«Ξέρω μια πόλη που τη λένε Βελιγράδι». Αυτός είναι ο εναρκτήριος στίχος στο Beograd, ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα τραγούδια που είναι αφιερωμένα στην πρωτεύουσα της Σερβίας. Το ερμηνεύει η Τσέτσα, μία από τις πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της turbo-folk στη χώρα. Παρακάτω, ένας άλλος στίχος: «Ξέρω μια πόλη στην οποία μένεις πάντα νέος». Σε κάθε επίσκεψή μου ανακαλώ την ικανότητα του Βελιγραδίου να μεταφέρει πεισματικά τη ζωντάνια και την ενέργειά του σε κάθε ξένο, ακόμα κι αν η Ιστορία το δοκιμάζει ασταμάτητα. Η κίνηση είναι διαρκής, η πόλη αλλάζει ραγδαία, ο παλμός της χτυπάει δυνατά στα πιο απίθανα μέρη, αλλά επικρατεί πάντοτε η αίσθηση ότι θέλει να σε κάνει να νιώσεις νέος. Πότε μέσα από την αύρα που εκπέμπει, πότε μέσα από την οικειότητα των κοινών καταβολών.

Ένα μέρος οικείο
Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ ότι οι βαλκανικές πρωτεύουσες έχουν γίνει συνώνυμες με ένα οικονομικό city break εκτός συνόρων. Το Βελιγράδι δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Είναι πράγματι μια επιλογή σύντομης και προσιτής απόδρασης, λόγω των συγκριτικά χαμηλών αεροπορικών ναύλων αλλά και των τιμών σε εστίαση και διασκέδαση. Ανεξάρτητα όμως από τα κόστη, η πρωτεύουσα της Σερβίας κερδίζει τον ταξιδιώτη. Κι αυτό γιατί με έναν παράξενο τρόπο τον κάνει να νιώθει πως έχει ξαναβρεθεί εδώ, κι ας είναι η πρώτη φορά που το επισκέπτεται.

Η απάντηση δεν βρίσκεται στα γυράδικα που περικυκλώνουν την κεντρική Τργκ Ρεπούμπλικε (Πλατεία Δημοκρατίας). Ούτε στο τυχαίο άκουσμα των λαϊκών επιτυχιών του Νίκου Βέρτη και του Κωνσταντίνου Αργυρού σε κάποιο «άκυρο» σημείο της πόλης. Ένα κομμάτι της εντοπίζεται στη φιλοξενία των ντόπιων, από την πρωινή εξυπηρέτηση στους φούρνους και στις καφετέριες μέχρι τα νυχτερινά κεράσματα στα μπαρ. Η θετική τους ενέργεια και η αυθόρμητη έκφραση των συναισθημάτων τους κρύβει με έναν μαγικό τρόπο τα προβλήματα και τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας για το πολιτικό σκηνικό της χώρας. Είναι όμως και ο τρόπος με τον οποίο το Βελιγράδι ακροβατεί ανάμεσα στην ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα που εκπέμπει η αρχιτεκτονική του κέντρου και στο γιουγκοσλαβικό παρελθόν. Τα στοιχεία και των δύο συνυπάρχουν χαοτικά μέσα στην πόλη, όσο αυτή παραμένει σε διαρκή, πολλές φορές και βίαιη, μετάβαση.

Εκεί όπου συναντώνται οι ποταμοί
Το καινούργιο σαρώνει οτιδήποτε παλιό στο πέρασμά του. Νέα κτίρια αγγίζουν τον ουρανό. Η μνήμη της Γιουγκοσλαβίας διαγράφεται με κατεδαφίσεις ιστορικών ξενοδοχείων. Παλιές γέφυρες αποσυναρμολογούνται. Ηλεκτρονικές ρεκλάμες τοποθετούνται στο κέντρο της πόλης και αλλοιώνουν την όψη των κτισμάτων. Ακόμα και στην Τργκ Ρεπούμπλικε, όπου βρίσκονται το Εθνικό Μουσείο και το Εθνικό Θέατρο της Σερβίας, έχουν υλοποιηθεί έργα ανάπλασης που μοιάζουν ξένα. Ωστόσο, δεν είναι ικανά να σβήσουν τις αστικές παραδόσεις. Οι ντόπιοι επιμένουν να δίνουν ραντεβού «στο άλογο» του πρίγκιπα Μιχαήλο Ομπρένοβιτς, ο οποίος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους Σέρβους μεταρρυθμιστές του 19ου αιώνα.
Εκτός από το γλυπτό-μνημείο της πλατείας, το όνομά του δόθηκε και στον κεντρικό πεζόδρομο, την Κνεζ Μιχαήλοβα. Δεν υπάρχει επισκέπτης του Βελιγραδίου που να μην έχει περπατήσει έστω μία φορά κατά μήκος αυτής της προμενάδας. Η βόλτα ταυτίζεται με την πρώτη γνωριμία με την πόλη, καθώς ο δρόμος προσφέρεται για ατέλειωτο χάζι. Ανάμεσα στα κτίρια με τις αναγεννησιακές λεπτομέρειες, που φιλοξενούσαν την εμπορική και καλλιτεχνική ελίτ του προηγούμενου αιώνα, και στις βιτρίνες των μεγάλων αλυσίδων, κιόσκια πωλούν μεταχειρισμένα βιβλία που τραβούν την προσοχή με τα ρετρό εξώφυλλά τους.
Οι ντόπιοι επιμένουν να δίνουν ραντεβού «στο άλογο» του πρίγκιπα Μιχαήλο Ομπρένοβιτς, ενός από τους μεγαλύτερους Σέρβους μεταρρυθμιστές του 19ου αιώνα.
Κάθε περιήγηση θέλει όμως και τις ανάσες της. Μερικούς δρόμους δυτικά της Κνεζ, στη συνοικία του Ντόρτσολ, θα βρείτε αρκετά μαγαζιά που προσφέρουν ποικιλία σε μπραντς, καφέδες και ροφήματα. Ύστερα, ο δρόμος αναπόφευκτα θα σας οδηγήσει στο πάρκο του Καλεμέγκνταν και στο Φρούριο του Βελιγραδίου, το παλαιότερο και ιστορικότερο σημείο της πόλης, που κουβαλάει δύο αιώνες ιστορίας.

Ακολουθώντας τις πινακίδες για το φρούριο, τη μυρωδιά από τις μηχανές του ποπ κορν και περνώντας μέσα από τις οθωμανικές πύλες, μια σειρά από διαφορετικά μονοπάτια καταλήγουν στο μεγάλο «μπαλκόνι» της πόλης, με τη θέα στον Σάβα καθώς εκβάλλει στον Δούναβη, στα ποταμόπλοια και στις πολυκατοικίες του Νόβι Μπέογκραντ. Οι ντόπιοι εδώ αφήνουν τον χρόνο να κυλήσει αργά, ακολουθώντας το ρεύμα των δύο ποταμών. Παίζουν σκάκι ή ρεμβάζουν υπό το άγρυπνο βλέμμα του Πόμπεντνικ (Νικητής), του μνημείου ύψους 14 μέτρων που τοποθετήθηκε εδώ το 1928 ως φόρος τιμής στις νίκες της Σερβίας στους Βαλκανικούς Πολέμους και στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με δωρεάν εισιτήριο στη «Γιουγκοσλαβία»
Όποιος φίλος ή γνωστός μου σχεδιάζει ταξίδι στο Βελιγράδι με ρωτά αν «περπατιέται». Στο κέντρο οι αποστάσεις είναι μικρές, όμως για να πάει κανείς έως την εκκλησία του Αγίου Σάββα, να περιηγηθεί σε συνοικίες όπως το μπρουταλιστικό Νόβι Μπέογκραντ και το γραφικό Ζέμουν, να πάει σε υπαίθριες λαϊκές αγορές όπως η Κάλενιτς και να επισκεφθεί μουσεία όπως της Γιουγκοσλαβίας, απαιτείται μεταφορικό μέσο. Μαζί με το Λουξεμβούργο, από φέτος το Βελιγράδι είναι η δεύτερη ευρωπαϊκή πόλη που εφαρμόζει δωρεάν μετακίνηση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς για κατοίκους και επισκέπτες. Η πικρή αλήθεια είναι πως το σύστημα εισιτηρίων ήταν αρκετά περίπλοκο και στην πλειονότητά τους οι επιβάτες μετακινούνταν με τα μέσα χωρίς να επικυρώνουν τη διαδρομή τους. Χωρίς εισιτήριο, η χρήση των λεωφορείων, των τρόλεϊ και των τραμ απλοποιήθηκε. Η πόλη έγινε πιο προσβάσιμη και για τον ταξιδιώτη που θέλει να δει τι υπάρχει πέρα από τα τουριστικά σημεία του κέντρου.

Προορισμός-κλειδί για να γνωρίσετε και να κατανοήσετε το Βελιγράδι είναι το Μουσείο της Γιουγκοσλαβίας, στο μεγαλοαστικό προάστιο του Ντέντινιε. Αποτελείται από τρία κτίρια και άνοιξε στις 25 Μαΐου 1962, ως δώρο από την πόλη του Βελιγραδίου στον τότε πρόεδρο της Γιουγκοσλαβίας, Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, για τα 70 γενέθλιά του. Χιλιάδες αντικείμενα που χαρίστηκαν στον Τίτο και ψήγματα της εθνογραφίας της Γιουγκοσλαβίας εκτίθενται στις αχανείς σάλες του, αλλά το πιο συμβολικό σημείο του μουσείου δεν είναι άλλο από το «Σπίτι των Λουλουδιών», το μέρος όπου βρίσκεται θαμμένος ο ηγέτης μιας χώρας που δεν υπάρχει πια.
Tο μουσείο αποκαλύπτει μια άλλη διάσταση του τόπου, η οποία αφορά τη συλλογική μνήμη και τη γιουγκοσλαβο-νοσταλγία, που εξακολουθεί να επηρεάζει τις γειτονικές βαλκανικές χώρες και κινεί ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των επισκεπτών. Για τους μεν, αντιπροσωπεύει μια περίοδο σταθερότητας, κοινωνικής κινητικότητας και υβριδικής καλλιτεχνικής κουλτούρας, που γεφύρωνε τα Βαλκάνια με την Ευρώπη. Αγγίζει όμως και τους ξένους· είναι ίσως επειδή μιλάει για κάτι οικουμενικό: την επιθυμία να κρατήσουμε ζωντανό ό,τι φοβόμαστε πως χάνεται.
Τι είναι αυτό που μας ενώνει;

Παρά τις αντιφάσεις του –ή ίσως ακριβώς εξαιτίας τους–, το Βελιγράδι είναι μια πόλη που ξέρει να ζει. Με το πρώτο σούρουπο, οι παραδοσιακές μπάντες παίζουν λαϊκά βαλκανικά τραγούδια για τους τουρίστες που συχνάζουν στις καφάνες (ταβέρνες) στη γραφική συνοικία Σκαντάρλια. Πολλοί αναζητούν ένα μπιστρό με ζωντανή ατμόσφαιρα, ενώ η νεότερη γενιά του Βελιγραδίου συναντιέται σε μικρές αίθουσες με λάιβ μουσική και DJ sets, και στα μπαρ του Ντόρτσολ. Από τα ηχεία ακούγονται διαχρονικές ντίσκο και ροκ επιτυχίες από δημοφιλείς ex-yu μπάντες σε βινύλιο. Για τους θαμώνες, η μουσική είναι μέσο διαφυγής και αντίστασης, μια και τους βοηθάει να ξεχάσουν τα προβλήματα και τις δυσκολίες της χώρας όπου ζουν.
Βαθιά ανθρώπινο, το Βελιγράδι καλωσορίζει τους επισκέπτες χωρίς φιοριτούρες: κάπως ωμό, σταδιακά τρυφερό, συχνά απρόβλεπτο και αληθινά ζωντανό. Ίσως γι’ αυτό όσοι επιστρέφουν εδώ λένε πως κάτι τους τραβάει πίσω. Για άλλους είναι οι τιμές, για άλλους η ιστορία, η γαστρονομία ή η νυχτερινή ζωή. Μα τελικά είναι η αίσθηση πως αυτή η πόλη έχει ψυχή παρόμοια με της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης. Κοντά της παραμένεις κι εσύ άγρυπνος, περίεργος, αθεράπευτα ανήσυχος και πάντα νέος, όπως τραγουδάει και η Τσέτσα.
Σημειωματάριο

1 ευρώ αντιστοιχεί σε 117 σερβικά δηνάρια (RSD). Μπορείτε να ανταλλάξετε τα μετρητά στα ανταλλακτήρια της Κνεζ Μιχαήλοβα και των γύρω δρόμων. Θα τα αναγνωρίσετε από τις μαρκίζες που αναγράφουν Menjanica. Διαφορετικά, οι πληρωμές με κάρτα είναι ευρέως διαδεδομένες.
Βαθιά ανθρώπινο, το Βελιγράδι καλωσορίζει τους επισκέπτες χωρίς φιοριτούρες: κάπως ωμό, σταδιακά τρυφερό, συχνά απρόβλεπτο και αληθινά ζωντανό.
Το αεροδρόμιο «Νίκολα Τέσλα» συνδέεται με το κέντρο με δύο λεωφορειακές γραμμές: τη γραμμή 72 (δωρεάν), η οποία καταλήγει στον συγκοινωνιακό κόμβο του Ζέλενι Βένατς, νότια της Κνεζ Μιχαήλοβα, και το μίνι λεωφορείο Α1
με τερματισμό στην πλατεία Σλάβια. Για το δεύτερο, το κόστος είναι 400 RSD.

Καθώς η Σερβία δεν είναι κράτος-μέλος της ΕΕ, η χρήση δεδομένων κοστολογείται ακριβότερα. Τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι όπως η Yettel και η mts προσφέρουν πακέτα GB για τουρίστες σε προσιτές τιμές. Επισκεφθείτε κάποιο από τα καταστήματα στον κεντρικό πεζόδρομο και ενημερωθείτε γι’ αυτό που σας ταιριάζει. Οι υπάλληλοι γνωρίζουν πολύ καλά αγγλικά.
Σε περίπτωση που θελήσετε να επισκεφθείτε το Βελιγράδι την περίοδο των γιορτών, κρατήστε την πληροφορία πως οι Σέρβοι γιορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 7 Ιανουαρίου, βάσει του Ιουλιανού ημερολογίου.

Εκτός από την εμπορική ζώνη, επιλέξτε μία από τις εξής περιοχές για τη διαμονή σας: α) το Ντόρτσολ, για να είστε στην καρδιά της hip πλευράς της πόλης, β) το Βράτσαρ, γύρω από την πλατεία Σλάβια και γ) το Νόβι Μπέογκραντ, λόγω των συχνών λεωφορειακών συνδέσεων με το κέντρο και για την αύρα Γιουγκοσλαβίας.
Από τα τοπικά εδέσματα δοκιμάστε μπουρέκ (στριφτή πίτα με τυρί ή κιμά), συνοδευόμενο από γιαούρτι/αριάνι, τα μικροσκοπικά τσέβαπ (σουτζουκάκια), τη ζουμερή πλιέσκαβιτσα (μπιφτέκι αντίστοιχο του μπέργκερ – αν τη δείτε ως πούνιενα, σημαίνει πως είναι γεμιστή με τυρί) και καρατζόρτζεβα (παναρισμένη κοτολέτα με αλμυρή κρέμα καϊμάκι). Αν σας προσφέρουν ράκιγια, να ξέρετε πως είναι εξαιρετικά δυνατό ποτό.

Τα αγαπημένα στέκια των ντόπιων για μπραντς βρίσκονται στην οδό Gospodar Jevremova στο Ντόρτσολ. Βαλκανικό πνεύμα υιοθετεί στην κουζίνα του το Bloom, όπου αξίζει να δοκιμάσετε το μπολ με πλιγούρι, κατσικίσιο τυρί, ελιές, λιαστές ντομάτες και αυγό ποσέ. Ακριβώς δίπλα βρίσκεται το Jun, ένα all-day στέκι με ξεχωριστό μενού για πρωινό, μεσημεριανό και δείπνο και εκτενή λίστα με τοπικά κρασιά. Για πιο cozy vibes, το Valentina i karanfil ξεχωρίζει για το banana bread του, το οποίο θα συνοδεύσετε με χειροποίητη ζεστή σοκολάτα.

