Στην αναδρομική έκθεση που διοργάνωσε το Schirn Kunsthalle της Φρανκφούρτης το 2023 στο έργο της Νίκι ντε Σεν Φαλ (1930-2002) προβάλλονταν κάποια βίντεο με συνεντεύξεις της ίδιας. Σε κάποιο από αυτά ακουγόταν να λέει σε νεαρή ηλικία πως η σύγχρονη κοινωνία έχει πολλές απαιτήσεις από τις γυναίκες, αλλά εκείνες δεν έχουν λόγο στην πολιτική. «Δεν αποφασίζουμε για τίποτα και όμως έχουμε τόσες δυνατότητες. Ειλικρινά, πιστεύω ότι θα μπορούσαμε να διοικήσουμε τον κόσμο πολύ καλύτερα». Το έργο της –αταξινόμητο–, προϊόν ελευθερίας και τόλμης, στηλίτευσε την πατριαρχία, τα θρησκευτικά συστήματα, τις κοινωνικές δομές, χάρισε στις γυναίκες τη χαρά που τους είχαν στερήσει, μίλησε για το τραύμα και το σώμα με τρόπο που καμία άλλη καλλιτέχνιδα δεν το είχε κάνει. «Δουλεύω με το παράλογο, το ασυνείδητο και τα σκοτάδια», εξηγούσε, προσθέτοντας πως μόνο αργότερα βλέποντας τα έργα της καταλάβαινε γιατί είχε οδηγηθεί εκεί.

«Δεν ήταν η περίπτωση του καλλιτέχνη που θα έκανε statements, παρότι η ίδια επιβεβαίωνε τις αναγνώσεις που γίνονταν στο έργο της», επισημαίνει η Θούλη Μισιρλόγλου, καλλιτεχνική διευθύντρια του ΜΟΜus – Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και επιμελήτρια της πρώτης έκθεσης στην Ελλάδα στο έργο της Νίκι ντε Σεν Φαλ, με τίτλο Από τις σκοποβολές στην ελευθερία στο ΜΟΜus – Μουσείο Άλεξ Μυλωνά. Αναφέρει πως όλοι οι καλλιτέχνες που έχουν καταγραφεί ως ιστορικοί έχουν έργο που μας αφορά και σήμερα, όμως η περίπτωση της ντε Σεν Φαλ είναι ιδιαίτερη. «Είναι αυτοδίδακτη, ξεκινά με ναΐφ ζωγραφική το 1953 σε ηλικία 23 ετών και έπειτα αρχίζει τις δράσεις σκοποβολής που θεωρώ πως είναι τομή στο έργο της, αν και είναι μια ενότητα που διαρκεί λίγο. Από εκεί ξεκινά και η δική μας αφήγηση, με πυρήνα και τα τρία έργα που ανήκουν στη Συλλογή του ΜΟΜus – Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, με τη δωρεά του Αλέξανδρου Ιόλα και της ίδιας, δάνεια από το Νiki Charitable Art Foundation και τεκμηριωτικό υλικό».
Στις δράσεις σκοποβολής, η ντε Σεν Φαλ εγκιβωτίζει σακουλάκια με χρώμα πάνω σε μεγάλες επιφάνειες και πυροβολεί. «Η τέχνη με έσωσε. Θα μπορούσα να είμαι στη φυλακή ή έγκλειστη σε κάποιο ψυχιατρικό ίδρυμα, μπόρεσα όμως να ξεφορτωθώ όλα αυτά τα βαθιά αρνητικά συναισθήματα απέναντι στην κοινωνία, στους γονείς μου. Όλη αυτή την επιθετικότητα τη διοχέτευσα στην τέχνη, θα μπορούσα να είχα βλάψει κάποιον».

Στις πρώτες δράσεις είναι μόνη της ή περιστοιχισμένη από φίλους της καλλιτέχνες και επιμελητές. Οι κριτικοί είναι εναντίον της. Είναι τρελή η γυναίκα, λένε και την απορρίπτουν. «Τα έργα της είναι βιωματικά, όμως πρέπει κανείς να τα δει σε συνάρτηση και με το κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο. Το 1961 που ξεκινά, μαίνεται ακόμα ο πόλεμος της Αλγερίας, ένας από τους σημαντικότερους αντιαποικιακούς αγώνες. Το να πυροβολεί κάποιος ελεύθερα μέσα στο κέντρο του Παρισιού δεν είναι μια αυτονόητη χειρονομία. Και βέβαια καλλιτεχνικά σημαίνει πολλά πράγματα. Αυτή η ελευθερία, η διαδραστικότητα και η τυχαιότητα ξαναφτιάχνουν τη ζωγραφική», υποστηρίζει η επιμελήτρια. Σε μία από αυτές τις δράσεις παρευρίσκεται και ο Πολ Ρεστανί και την προσκαλεί να ενταχθεί στο κίνημα των Νέων Ρεαλιστών. Η ντε Σεν Φαλ μοιράζεται τις ίδιες ανησυχίες με τους άνδρες ομοτέχνους της για έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο καταναλωτικός και κρατάει την ίδια κριτική στάση απέναντι στα αντικείμενα. «Φέρνει όμως και τη δική της ευαισθησία σε αυτή την ανδροκρατούμενη κοινότητα που τελικά την οδηγεί στις Nanas», σχολιάζει η Θούλη Μισιρλόγλου. Πληθωρικές, σε ανάρμοστες στάσεις, προκλητικά ανέμελες, οι Nanas καταλαμβάνουν τον χώρο, διεκδικούν το σώμα και τη σεξουαλικότητά τους. «Δεν ξέρω πώς προέκυψαν οι Nanas, ποτέ δεν ξέρω πώς προκύπτουν τα πράγματα. Έτσι σε μια στιγμή, μετά από όλες αυτές τις βασανισμένες γυναίκες, εμφανίστηκε αυτή η ομάδα γυναικών που απολάμβανε τη ζωή και ήταν σαν να σου έλεγαν “μπορείς και εσύ”».
Έως 24/05/2026, ΜΟΜus – Μουσείο Άλεξ Μυλωνά, πλατεία Αγίων Ασωμάτων 5, Θησείο, momus.gr

