Αντονι Χόπκινς: «Δεν έκανα ποτέ μια καλή, τίμια δουλειά»

Αντονι Χόπκινς: «Δεν έκανα ποτέ μια καλή, τίμια δουλειά»

Με αφορμή την κυκλοφορία της εξομολογητικής του αυτοβιογραφίας, ο σπουδαίος ηθοποιός περιγράφει τα οργισμένα χρόνια της νεότητας, τη μάχη με το αλκοόλ, τους γάμους του και πώς τελικά βρήκε στη ζωή του λίγη ηρεμία

αντονι-χόπκινς-δεν-έκανα-ποτέ-μια-καλ-563940397 (Φωτογραφία: Joe Pugliese For The Sunday TimesW)
(Φωτογραφία: Joe Pugliese For The Sunday TimesW)

Μια γκρίζα μέρα του Σεπτεμβρίου του 1949, ο Άντονι Χόπκινς είδε τους γονείς του να απομακρύνονται με το αυτοκίνητο από το αυστηρό οικοτροφείο του Μονμουθσάιρ, το οποίο είχε μισήσει με το που το είδε. Η μητέρα του τον χαιρέτησε καθώς έφευγαν, αλλά εκείνος δεν ανταποκρίθηκε. Αντ’ αυτού, όπως γράφει, εκείνη τη στιγμή έδωσε έναν όρκο: «Θα προσπαθήσω να μη συνδεθώ ποτέ ξανά με τη μητέρα και τον πατέρα μου – ούτε και με κανέναν άλλο». Τώρα, στα 87 του, καθώς θυμάται τη σκηνή, λέει: «Σκέφτηκα ότι δεν θα ανήκα ποτέ ξανά σε κανέναν». Η ψυχρότητα στη φωνή του υποδηλώνει ότι αυτή η σκέψη δεν έκανε τον 11χρονο εαυτό του να νιώσει θλιμμένος, αλλά ισχυρός. Κάνει ένα νεύμα με το κεφάλι.

«Με έκανε να νιώθω δυνατός. Μοναχικός, αλλά δυνατός. Και έτσι πέρασα τη ζωή μου». Όποιος γνωρίζει τον Χόπκινς μόνο μέσω του Instagram, όπου δημοσιεύει γλυκές, χαμογελαστές φωτογραφίες και κάνει αστεία χορευτικά για έξι εκατομμύρια ακολούθους, ίσως νομίσει ότι αστειεύεται. Δεν αστειεύεται. Ως μοναχοπαίδι, δεν έκανε φίλους στο σχολείο και κανέναν στο σπίτι του στο Πορτ Τάλμποτ. «Δεν μπορούσα να προσαρμοστώ. Όλα μού ήταν ξένα. Δεν ήθελα να παίζω με τα άλλα παιδιά στον δρόμο».

Καβγατζής, αλκοολικός, κυκλοθυμικός

Ως νεαρός ηθοποιός ένιωθε αποστροφή για την αγαπησιάρικη και γλυκανάλατη συντροφικότητα των ανθρώπων του θεάτρου, και το αλκοόλ έγινε ο μόνος του φίλος. «Αλλά ακόμα κι όταν άρχισα να πίνω στα πάρτι, ήμουν μοναχικός. Και καβγατζής, πολύ καβγατζής. Και κυκλοθυμικός». Ο σκηνοθέτης Ντέιβιντ Χέαρ τον είχε αποκαλέσει κάποτε το πιο οργισμένο άτομο που είχε συναντήσει ποτέ. 

Αντονι Χόπκινς: «Δεν έκανα ποτέ μια καλή, τίμια δουλειά»-1
Ως ηλικιωμένος άνδρας με άνοια στην ταινία Πατέρας (2021). (Φωτογραφία: afp/visualhellas.gr)

Δεν ήθελε να πάει στα Όσκαρ το 1992, όταν κέρδισε το βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου για τη Σιωπή των αμνών. Το δεύτερο –για τον Πατέρα, το 2021– το κέρδισε ενώ κοιμόταν στο κρεβάτι του. Μέχρι σήμερα, λέει: «Όταν δουλεύω με ηθοποιούς, δεν με ενδιαφέρει το “Πάμε όλοι για δείπνο το βράδυ”». Φαίνεται απορημένος με μια τόσο ανόητη ιδέα. «Γιατί; Δεν πεινάω. Γιατί να πάω;» Το πώς κάποιος με αυτή τη διά βίου αποστροφή προς την ανθρώπινη συντροφιά μπορεί να ενσαρκώνει έναν ρόλο τόσο πειστικά όσο αυτός, είναι πραγματικά ακατανόητο. Στη σκηνή και στην οθόνη, ο Χόπκινς δεν προσποιείται ότι είναι άλλοι άνθρωποι – γίνεται αυτοί. Θα φανταζόταν κανείς ότι αυτό απαιτεί μια ζωή γεμάτη ανθρώπινη οικειότητα, οπότε σίγουρα θα έχει αναλογιστεί το παράδοξο της κοινωνικής του αποξένωσης.

«Μου δίνει μια απόσταση για να παρατηρώ. Ίσως ακούγομαι σαν ένα άκαρδο τέρας, αλλά δεν είμαι», λέει. «Όλοι φοράμε μάσκες. Είναι μέρος του παιχνιδιού. Με το που σηκωθούμε το πρωί, φοράμε μια μάσκα. Μια μάσκα συμπεριφοράς: “Πώς είσαι; Όλα καλά;”. Είναι συναρπαστικό. Δεν θέλω να προσβάλω κανέναν, αλλά θεωρώ εκπληκτικά τα τελετουργικά των ανθρώπων όταν βρίσκονται μαζί». Σαν να αφηγείται ένα ντοκιμαντέρ για την άγρια φύση, ψιθυρίζει: «Όλα είναι μια σκιώδης κίνηση ζωώδους συμπεριφοράς, άμυνας και επιθετικότητας. Είναι ο τρόπος μας να αντιμετωπίζουμε τη ζωή». 

«Μόνο ο Θεός ξέρει τι θα σου συμβεί»

Παρατηρώ τη δική του μάσκα από τη στιγμή που συναντιόμαστε. Αυτοσυγκρατημένος, γλυκομίλητος και επιμελώς ευγενικός, τείνει να μιλάει με σύντομες, κοφτές προτάσεις. Μετά τη φωτογράφιση σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στο Μπέβερλι Χιλς, φροντίζει να ευχαριστήσει προσωπικά κάθε μέλος του συνεργείου και είναι σχολαστικά ευγενικός με τους σερβιτόρους και τους γκρουμ. Έχω ενημερωθεί εκ των προτέρων ότι δεν θα συζητήσει για θρησκεία, πολιτική ή τρέχοντα θέματα και μου δίνει την εντύπωση ενός ανθρώπου που δεν παρασύρεται. Έχει ένα μότο που του αρέσει να επαναλαμβάνει στον εαυτό του: «Δεν έχω τίποτα να αποδείξω, δεν έχω τίποτα να κερδίσω, δεν έχω τίποτα να χάσω. Καμία αγωνία, κανένα μεγάλο ζήτημα». Μετά την ανάγνωση της αυτοβιογραφίας του (We Did OK, Kid: A Memoir), είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί αυτό είναι κάτι που υπενθυμίζει στον εαυτό του κάθε μέρα. Από τα τέλη της εφηβείας του, η ανάγκη να αποδείξει το ποιος είναι έγινε η κινητήριος δύναμή του – και τον έκανε απίστευτα δυστυχισμένο.

«Όλα είναι μια σκιώδης κίνηση ζωώδους συμπεριφοράς, άμυνας και επιθετικότητας. Είναι ο τρόπος μας να αντιμετωπίζουμε τη ζωή».

Γιος ενός εργατικού αρτοποιού από μια μακρά γενιά σκληραγωγημένων Ουαλών, ο Χόπκινς ως παιδί ήταν «άχρηστος, χαμένος». Ούτε αθλητικός ούτε μελετηρός. «Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα», λέει. Η οικογενειακή αρτοποιία ήταν μετρίως επιτυχημένη, επαρκής για να καλύψει την παραδοσιακή του εκπαίδευση σε οικοτροφείο, αν και ο πατέρας του ανησυχούσε ότι σπαταλούσε τα χρήματά του. Οι κάκιστοι βαθμοί του, η «ανόητη αυθάδεια» και η εκούσια μοναχικότητά του εξόργιζαν τους δασκάλους του, και μια καταδικαστική αναφορά του σχολείου στα 17 έριξε τους γονείς του σε απόγνωση.

Αντονι Χόπκινς: «Δεν έκανα ποτέ μια καλή, τίμια δουλειά»-2
Στο δράμα εποχής Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντς (1992). (Φωτογραφία: afp/visualhellas.gr)

«Μόνο ο Θεός ξέρει τι θα σου συμβεί», του είπε ο πατέρας του. «Είσαι χαμένος». Η μητέρα του του είχε αδυναμία, «αλλά μπορούσα να δω την απογοήτευσή της. Απομακρύνθηκα λίγο και τους είπα: «Κάποια μέρα θα σας δείξω. Και στους δύο». Σύντομα ανακάλυψε πώς να το κάνει αυτό, όταν ο πατέρας του τον ανάγκασε να συμμετάσχει στην τοπική Χριστιανική Ένωση Νέων Ανδρών («Για όνομα του Θεού, βγες από το σπίτι και κάνε φίλους!»), όπου ο Χόπκινς γνώρισε κάποιους ερασιτέχνες ηθοποιούς που έκαναν πρόβα για μια παράσταση. Μαγεύτηκε. Μέσα σε έναν χρόνο είχε κερδίσει υποτροφία στο Κολέγιο Μουσικής και Δράματος του Κάρντιφ. 

Αποστηθίζοντας σενάρια

Αποφοίτησε το 1957, υπηρέτησε για δύο χρόνια στον στρατό, έπειτα εκπαιδεύτηκε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης και το 1963 εντάχθηκε σε μια θεατρική εταιρεία ρεπερτορίου στο Λέστερ, όπου εντυπωσίασε την ομάδα μαθαίνοντας ολόκληρο το σενάριο μιας παράστασης πριν από την πρώτη ομαδική ανάγνωση. «Ήταν κάπως απρεπές. Σκέφτηκα: θα τους δείξω, σε όλους. Έπαιξα ολόκληρη την παράσταση χωρίς να κοιτάζω το σενάριο. Και αυτό μου έμεινε σε όλη μου τη ζωή. Είναι ένας ασφαλής τρόπος να δουλεύω. Αν γνωρίζω το υλικό μου και έχω προετοιμαστεί, κανείς δεν θα μπορεί να με ενοχλήσει. Κανείς δεν μου επιτίθεται πια». Το τεράστιο ταλέντο, ο εκρηκτικός χαρακτήρας και η τοξική μανία καταδίωξης όρισαν τις πρώτες δεκαετίες της καριέρας του. Ο Λόρενς Ολιβιέ τον προσκάλεσε να ενταχθεί στο Εθνικό Θέατρο το 1965 και ο Χόπκινς άρχισε να δουλεύει ακατάπαυστα, πρωταγωνιστώντας σε θέατρο, τηλεόραση και κινηματογράφο. «Αλλά είχα κάτι που ενοχλούσε τους ανθρώπους».

Η επιτυχία μόνο ενίσχυσε την πεποίθησή του ότι ο κόσμος ήταν εναντίον του. Περισσότερες από μία φορές κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μου λέει: «Θυμάμαι να στέκομαι στη σκηνή και κάποιος επιτυχημένος ηθοποιός, που θα παραμείνει ανώνυμος, με κοίταξε και είπε» –η φωνή του γεμίζει από κακόβουλη περιφρόνηση– «“Τι σου συμβαίνει;” με χλευαστικό ύφος». Πιστεύει ότι πολλοί ηθοποιοί ένιωθαν για τη δουλειά του «κάτι σαν “γιατί αυτός ο τύπος;”». Για όποιον έχει παρακολουθήσει τον Χόπκινς να παίζει, είναι φανερό γιατί έγινε σταρ, οπότε αυτό που λέει μοιάζει μάλλον αμφίβολο και, θα έλεγα, πιθανώς δική του προβολή. «Επειδή ήμουν τόσο αδέξιος στο σχολείο, έτσι με αντιλαμβανόμουν», συμφωνεί. «Ναι, μάλλον όλα αυτά είναι στο μυαλό μου. Ο κόσμος είναι μέσα στο κεφάλι μας». Βράζοντας από οργή, πολεμούσε συνεχώς με σκηνοθέτες και συναδέλφους. «Ήμουν τόσο εκρηκτικός. Και θυμωμένος». Είναι ο πιο οργισμένος άνθρωπος που έχει γνωρίσει; «Νομίζω ναι».

Το αλκοόλ απλώς έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ήταν ένας ευέξαπτος και συγκρουσιακός μέθυσος όταν διέλυσε τον πρώτο του γάμο –με την Πετρονέλα Μπάρκερ, μια Βρετανίδα ηθοποιό– το 1969, έπειτα από μόλις δύο χρόνια. Η εύθραυστη σχέση του με την κόρη τους, Αμπιγκέιλ, το μοναδικό του παιδί, κατέρρευσε τελείως πριν από περισσότερα από 20 χρόνια και σήμερα αρνείται να συζητήσει γι’ αυτό το θέμα. Στο βιβλίο του, ωστόσο, γράφει: «Ελπίζω η κόρη μου να ξέρει ότι η πόρτα μου είναι πάντα ανοιχτή γι’ αυτήν. Θέλω να είναι καλά και ευτυχισμένη».

«Όταν αρχίζουμε να μεγαλώνουμε…»

Το 1973 παντρεύτηκε την Τζένι Λίντον, μια βοηθό παραγωγής με καταγωγή από το Σάρεϊ, και την επόμενη χρονιά έγινε δημοφιλής στο Μπρόντγουεϊ, πρωταγωνιστώντας στο Equus. Όμως, ήδη εκείνη την περίοδο η εξάρτησή του από το αλκοόλ είχε ξεφύγει από τον έλεγχό του. Ένα πρωινό του Δεκεμβρίου του 1975, ξύπνησε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στην Αριζόνα χωρίς να θυμάται πώς οδήγησε έως εκεί από το Λος Άντζελες. Την επόμενη μέρα πήγε σε μια συνάντηση των Ανώνυμων Αλκοολικών και από τότε δεν έχει ξαναπιεί ούτε σταγόνα. Από την εμπειρία μου, οι αλκοολικοί συχνά φαίνονται θυμωμένοι, αλλά η επιθετικότητά τους είναι στην πραγματικότητα καμουφλάζ του φόβου τους. Πίνουν για να νιώσουν λιγότερο φοβισμένοι. «Α, ναι», συμφωνεί. «Όταν αρχίζουμε να μεγαλώνουμε και να μπαίνουμε στη ζωή, ο κόσμος είναι ένα τρομακτικό μέρος. Και κάποιοι άνθρωποι κρατούν αυτή την αγωνία μέσα τους, νομίζω».

Αντονι Χόπκινς: «Δεν έκανα ποτέ μια καλή, τίμια δουλειά»-3
Στον εμβληματικό ρόλο του Χάνιμπαλ Λέκτερ στη Σιωπή των αμνών (1991). (Φωτογραφία: afp/visualhellas.gr)

Παραμένοντας στο Λος Άντζελες, συνέχισε να εργάζεται ασταμάτητα, συμπεριλαμβανομένης μιας σειράς εξαιρετικών εμφανίσεων στο Εθνικό Θέατρο. Ωστόσο, ήταν ο ρόλος του Χάνιμπαλ Λέκτερ στη Σιωπή των αμνών που, όπως γράφει, τον βοήθησε να νικήσει το άγχος του. Επιτέλους, είχε αποδείξει σε όλους ποιος ήταν. Ακολούθησαν πρωταγωνιστικοί ρόλοι στις ταινίες Τα απομεινάρια μιας μέρας, Επιστροφή στο Χάουαρντς Εντς και Στη σκιά της χώρας (Shadowlands), και αμέτρητες άλλες ταινίες, που επιβεβαίωσαν το στάτους του ως ενός από τους κορυφαίους ηθοποιούς της εποχής μας. 

Ωστόσο, η αποχή του από το αλκοόλ και η παγκόσμια επιβεβαίωση δεν μπόρεσαν να σώσουν τον δεύτερο γάμο του. Για τον χωρισμό του με τη Λίντον, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, γράφει: «Ήμουν ράκος. Προσπαθούσα να ξεφύγω από δύσκολες καταστάσεις σε ταινίες, από διαλυμένες σχέσεις με γυναίκες, από την έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό μου, από τη νευρωτική επιμονή μου να είμαι απομονωμένος. Το ότι απείχα από το αλκοόλ είχε σώσει τη ζωή μου, κι όμως ένιωθα πως κάτι μέσα μου πέθαινε. Πώς ήταν δυνατόν αυτό; Είχα επιτύχει όλα όσα είχα βάλει στόχο. Είχα κόψει το αλκοόλ. Τι ήταν αυτό που ακόμη δεν καταλάβαινα;».

Ο Χόπκινς μπορεί να παρατηρεί τον εαυτό του με αμείλικτα καθαρό βλέμμα, αλλά αντιστέκεται στην ψυχολογική αυτοεξέταση. Η κυρίαρχη προσωπικότητα στην αυτοβιογραφία του είναι ο πατέρας του, του οποίου οι «απρόβλεπτες» διαθέσεις, «τα υψηλά επίπεδα μανίας» και οι σκοτεινές, απελπισμένες πτώσεις ακούγονται, του λέω, σαν διπολική διαταραχή. «Πιθανότατα, ναι».

«Tο ότι απείχα από το αλκοόλ είχε σώσει τη ζωή μου, κι όμως ένιωθα πως κάτι μέσα μου πέθαινε. Πώς ήταν δυνατόν αυτό; Είχα επιτύχει όλα όσα είχα βάλει στόχο. Τι ήταν αυτό που ακόμη δεν καταλάβαινα;»

Ο πατέρας του πούλησε τον φούρνο στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και οι γονείς του ανέλαβαν μια παμπ, το Ship Inn στο Κερλέον, κοντά στο Νιούπορτ, την οποία διαχειρίζονταν μέχρι τον θάνατο του πατέρα του από καρδιακή ανεπάρκεια, το 1981. Ο Χόπκινς ήρθε τελικά πολύ κοντά και στους δύο γονείς του στην ενήλικη ζωή του· η μητέρα του έζησε μέχρι το 2003 και τον λάτρευε ολοκληρωτικά, αλλά ο ίδιος πιστεύει πως μοιάζει στον πατέρα του, έναν ωμό, ισχυρό πότη. «Ήμουν», γράφει, «ο γιος του πατέρα μου». Έχει ποτέ αναρωτηθεί αν κληρονόμησε τα προβλήματα ψυχικής υγείας του; «Ω, ναι, μου πέρασε από το μυαλό ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ εμένα».

«Πρέπει να έχεις Άσπεργκερ»

Αυτό που δεν αναφέρεται στο βιβλίο του, αλλά έχει αναφερθεί αλλού, είναι ότι ο Ολίβιε κάποτε του είπε να πάει σε ψυχίατρο. Είναι αλήθεια αυτό; Διστάζει. «Ναι». Πήγε; «Όχι». Είδε έναν θεραπευτή μία φορά, «για λίγο», αλλά παραμένει ασαφής για το πότε. «Συνέχεια μου έλεγε: “Ας γυρίσουμε πίσω”. Κι εγώ έλεγα: “Δεν θέλω να το κάνω αυτό”. Ήταν τόσο βαρετό». Ένα πονηρό, θριαμβευτικό χαμόγελο φωτίζει το πρόσωπό του, καθώς θυμάται ότι ανακάλυψε πως ο θεραπευτής του είχε παντρευτεί τρεις φορές. «Α, είναι όλα καλά μ’ εσένα», του είπε περιφρονητικά ο Χόπκινς και παράτησε τη θεραπεία.

Η τρίτη του σύζυγος, η 69χρονη Στέλλα Αρογιάβε, μια έμπορος αντικών από την Κολομβία, υποψιάζεται ότι είναι αυτιστικός. «Έχω εμμονή με τους αριθμούς. Έχω εμμονή με τις λεπτομέρειες. Θέλω τα πάντα σε τάξη. Και το να απομνημονεύω. Η Στέλλα το έψαξε και είπε: “Πρέπει να έχεις Άσπεργκερ”. Δεν ήξερα τι στο καλό εννοούσε. Δεν το πιστεύω καν». Μια διάγνωση νευροδιαφορετικότητας σε μεγάλη ηλικία, επισημαίνω, συχνά φέρνει τεράστια ανακούφιση. Γέρνει προς εμένα, γίνεται ξαφνικά σκανταλιάρης και συνωμοτικός, και αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο. «Λοιπόν, μάλλον είμαι κυνικός, γιατί όλα αυτά είναι ανοησίες. Είναι σκουπίδια. ΔΕΠΥ, ΙΨΔ, Άσπεργκερ, μπλα μπλα μπλα. Ω, Θεέ μου, αυτό λέγεται ζωή. Είναι απλώς το να είσαι άνθρωπος, γεμάτος μπερδεμένα νήματα και μυστήρια και πράγματα μέσα σου. Γεμάτος ρόζους και βρομιές και τρέλα, αυτή είναι η ανθρώπινη κατάσταση. Όλες αυτές οι ταμπέλες. Θέλω να πω, ποιος νοιάζεται; Αλλά τώρα είναι της μόδας». Στραβώνει το χείλος του. «Ξέρεις, οι άνθρωποι κάνουν κάπως έτσι». Παίρνει μια προσποιητά συμπονετική έκφραση και διπλώνει τα χέρια στην καρδιά του. Ρίχνοντας κάτω τα χέρια, σηκώνει τα μάτια και γελά. «Κάντε μου τη χάρη». Αφήνοντας πλέον τελείως ελεύθερο τον εαυτό του, προσφέρει τη δική του θεωρία για την ανήσυχη ψυχολογία του.

«Νομίζω ότι ίσως νιώθω κάποια ντροπή επειδή είμαι ηθοποιός». Μιμείται μια ευγενική συζήτηση: «“Με τι ασχολείσαι;” “Είμαι ηθοποιός”». Ξαναπαίρνει τη φυσιολογική φωνή του: «Όχι, δεν έχω δουλέψει ούτε μία μέρα στη ζωή μου. Όταν κοιτάζω τη ζωή μου, η αλήθεια είναι ότι δεν έχω κάνει ποτέ μια καλή, τίμια δουλειά. Δεν έχω κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να εμφανίζομαι, να λέω τις ατάκες μου και να πηγαίνω σπίτι. Οι άνθρωποι εκεί έξω», δείχνει προς το παράθυρο, «σκάβουν στους δρόμους και δουλεύουν σε μαγαζιά και καταστήματα. Αυτή είναι πραγματική δουλειά. Δεν έχω σκάψει ποτέ δρόμο. Δεν έχω κάνει τίποτα. Κοιτάζω τον εαυτό μου και σκέφτομαι: “Δεν έχω δουλέψει ούτε μία μέρα στη ζωή μου”. Αυτή είναι η πραγματικότητα». Φαίνεται περίεργα ικανοποιημένος και ακούγεται σαν να εκφράζει τη φωνή του πατέρα του. «Σωστά, ναι».

Αντονι Χόπκινς: «Δεν έκανα ποτέ μια καλή, τίμια δουλειά»-4
Δίνοντας συνέντευξη στην τηλεόραση του BBC, Σεπτέμβριος του 1970. (Φωτογραφία: Radio Times/ Getty Images/ Ideal Image)

Πιστεύει πως έτσι έβλεπε ο πατέρας του τη ζωή του; «Νομίζω πως ήταν πολύ περήφανος για μένα. Αλλά ήταν και μπερδεμένος». Ο Χόπκινς δεν πίστευε ποτέ ότι θα έγραφε την αυτοβιογραφία του. Προσπάθησε κάποτε, χρόνια πριν, και είχε πει σε έναν άλλο δημοσιογράφο ότι αμέσως τα παράτησε γιατί: «Ποιος στο καλό θέλει να διαβάσει αυτές τις μπούρδες; Ποιος ενδιαφέρεται για τη ζωή κάποιου άλλου; Εγώ δεν ενδιαφέρομαι ούτε για τη δική μου». Όταν του υπενθυμίζω αυτά τα λόγια, δείχνει να το διασκεδάζει. «Σωστά! Μπορείς να το γράψεις αυτό». Μόνο όταν η Στέλλα επιτέλους τον έπεισε, λέει, «ξαφνικά συνειδητοποίησα πόσο εξαιρετική είναι η ζωή μου».

«Ο ίδιος παλιός εαυτός μου»

Λίγοι ηθοποιοί έχουν παίξει περισσότερους ρόλους από τον Χόπκινς. Έχει γυρίσει πάνω από 90 ταινίες, έχει κερδίσει δύο Όσκαρ, τέσσερα BAFTA, δύο Emmy και ένα βραβείο Olivier, και πρόκειται να ξεκινήσει τα γυρίσματα μιας νέας ταινίας του Ρίτσαρντ Έιρ για τη Δάφνη Ντι Μωριέ. Είναι η υποκριτική που κυριαρχεί στο βιβλίο του, αλλά εγώ είμαι περίεργη για τα τόσα αξιοσημείωτα κομμάτια της ζωής του που παραλείπει. Για παράδειγμα, δεν γράφει ούτε λέξη για το ότι είναι παγκοσμίως γνωστός. «Δεν γράφω;» Όχι. «Λοιπόν, φυσικά αντιλαμβάνομαι πως υπάρχουν άνθρωποι που με κοιτάζουν». Χαμηλώνοντας τη φωνή σε συνωμοτικό ψίθυρο: «Μόλις έκανα μια φωτογράφιση. Εντάξει, ωραία, έστησαν τα φώτα και όλα αυτά. Αλλά δεν θέλω να…», ζαρώνει τη μύτη, «να ποζάρω. Απλώς τραβήξτε τη γ… τη φωτογραφία». Η φήμη, παραδέχεται, τον άλλαξε στην αρχή. «Αλλά στο τέλος έρχεσαι στα συγκαλά σου. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο. Γιατί ξυπνάω το πρωί και νιώθω ακόμα ο ίδιος παλιός εαυτός μου. Εύθραυστος».

«Ποιος στο καλό θέλει να διαβάσει αυτές τις μπούρδες; Ποιος ενδιαφέρεται για τη ζωή κάποιου άλλου; Εγώ δεν ενδιαφέρομαι ούτε για τη δική μου».

Χαμηλώνοντας ακόμη περισσότερο τη φωνή, σαν σχολιαρόπαιδο στην τάξη, χλευάζει τους σταρ του Χόλιγουντ που «λένε ότι το συνεργείο δεν πρέπει να τους κοιτάξει». Με τα χρόνια, αρκετοί γνωστοί ηθοποιοί έχουν απαγορεύσει να έχουν οπτική επαφή στο πλατό με το συνεργείο. «Το έχω ακούσει για κάποιους, δεν θα τους αναφέρω, αλλά είναι βλακεία. Δηλαδή, έλεος. Δεν ανακαλύψατε το φάρμακο για τον καρκίνο, έτσι; Είστε απλώς σάρκα και φθείρεστε όπως όλοι μας». 

Δεν γράφει ούτε για το ότι έγινε πάμπλουτος. «Είμαι κακός επιχειρηματίας», αναφωνεί γελώντας. «Η Στέλλα κάνει τα πάντα για μένα, εγώ δεν έχω καμία γ… ιδέα». Ούτε αναφέρει τον τίτλο του CBE (Σ.τ.Μ.: τιμητικός τίτλος στο βρετανικό σύστημα διακρίσεων) που έλαβε το 1987 ή ότι χρίστηκε ιππότης το 1993. «Α, είναι αγένεια αυτό;» Εγώ απλώς ήμουν περίεργη γιατί δεν αναφέρει κάτι. Το σκέφτεται για λίγο. «Το ξέχασα». Αφού σταματάμε να γελάμε, συνεχίζει: «Είναι απλώς ένας τίτλος. Είμαι πολύ ευγνώμων. Πραγματικά τον εκτιμώ, δεν τον υποτιμώ. Αλλά δεν μπορώ να σκέφτομαι έτσι. Δεν χρειάζεται να με αποκαλείτε σερ Άντονι. Δεν μπορώ να κυκλοφορώ με αυτό το βάρος γύρω από τον λαιμό μου, θα ήταν τρέλα».

Πέρα από μια φευγαλέα αναφορά σε «απιστίες», δεν γράφει τίποτα για τις εξωσυζυγικές του σχέσεις. Ούτε αναφέρει τη σχέση του με τη Μάρθα Στιούαρτ, που επιβεβαιώθηκε πρόσφατα από την ίδια την «γκουρού» του lifestyle. Εκείνη σταμάτησε να βγαίνει μαζί του, είπε, επειδή η ερμηνεία του στη Σιωπή των αμνών την ανατρίχιασε. Καμία σχέση, οποιουδήποτε είδους, δεν αναφέρεται ιδιαίτερα, εκτός από τον γάμο του με τη Στέλλα. Φαίνεται ότι ο χαρούμενος Χόπκινς που βλέπουμε σήμερα στο Instagram χρωστά σχεδόν ολοκληρωτικά τη γαλήνη του σε εκείνη. Είναι παντρεμένοι από το 2003 και γνωρίστηκαν όταν εκείνος μπήκε στο μαγαζί με αντίκες που διέθετε η Στέλλα στο Λος Άντζελες το 2001. Γράφει: «Με ξεκλείδωσε πλήρως, με βοήθησε να ξεπεράσω τα παλιά συναισθήματα της λύπης και του άγχους με τρόπο που με απελευθέρωσε». Το πρόσφατο βίντεο που ανέβασε φορώντας τη νέα ελαστική μάσκα προσώπου της Κιμ Καρντάσιαν, σαν τον Χάνιμπαλ Λέκτερ («Κιμ, μη φοβάσαι να έρθεις για δείπνο»), ήταν όλο δική της ιδέα, παραδέχεται γελώντας, και η έκφρασή του μαλακώνει κάθε φορά που αναφέρει το όνομά της. «Μου άλλαξε εντελώς τη ζωή».

Η πιο σύντομη προσευχή

Με την ενθάρρυνση της Στέλλας ξανάπιασε τα παιδικά του χόμπι, τις τέχνες, και όταν δεν δουλεύει βρίσκει ειρήνη ζωγραφίζοντας, παίζοντας πιάνο και συνθέτοντας μουσική. Η μεταμόρφωση από έναν βασανισμένο, άγριο και μοναχικό άνδρα σε έναν πρόσχαρο ηλικιωμένο είναι τόσο βαθιά, που αναρωτιέμαι τι άλλο την εξηγεί. «Ξέρεις ποια είναι η πιο σύντομη προσευχή στον κόσμο; Ξέρεις; Είναι το “Γ… το.” Λέγεται η προσευχή της παράδοσης. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα, είμαστε εντελώς ανίσχυροι μπροστά στα πάντα. Κι όταν το καταλάβεις αυτό, η ζωή γίνεται αρκετά ρευστή. Τελικά, τίποτα δεν είναι σημαντικό, γιατί όλοι θα πεθάνουμε. Γ… το».

Αντονι Χόπκινς: «Δεν έκανα ποτέ μια καλή, τίμια δουλειά»-5
(Φωτογραφία: Joe Pugliese For The Sunday Times)

Αυτή η φιλοσοφία θα πρέπει να δοκιμάστηκε τον Ιανουάριο, όταν οι πυρκαγιές στο Λος Άντζελες κατέστρεψαν το σπίτι του Χόπκινς. Το ζευγάρι ήταν στο Ριάντ όταν οι φλόγες πλησίαζαν, και η Στέλλα τηλεφώνησε για να απομακρύνουν και τις οκτώ γάτες τους. Την επόμενη μέρα ξύπνησαν για να μάθουν ότι είχαν χάσει κάθε αντικείμενο που διέθεταν. «Όλα χάθηκαν. Είναι θαμμένα κάτω από τα συντρίμμια». Πώς υποδέχθηκε τα νέα; «Απλώς σκέφτηκα: “Εντάξει, λοιπόν είμαστε άστεγοι”», λέει ήρεμα. «Δεν πειράζει. Είναι μια ενόχληση, αλλά είναι μόνο πραγματάκια». Νοίκιασαν άλλο σπίτι κοντά στο Μπέβερλι Χιλς, εκείνος αγόρασε νέο πιάνο Σταϊνγουέι και τώρα ψάχνουν για νέο σπίτι. Έχοντας κινδυνεύσει να χάσει κι άλλο ένα σπίτι από πυρκαγιά και το 2018, δεν σκέφτεται να ζήσει αλλού; «Οοόχι. Όπου κι αν πας, θα υπάρξει κάποια συμφορά. Οπότε συνεχίζεις τη ζωή σου και το αφήνεις πίσω. Πρέπει, αλλιώς τρελαίνεσαι». Η φωτιά εξηγεί γιατί ο Κένεθ Μπράνα, κι όχι ο Χόπκινς, διαβάζει την ηχητική εκδοχή του βιβλίου. «Ήταν να την ηχογραφήσω την εβδομάδα που μείναμε άστεγοι, οπότε ο Κεν προσφέρθηκε να με αντικαταστήσει», λέει. 

Η συνέντευξή μας έχει κρατήσει πολύ περισσότερο από τον προγραμματισμένο χρόνο, όταν με αγκαλιάζει για να με αποχαιρετήσει. Μου δίνει την εντύπωση ότι απόλαυσε να μιλάει για τη ζωή του περισσότερο απ’ όσο περίμενε και τον ρωτώ αν η επιτυχία του βιβλίου του θα έχει σημασία για εκείνον. «Λοιπόν, δεν μπορώ να συγκινηθώ υπερβολικά ή να παρασυρθώ από τη σημασία του». Επειδή πραγματικά δεν τον νοιάζει ή επειδή πρέπει να υπενθυμίζει στον εαυτό του ότι το να νοιάζεται για το τι σκέφτονται οι άλλοι τού φέρνει μόνο προβλήματα; «Ναι, το δεύτερο. Οπότε προχωράμε. Τελείωσε».

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT