο θλιβερή την όψη εγκαταλελειμμένων εργοστασίων, μισογκρεμισμένων σπιτιών και παρατημένων εκκλησιών που συναντάει κάνοντας βόλτα με το ποδήλατο στα χωριά του κάμπου της Καρδίτσας.
Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Χρυσόστομος: «Από μικρός ένιωθα ότι ο κόσμος στον οποίο μεγαλώνω είναι πολύ αυστηρά ορισμένος, ότι του λείπει κάποια γοητεία, όπως το μυστήριο και η περιπέτεια που έβρισκα στη μυθολογία, στη λαϊκή παράδοση και σε παραμύθια. Προσπαθώ να καταλάβω και να παρουσιάσω έναν προνεωτερικό τρόπο σκέψης, ο οποίος είναι αρκετά διαφορετικός από τον δικό μας. Βλέπω τις αναφορές στη λαϊκή μαγεία σαν μια δίοδο εμπλουτισμού του δικού μας, αρκετά ασφυκτικού και ορθολογικού κόσμου».
Τόσο τα βιβλία όσο και οι ιστορίες που δημοσιεύει στη σελίδα «Παγανιστικές δοξασίες στη θεσσαλική επαρχία» στο Facebook πατάνε σε στοιχεία της λαογραφίας για να δημιουργήσουν μια συγκεκριμένη ατμόσφαιρα, αλλά η πλοκή τους αποτελεί προϊόν της φαντασίας του ίδιου του συγγραφέα. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργούνται κάποιες νέες «δοξασίες» που συνδέουν σημεία της Θεσσαλίας με ιστορίες που έπλασε ο Χρυσόστομος. Κάτοικοι των χωριών γύρω από τη λίμνη Πλαστήρα, για παράδειγμα, έχουν αρχίσει να ονοματίζουν σημεία της περιοχής με βάση φανταστικές ιστορίες του Χρυσόστομου που διαδραματίζονται εκεί.
Κάτοικοι των χωριών γύρω από τη λίμνη Πλαστήρα έχουν αρχίσει να ονοματίζουν σημεία της περιοχής με βάση φανταστικές ιστορίες του Χρυσόστομου που διαδραματίζονται εκεί.
Ως προς την έντονη απήχηση που δείχνει να έχει σήμερα η λαϊκή μαγική παράδοση στη νέα γενιά, ο Χρυσόστομος καταγράφει μια λαχτάρα για διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης της γνώσης. «Πέρα από την αδιαμφισβήτητη χρησιμότητα της επιστήμης, υπάρχει μια τάση για αναζήτηση νοήματος και συγκέντρωσης γνώσης για ζητήματα που δεν μπορούν να καλυφθούν από αυτήν. Στον κόσμο του ύστερου καπιταλισμού, όπου τα πάντα έχουν την τάση να ποσοτικοποιούνται και να μπαίνουν σε υπολογισμούς, πολλοί από εμάς νιώθουμε άβολα και χρειαζόμαστε να ανακαλύψουμε κάτι διαφορετικό. Αυτό πυροδοτεί τη λαχτάρα και την αναζήτηση για κάποιου είδους μαγεία – είτε κυριολεκτική είτε μεταφορική. Και ας μην ξεχνάμε ότι η μαγεία –ως φιλοσοφία και κοσμοαντίληψη– αποτελούσε ιστορικά το εργαλείο των πιο ασθενών κοινωνικών ομάδων. Από τις γυναίκες που τη χρησιμοποιούσαν σαν κώδικα για τη μεταξύ τους επικοινωνία και ως μέσο άμυνας απέναντι στην πατριαρχία μέχρι τους ξένους και οποιονδήποτε άλλο που έφερε το στίγμα του διαφορετικού. Η μαγεία είναι ένα καταφύγιο για όλους όσοι περιορίζονται από την ορθολογική τάση που κυριαρχεί στον κόσμο μας από τα τέλη του 19ου αιώνα».
Κωνσταντίνος Ντέλλας: Ζωντανεύοντας τις ιστορίες των «γριών»

Ο Κωνσταντίνος Ντέλλας είναι ο σκηνοθέτης της sold out παράστασης Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα, που παίζεται εδώ και τρία χρόνια από την Πειραματική Σκηνή του Θεσσαλικού Θεάτρου στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Πρόκειται για ένα θεατρικό έργο που παρουσιάζει ιστορίες γυναικών της Θεσσαλίας των περασμένων αιώνων και τη σχέση τους με τη λαϊκή μαγεία, με πρωταγωνιστές τρεις νέους άνδρες ηθοποιούς που υποδύονται τις ηλικιωμένες κυρίες. Ο Κωνσταντίνος πραγματοποιεί ανά τακτά διαστήματα συνεντεύξεις με γυναίκες της Θεσσαλίας σχετικά με ιατρομαγικές πρακτικές και ενσωματώνει στην παράσταση κάποια από τα ηχητικά ντοκουμέντα που προκύπτουν. Κάποιες γυναίκες αναφέρουν σχετικά γνώριμες πρακτικές, όπως το ξεμάτιασμα, και άλλες λιγότερο γνωστές δοξασίες, όπως το ότι, μαζεύοντας από το πάτωμα τις τρίχες που πέφτουν από τα μαλλιά μας και βάζοντάς τες στα κεραμίδια, συγκρατούμε την ενέργειά τους στο σπίτι μας.
Ο Κωνσταντίνος επισημαίνει ότι «η λαϊκή μαγεία στη Θεσσαλία αποτελεί μια χιλιετή παράδοση. Ξεκινά από τον μύθο της Μήδειας η οποία, διασχίζοντας την περιοχή, άδειασε έναν ολόκληρο σάκο που περιείχε σπόρους για θεραπευτικά και μαγικά βότανα στα χώματά της. Μέχρι και λίγες δεκαετίες πίσω, η λαϊκή μαγεία παρέμενε βαθιά ριζωμένη στην καθημερινότητα των ανθρώπων της επαρχίας. Υπήρχαν πρακτικές συμπαθητικής μαγείας, όπως αυτή της γιαγιάς που ξεπροβοδίζει τα παιδιά και τα εγγόνια της αδειάζοντας ένα ποτήρι νερό στο χώμα «για να κυλήσει σαν νεράκι ο δρόμος τους», αλλά και πιο σκοτεινά τελετουργικά, μέσα από τα οποία οι γυναίκες αντιστέκονταν στην καταπίεση που τους ασκούσε η πατριαρχία».
Το εντυπωσιακό συμπέρασμα που προκύπτει από την παράσταση είναι ότι το νεανικό κοινό όχι μόνο ενδιαφέρεται αλλά και συγκινείται με αυτή τη θεματική. Όπως επίσης και το ότι υπάρχουν παλιά τελετουργικά που εξακολουθούν να επηρεάζουν έντονα το συλλογικό ασυνείδητο. Ανάμεσά τους, και αυτό της Περπερούνας, μιας λιτανείας στην οποία οι γυναίκες του χωριού παρακαλούν για βροχή. Για να γίνει αυτό, ντύνουν ένα νεαρό κορίτσι με φύλλα από δέντρα και θάμνους και περπατούν μαζί του στους δρόμους τραγουδώντας. Καθώς η λιτανεία περνά από τα σπίτια, οι νοικοκυρές βγαίνουν με κανάτια και βρέχουν το νεαρό κορίτσι, που συμβολίζει τη γη, ελπίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα προκαλέσουν τη βροχή. Η Περπερούνα αναφέρεται στις Γριές και στάθηκε μάλιστα αφορμή για να σχολιάσουν κάποιοι διαδικτυακά ότι η παράσταση ευθύνεται για την πρόκληση των καταστροφικών πλημμυρών στη Θεσσαλία το 2023. Η παράδοση της λαϊκής μαγείας μπορεί, λοιπόν, ταυτόχρονα να αποτελεί δημιουργική πηγή έμπνευσης για κάποιους αλλά και φορέα διαιώνισης της δεισιδαιμονίας για άλλους.
Ρωσσάνα Παπαθέου: Αναζητώντας τα μυστικά των βοτάνων

Η δασολόγος-περιβαλλοντολόγος Ρωσσάνα Παπαθέου εκπόνησε για το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας μια έρευνα σχετικά με τα φαρμακευτικά φυτά του Κόζιακα. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου βουνού, από το οποίο λέγεται ότι συνέλεγε τα θεραπευτικά του βότανα ο Ασκληπιός, είναι ότι έχει πολλά επιμέρους μικροκλίματα και ποικιλία θεραπευτικών φυτών που εμφανίζονται από τα 200 μ. μέχρι και τα 2.200 μ. των ψηλότερων κορυφών του. Λέγεται ότι, στο υγειονοθεραπευτήριο που είχε ιδρύσει ο Ασκληπιός στην περιοχή, χρησιμοποιούνταν ο μανδραγόρας για να δοθούν μαντείες και μια σειρά από άλλα τοπικά βότανα ως παυσίπονα και αιμοστατικά. Πολλές από αυτές τις χρήσεις, οι οποίες συχνά συνδύαζαν τη θεραπεία με τη μαγεία, συνέχισαν να χρησιμοποιούνται για χιλιετίες.
Λέγεται ότι στο υγειονοθεραπευτήριο του Ασκληπιού στην περιοχή, χρησιμοποιούνταν ο μανδραγόρας για να δοθούν μαντείες και μια σειρά από άλλα τοπικά βότανα ως παυσίπονα και αιμοστατικά.
Προκειμένου να μπορέσει να εντοπίσει τα βότανα που χρειαζόταν για τις επιστημονικές της μελέτες, η Ρωσσάνα στράφηκε σε ηλικιωμένους κατοίκους των γειτονικών χωριών. Και αυτοί την ενημέρωσαν όχι μόνο για το πού φύονται αλλά και για τον τρόπο με τον οποίο τα χρησιμοποιούσαν. Τη σκάρφη, για παράδειγμα, τη χορηγούσαν για να αντιμετωπίσουν την παραφροσύνη αλλά και για να θεραπεύσουν ανοικτές πληγές. Παράλληλα, αν είχαν στην αυλή τους κάποιο δέντρο που δεν ήθελαν, τοποθετούσαν δίπλα του μια ρίζα σκάρφης και αυτή σταδιακά κατέστρεφε το ριζικό σύστημα του δέντρου. Μέσα από τις εργαστηριακές της έρευνες, η Ρωσσάνα κατέγραψε την έντονη αντιοξειδωτική δράση αυτής της ρίζας, αλλά και τοξικότητα τόσο υψηλή, που είναι ικανή να προκαλέσει παράλυση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Στην περίπτωση αυτή, η επιστημονική ανάλυση έδωσε μια ορθολογική εξήγηση σε ένα φαινόμενο που μπορεί άλλοτε να εκλαμβανόταν ως μαγεία. Την έννοια της μαγείας –τόσο σε κυριολεκτικό όσο και σε μεταφορικό επίπεδο– αναίρεσε για τη Ρωσσάνα η εμπειρία που είχε σε πολλές από τις βουνοπλαγιές του Κόζιακα που επισκέφτηκε. Και αυτό γιατί η συλλογή των βοτάνων γίνεται εδώ και χρόνια με τρόπο τόσο ανεξέλεγκτο, που πολλά από αυτά τείνουν πλέον να εκλείψουν.
Θανάσης Γκοβίνας: Κρατώντας ζωντανό το έθιμο των Καρκάτζαλων

Ο Θανάσης Γκοβίνας κατάγεται από το Γοργογύρι Τρικάλων και συμμετέχει εδώ και 35 χρόνια στο έθιμο των Καρκάτζαλων. Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, μαζί με τριάντα ακόμα άνδρες από το χωριό, ενδύονται τη στολή του Καρκάτζαλου, η οποία αποτελείται από μία μάλλινη κάπα, μία μαύρη μάσκα και μία κοσιά. Τις μάλλινες αυτές κάπες τις επεξεργάζονταν στο παρελθόν στις άφθονες νεροτριβές του χωριού, όπου η δύναμη του νερού έκανε το μαλλί τους να φουντώνει. Η έκφραση των ματιών και του στόματος που θα κεντηθούν επάνω στη μάσκα αποτελεί επιλογή του ιδιοκτήτη της, ενώ η κοσιά –ένα είδος δρεπανιού– αποτελεί σύμβολο της δύναμης που φέρει ο Καρκάτζαλος. Αφού μαζευτούν στην κεντρική πλατεία όλα τα μέλη της ομάδας, χτυπούν ρυθμικά τα κουδούνια και τα κυπριά που κρέμονται από τη μέση του καθενός. Στον θεσσαλικό κάμπο, το χτύπημα των κουδουνιών σχετίζεται έντονα με την ευφορία της γης και την ευημερία των σπιτικών. Γι’ αυτό και οι νοικοκυραίοι τούς περιμένουν με τις πόρτες ανοιχτές και με ένα κέρασμα στο τραπέζι. Ο Θανάσης έχει στη συλλογή του έξι μακρόστενα, χυτά κυπριά και δύο πελώρια σφυρήλατα κουδούνια. Το κόστος αυτών των αντικειμένων, τα οποία φτιάχνονται στο χέρι στην Παραμυθιά και στην Κοζάνη αντίστοιχα, είναι ενδεικτικό του πόσο σημαντικά είναι για τον κάτοχό τους. Το κάθε κιλό μετάλλου στοιχίζει περίπου 100 ευρώ και ένα μέσο κυπρί ζυγίζει 6 κιλά.
Στον θεσσαλικό κάμπο, το χτύπημα των κουδουνιών σχετίζεται έντονα με την ευφορία της γης και την ευημερία των σπιτικών.
«Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κάτι παραπάνω από συνεχιστή του εθίμου», δηλώνει ο Θανάσης. «Από τη στιγμή που γεννήθηκα, υπήρχαν κουδούνια και κυπριά μέσα στο σπίτι μου. Είναι μια παράδοση που έτσι τη βρήκαμε και νιώθουμε υποχρέωσή μας να τη συνεχίσουμε και να την παραδώσουμε. Σίγουρα υπάρχει και μια αίσθηση ευφορίας που οφείλεται στις δονήσεις των κουδουνιών, αλλά πιο σημαντική για μένα είναι η υποχρέωση. Αν δεν πάω Καρκάτζαλος μία χρονιά, δεν τα έχω καλά με τον εαυτό μου». Αντιλαμβάνομαι πόσο ισχυρό πρέπει να είναι το συναίσθημα για όλους τους χωριανούς όταν ο Θανάσης περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο συγκινούνται και κλαίνε κάποιες ηλικιωμένες γυναίκες αν τύχει και λείψουν από το χωριό και παρακολουθήσουν το έθιμο μέσα από μια βιντεοκλήση στο κινητό. Αντίστοιχα, υπάρχουν νέοι που έρχονται αυθημερόν από Αθήνα και Θεσσαλονίκη προκειμένου να συμμετάσχουν στην παράδοση. «Είναι πολύ σημαντική υπόθεση για ολόκληρο το χωριό. Εκεί που όλα πάνε να σβήσουν, να υπάρχουν νέοι άνθρωποι που κρατάνε κάτι από τα παλιά».

