Πριν από κάποιες μέρες, ενώ βρισκόμουν στο γραφείο, έλαβα ένα μήνυμα πως η παραγγελία μου βρισκόταν καθ’ οδόν προς το σημείο παραλαβής. Η αντίδραση ήταν σχεδόν αυτόματη. Άνοιξα την εφαρμογή της «Εύρεσης» στο κινητό μου και είδα ποιοι φίλοι μου βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή κοντά στο σπίτι μου. Τηλεφώνησα, έστειλα πινέζα στον χάρτη και οδηγίες και το δέμα, που διαφορετικά θα είχε χαθεί σε κάποια αποθήκη, κατέληξε στο σαλόνι μου σώο και αβλαβές. Στα δικά μου μάτια ήταν απλώς ένας άμεσος και ταχύς τρόπος διαχείρισης. Στα μάτια των συναδέλφων μου ήταν μια παραβίαση της ιδιωτικότητας των φίλων μου.
Τα νέα όρια της ιδιωτικότητας
«Δεν τους παρακολουθώ κρυφά. Έχουμε μοιραστεί για λόγους ασφαλείας τις τοποθεσίες μας επ’ αόριστον, προκειμένου να ξέρουμε πού βρίσκεται ο καθένας σε περίπτωση που κάτι συμβεί», υποστήριξα. «Και έτσι απλά παρακολουθείτε ο ένας τον άλλον στην εφαρμογή;», με ρώτησαν. Ήθελα να απαντήσω πως όχι, εκμεταλλευόμαστε τη δυνατότητα της εφαρμογής μόνο όταν χρειάζεται, αλλά θα ήταν ψέμα. Μπορεί η πρόθεση να είναι αθώα, όμως έχουν δίκιο, παραμένει μια μορφή παραβίασης της ιδιωτικότητας. Τότε γιατί σήμερα αυτό φαντάζει σχεδόν φυσικό;

Το 2011 η Apple κυκλοφόρησε την εφαρμογή «Βρες τους φίλους μου». Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, σύμφωνα με έρευνα του Pew Research Center, το 7% των ενηλίκων στις ΗΠΑ χρησιμοποιούσε τον διαμοιρασμό τοποθεσίας ως ένα μέσο κοινωνικοποίησης και σύνδεσης. Το 2022 το ποσοστό αυτό άγγιξε το 69% για τη γενιά Ζ και το 77% για τους millenials. Για πολλούς, αποτελεί μια προέκταση της φιλίας στον διαδικτυακό κόσμο, με το επιχείρημα της ασφάλειας να υπερτερεί. Πρόσφατα, μια φίλη μού ζήτησε να ενεργοποιήσουμε την κοινή χρήση των τοποθεσιών μας, ισχυριζόμενη πως έτσι θα αποφύγουμε τις περιττές ερωτήσεις του τύπου «Πού είσαι;» – και όντως λειτούργησε.
Παραμένουμε συνδεδεμένοι
Ακόμη και αν δεν συνδεθούμε στην εφαρμογή, μοιραζόμαστε -πολύ συχνά άθελά μας- την τοποθεσία μας στα social media. Μια φωτογραφία από γνωστό μπαρ της πόλης, βίντεο από συναυλίες, σέλφι με την παρέα, σειρές φωτογραφιών από τις διακοπές και άλλες ενδείξεις της ζωής που ζούμε. Όσο συνεχίζουμε να υπάρχουμε στον ψηφιακό κόσμο, τόσο περισσότερο δημοσιεύουμε προσωπικές πληροφορίες και στιγμές. Είναι πια αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικτυακής μας περσόνας, αλλά και σημαντικός άξονας των σχέσεών μας.
Σε μια εποχή υψηλών ταχυτήτων και μεγάλων αποστάσεων, τα social media λειτουργούν ως ένα βασικό μέσο διατήρησης της επαφής μας με ανθρώπους με τους οποίους διαφορετικά θα είχαμε χαθεί για πάντα. Παράλληλα, σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Νότιγχαμ, το FOMO (ο φόβος του να «χάσουμε» κάτι), ενισχύει την ανάγκη σύνδεσης και διαμοιρασμού πληροφοριών, καθώς προσφέρει μια αίσθηση ασφάλειας. Οι ψυχολόγοι που διεξήγαγαν τη μελέτη, τόνισαν πως αυτή ακριβώς η συνθήκη οδηγεί σε έναν εθισμό συνεχούς πληροφόρησης για τις ζωές των άλλων.

Τελικά, τι ξέρουμε για τους άλλους;
Όπως και να ‘χει, η διαδικτυακή ζωή παραμένει μία μόνο φέτα της πραγματικότητάς μας. Μια σκηνοθετημένη και επιμελημένη πτυχή του εαυτού μας, έστω κι αν δεν είναι αυτός ο σκοπός. Οπότε γιατί νιώθουμε την ανάγκη να ξέρουμε όσα περισσότερα γίνεται για τους άλλους; Όπως επιβεβαιώνει και έρευνα του Chicago Booth, η αρχή της «κοινωνικής συμμετρίας» είναι αυτή που κινεί τις σχέσεις μας. Στην προσπάθειά μας να προσεγγίσουμε κάποιον ή ακόμη και να δημιουργήσουμε μια σχέση μαζί του, χρειάζεται η πρόθεσή μας να αντανακλάται στις πράξεις του. Όσο περισσότερα ξέρουμε για του άλλους, τόσο περισσότερα θεωρούμε ότι ξέρουν και αυτοί για εμάς.
Η υποτιθέμενη αυτή ισορροπία λειτουργεί, κατά την ψυχολογία, ως κανόνας έλξης και συμπάθειας. Ακόμη και αν η γνώση είναι θολή ή διαστρεβλωμένη, η αίσθηση αμοιβαιότητας είναι βασική για τις σχέσεις μας. Και αυτό είναι που προσφέρουν σήμερα τα social media και διάφορες άλλες πρακτικές διασύνδεσης, οδηγώντας συχνά σε έναν κορεσμό πληροφοριών για τις ζωές των άλλων.
Το κατά πόσο, τελικά, μιλάμε για μια τεχνολογική εξέλιξη που μάς βοηθά να διατηρήσουμε «κοντινές» τις φιλικές μας επαφές ή μια άσκηση στη συνεχή παραβίαση της ιδιωτικότητας, μάλλον θα το γνωρίζουμε σε λίγα χρόνια από τώρα, όταν και τα αποτελέσματα αυτών των πρακτικών θα μπορούν να μετρηθούν μέσα από την ερευνητική διαδικασία. Τώρα, καλώς ή κακώς, είναι ακόμα νωρίς.

