η-ανεξήγητη-ομορφιά-της-καλλιδρομίου-563927446
Στο Παρασκήνιο για έναν τελευταίο απογευματινό καφέ. (Φωτογραφίες: Στέλιος Παπαρδέλας)

Η ανεξήγητη ομορφιά της Καλλιδρομίου

Μια βόλτα σε έναν από τους πιο αγαπητούς δρόμους του αθηναϊκού κέντρου, μέσα από τις ιστορίες των κατοίκων και των θαμώνων του

Στο Παρασκήνιο για έναν τελευταίο απογευματινό καφέ. (Φωτογραφίες: Στέλιος Παπαρδέλας)
Κωνσταντίνος Σαράντης

«Τα ήσυχα βράδια, η Αθήνα θα ανάβει σαν μεγάλο καράβι που θα σαι απάνω του εσύ», σιγοτραγουδά μια κοπέλα κατηφορίζοντας την Καλλιδρομίου. Λίγα μέτρα πιο εκεί, στη μεταπολεμική πολυκατοικία που στέκεται στη διασταύρωση με την οδό Δεληγιάννη, έμενε κάποτε η ερμηνεύτρια του τραγουδιού, η Αρλέτα. Την ίδια στιγμή, μια ομάδα παιδιών κατεβαίνει τα σκαλάκια του Στρέφη με ηχειάκια στα χέρια, ενώ το Yesterday’s Bread, το γνωστό μαγαζί με second hand ρούχα, ανεβάζει τα ρολά του για την απογευματινή βάρδια. Όλα μοιάζουν παράδοξα ήσυχα για την ώρα, σε αυτή τη γωνιά της Αθήνας.

Η ανεξήγητη ομορφιά της Καλλιδρομίου-1
Στα σκαλάκια του λόφου Στρέφη, η Σίρα και η φίλη της κάνουν μια στάση, περιμένοντας τον ήλιο να δύσει.

Καλλιδρομίου, ένας «όμορφος δρόμος», έστω κι αν το όνομά της είναι φόρος τιμής στη μάχη του όρους Καλλίδρομου (1821-22). Με ΒΔ-ΝΑ κατεύθυνση, ανισόπεδη και οξύμωρα γεωμετρική, αυτή η ασφάλτινη γραμμή 750 μ., που εκτείνεται από την Αλεξάνδρας μέχρι τους πρόποδες του Λυκαβηττού, τέμνοντας τις βασικές αρτηρίες της γειτονιάς, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα νοητό σύνορο των Εξαρχείων. Ο σχεδιασμός της οφείλεται στους Κλεάνθη-Σάουμπερτ, στο πλαίσιο της δόμησης και της ταξινόμησης των τότε προαστίων της πρωτεύουσας − των περιοχών που χτίστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα εκτός της αστικής πρόβλεψης. Εξαρχής άναρχη και πολυσυλλεκτική, η Καλλιδρομίου παραμένει μέχρι και σήμερα ένα μωσαϊκό αρχιτεκτονικής και ζωής. 

Η ανεξήγητη ομορφιά της Καλλιδρομίου-2
Η θάλασσα των αθηναϊκών τεντών και πολυκατοικιών, όπως φαίνεται από ταράτσα της γειτονιάς.

Η εκλεκτικιστική τριώροφη οικία της οδού Πλαπούτα από τον αρχιτέκτονα Νικόλαο Νικολαΐδη, με τα προεξέχοντα έρκερ και την περίτεχνη διακόσμηση, ο εγκαταλελειμμένος σήμερα πύργος του Αίολου των αδελφών Ηλιόπουλων που κάηκε το 2018, η παρέα των «διανοούμενων τεσσάρων» −Ένοικος, Bourbon, Παρασκήνιο, Βιόλα− και η αυλή του Άμα Λάχει −του σχολείου που κρίθηκε ακατάλληλο στον σεισμό του ’81−, το σπίτι του underground Green Door στη γωνία της Μπενάκη, τα σκαλάκια του Αστέρα, το μαγαζί του Νικόλα Άσιμου στον αριθμό 55, η Μουριά της Χαριλάου Τρικούπη αειθαλής από το 1915 ως ιστορικό καφενείο-μπαρ, απέναντι η κρεπερί διαγώνια και το ιχθυοπωλείο Η Πάρος, τα βιβλιοπωλεία και οι μικροί εκδοτικοί οίκοι, οι κάδοι των πλυντηρίων του αριθμού 16, η λαϊκή που μετατρέπει τον δρόμο κάθε Σάββατο από το 1954 σε μια θάλασσα από πορτοκαλί τέντες και κάθε αυτοκίνητο που σταθμεύει στα πλευρά της στενεύοντάς την περισσότερο. Η οδός Καλλιδρομίου είναι μια συνεχής αφήγηση. Χωρίς τελείες και περιττά σημεία στίξης. Περνάει από στόμα σε στόμα και από εποχή σε εποχή, αλλάζοντας σε κάθε της αναπαραγωγή. Μικρές ιστορίες, που για τον καθένα θα γίνονται προσωπικές. 

Κεφάλαιο Πρώτο: Οι ξένοι

Η ανεξήγητη ομορφιά της Καλλιδρομίου-3
Η εκλεκτικιστική οικία της οδού Πλαπούτα, σχεδιασμένη από τον αρχιτέκτονα Νικόλαο Νικολαΐδη, στέκει στο τέλος της Καλλιδρομίου σαν στολίδι αφημένο στον χρόνο.

«Η Καλλιδρομίου αλλάζει ανά εξάμηνο, όπως και οι ντουλάπες μας. Κάθε σεζόν και κάτι καινούργιο φυτρώνει σε αυτήν. Δεν θα σου πω αν είναι καλό ή κακό, αλλά είναι μια πραγματικότητα», θα μου πει μια κάτοικος της οδού. Απέναντί μας, δύο κοπέλες με εκκεντρικό ντύσιμο πίνουν μαργαρίτες στις τρεις το μεσημέρι. Βρίσκονται ήδη στο δεύτερο ποτό και η συζήτησή τους συνεχίζεται σε διάφορες γλώσσες. «Θα σου πω από πού είμαστε ανάλογα με το τι θες να μάθεις», μου λέει σχεδόν επιθετικά η Σίρα. «Έχω ρίζες από την Πορτογαλία, οπότε μπορώ να σου πω ότι είμαι Πορτογαλίδα. Αλλά η αλήθεια είναι πως μεγάλωσα και έζησα στο Ισραήλ», συνεχίζει και πίσω της παρατηρώ τα συνθήματα στους τοίχους που αφορούν το ζήτημα της Γάζας. «Ζω εδώ και έναν χρόνο στο Παγκράτι. Όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, άρχισα να δουλεύω ως εθελόντρια στον Σκόρο, εδώ πιο κάτω, οπότε η Καλλιδρομίου έγινε στέκι. Μου φάνηκε εξαρχής φιλόξενη και φιλική, ενώ πιο μέσα τα πράγματα δεν είναι έτσι. Έχει μια ησυχία και μια ομορφιά. Να, παραδείγματος χάριν, μπορείς να γυρίσεις το βλέμμα σου και να δεις στο βάθος το Καλλιμάρμαρο», λέει και μου δείχνει τον Λυκαβηττό. Δεν τη διορθώνω.

Η Καλλιδρομίου αλλάζει ανά εξάμηνο, όπως και οι ντουλάπες μας. Κάθε σεζόν και κάτι καινούργιο φυτρώνει σε αυτήν. 

«Εμένα μου αρέσει γιατί μου δίνει την αίσθηση πως αυτό είναι το μέρος όπου έρχονται οι άνθρωποι που ζουν εδώ», συμπληρώνει η φίλη της, λίγες ώρες αφότου αποβιβάστηκε στην Αθήνα. «Είναι η πρώτη μου φορά στην πόλη, αλλά κάτι με έλκει σε αυτόν τον δρόμο από τη στιγμή που καθίσαμε. Έχει μια δυτικοευρωπαϊκή αίγλη και σίγουρα μου αρέσει που δεν νιώθω πως είναι ένα τουριστικό μέρος». Πριν προλάβει να ολοκληρώσει, η Σίρα παρεμβαίνει στη συζήτηση: «Εγώ αντιθέτως δεν θα σου πω ότι τα μαγαζιά και η γειτονιά εδώ μου δίνουν την αίσθηση αυτού που λέμε ντόπιο. Ούτε εγώ είμαι ντόπια με αυτόν τον τρόπο. Ίσα ίσα επιλέγω να είμαι τουρίστας στην πόλη, γι’ αυτό και δεν έχω μάθει ακόμη τη γλώσσα», καταλήγει και πίνει τις τελευταίες γουλιές του ποτού της. 

Η ανεξήγητη ομορφιά της Καλλιδρομίου-4
Η Ερατώ κάνει ένα διάλειμμα από την ανακαίνιση του σπιτιού της. 

Στο Παρασκήνιο και στον Ένοικο, τα πράγματα είναι ακόμη ήσυχα. Σταματάω σε ένα από τα τραπέζια για να χαιρετήσω μία από τις παρέες της Καλλιδρομίου. «Μένω επτά χρόνια εδώ, αλλά ξέρεις κάτι, δεν θα έφευγα. Όσο κι αν έχει αλλάξει, όσο κι αν με εκνευρίζει ενίοτε, έχει μια ομορφιά αυτός ο δρόμος που δεν συγκρίνεται», μου λέει μια φίλη και το πρόσωπό της μοιάζει όμορφο κάτω από το μεσημεριανό φως. Φτάνω στον Αίολο. Ψάχνω ό,τι του έχει απομείνει, αλλά πέφτω πάνω στις σκαλωσιές των διπλανών κτιρίων, που τους επόμενους μήνες θα έχουν παραδοθεί στη γειτονιά ως μπουτίκ χοτέλ. Κάνω να γυρίσω και συναντάω την Έμμα. Έχει καθίσει στο παράθυρο του διαμερίσματός της, στον πεζόδρομο της Κουντουριώτου, και με χαιρετά. «Γεια σου. Έμμα», μου συστήνεται σε σπαστά ελληνικά. «Συγγνώμη που δεν μιλάω καλά, είμαι μόλις δέκα μήνες εδώ. Δουλεύω ως μεταφράστρια σε προγράμματα μεταναστών και προσπαθώ να μάθω τη γλώσσα. Θα σε πείραζε να συνεχίσουμε στα αγγλικά;» με ρωτάει και μου διηγείται τη ζωή της. «Έχω μείνει σε αρκετές πόλεις, αλλά εδώ, σε αυτόν τον δρόμο, νιώθω πιο ασφαλής από οπουδήποτε αλλού. Είναι οι άνθρωποι, είναι τα γέλια, είναι οι καλημέρες. Νιώθω λες και είναι ένα μικρό χωριό μες στην πόλη, όπου όλοι μας γνωριζόμαστε».

Κεφάλαιο Δεύτερο: Οι παλιοί και οι νέοι

Η ανεξήγητη ομορφιά της Καλλιδρομίου-5
«Παλιατζήδες» σε αναζήτηση θησαυρών.

Το κτίριο της οδού Πλαπούτα πάντα μου έμοιαζε παράδοξο. Είναι σαν να χάνεται μες στην Καλλιδρομίου, αλλά μόλις το παρατηρήσεις όλα τα άλλα κτίρια γύρω του σβήνουν. Κατεβασμένα ρολά, σπασμένα τζάμια, γκρεμισμένες πινακίδες και ίχνη μιας ζωής που κάποτε υπήρχε. «Να, βλέπεις; Εκεί απέναντι στο 91 ήταν το χασάπικο και παραδίπλα αυτό με τα απορρυπαντικά και τα χαρτικά. Υπήρχε και το Μοτίβο και το κομμωτήριο δίπλα μου, που τώρα έγινε ραφτάδικο. Εμείς είμαστε εδώ από το ’80. Στην αρχή στο ισόγειο του νεοκλασικού της Πλαπούτα και από το 2000 και μετά στη γωνία», μου αφηγείται ο Παναγιώτης, που εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια κρατά το ψιλικατζίδικο του πατέρα του ζωντανό. «Οι άνθρωποι έφυγαν από τη γειτονιά. Τα μαγαζιά έκλεισαν και χάθηκαν οι οικογένειες. Κι όλα αυτά μετά το ’19». Κατηγορεί την πλατφόρμα του Airbnb. 

Η ανεξήγητη ομορφιά της Καλλιδρομίου-6
Η αειθαλής Μουριά στη γωνία της Χαριλάου Τρικούπη, που λειτουργεί ως καφενείο-μπαρ από το 1915.

«Και είναι ωραία γειτονιά. Παραμένει όμορφη και είναι κι αυτοί οι νέοι που της δίνουν ζωή. Αλλά ίσως το δικό μου μαγαζί δεν ζήσει. Είναι τα σούπερ μάρκετ πια και τα 24ωρα που έχουν τα πάντα, οπότε γιατί να έρθουν σ’ εμένα; Τα θυμάμαι και συγχύζομαι. Τουλάχιστον έχουμε ακόμη καλούς ανθρώπους», λέει και με πηγαίνει στο ραφτάδικο δίπλα. «Τα παιδιά είναι καλοί άνθρωποι και καλοί στη δουλειά τους. Χαίρομαι που τους έχω εδώ», συνεχίζει. Τα «παιδιά» ήρθαν το 2002 στην Ελλάδα από το Μπανγκλαντές. Από τα οκτώ τους έμαθαν να ράβουν και να επιδιορθώνουν ρούχα, ενώ από το 2017 έχουν το δικό τους κατάστημα στα Εξάρχεια. Εδώ και έξι χρόνια, βρίσκονται στον αριθμό 94 της Καλλιδρομίου και δεν θα άλλαζαν γειτονιά, γιατί οι άνθρωποι εδώ είναι όντως καλοί, μου επιβεβαιώνουν. Στο τέλος του τετραγώνου, στο καφενείο Μόκα, η σύμμειξη ανθρώπων και κουλτουρών μετριέται σε ρακές και ρεμπέτικα. Από τα ηχεία ακούγεται ο στίχος «Τι παράξενη κοπέλα είσαι εσύ; Τι μεράκια έχεις και σε βασανίζουν» και σκέφτομαι πως πράγματι η Καλλιδρομίου είναι μια πολύ παράξενη κοπέλα. 

Κεφάλαιο Τρίτο: Λέσχη Κυριών

Η ανεξήγητη ομορφιά της Καλλιδρομίου-7
Λεπτομέρεια από τη βιτρίνα των εκδόσεων Ίνδικτος στον αριθμό 64 της Καλλιδρομίου.

Πίσω στη Βιόλα, η κυρία Έρη πίνει τον τελευταίο καφέ της ημέρας. «Εδώ στο Άμα Λάχει πήγαινα σχολείο μέχρι τον σεισμό του Φεβρουαρίου του ’81, εξαιτίας του οποίου κρίθηκε ακατάλληλο και γκρεμίστηκε. Και η μαμά μου και η μαμά της εδώ πήγαιναν σχολείο. Εδώ ζήσαμε. Μέχρι το ’97, η νυχτερινή ζωή μας ήταν το Green Door και η Οκτάνα. Από το τέλος του ’90, ο κόσμος άρχισε να φεύγει. Η γειτονιά έχασε την αίγλη της και τον μύθο της και ο δρόμος ερήμωσε. Πια δεν βλέπω τη γειτονιά. Παλαιότερα ένιωθα πως όλοι μας ήμασταν γνωστοί, έστω κι αν δεν γνωριζόμασταν. Και δεν έχει να κάνει με αυτούς που έρχονται ως περαστικοί − πάντα υπήρχαν οι άλλοι. 

Η ανεξήγητη ομορφιά της Καλλιδρομίου-8
Τα self-service πλυντήρια στον αριθμό 16 αποτελούν σημείο συνάντησης.

»Ήταν το μαγαζί του Άσιμου, το Μοναστήρι, ο φούρνος στη γωνία, τα σπίτια των φίλων μου, τα μοντέλα από το εξωτερικό που έμεναν στα ξενοδοχεία της περιοχής και περπατούσαν στον δρόμο σαν εξωτικά πουλιά. Αν για μένα κάτι είναι πατρίδα, είναι αυτή εδώ η γειτονιά. Όχι γιατί με έχει γεννήσει, αλλά γιατί οι σχέσεις μας είναι εδώ. Είναι επιλογή μου να μένω εδώ και προσπαθώ να μην γκρινιάζω για τις αλλαγές. Απλώς υπάρχουν πράγματα που δεν αναγνωρίζω και δεν με αναγνωρίζουν. Να, δες αυτό το φως. Κάποτε αυτός ο ήλιος χτυπούσε στα τζάμια των σπιτιών μας. Σήμερα χτυπά στους ηλιακούς θερμοσίφωνες», λέει και μένει να χαζεύει το σούρουπο.

Η ανεξήγητη ομορφιά της Καλλιδρομίου-9
Λίγο μετά τη λαϊκή του Σαββάτου, η Κρις συναντά ένα κορίτσι που παίζει στον άδειο δρόμο.

Βραδιάζει και η Σιμπίλ μού ανοίγει την πόρτα του σπιτιού της απέναντι από τον πεζόδρομο της Θεμιστοκλέους. Της λέω πως το σπίτι τής ταιριάζει γιατί είναι ψηλό σαν εκείνη. Γελάει. «Τι θες να σου πω γι’ αυτόν τον δρόμο; Είναι οι άνθρωποί του, είναι τα μπαρ, είναι η λαϊκή, είναι το περίπτερο και οι φασαρίες του. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σαν εμένα στην Καλλιδρομίου», μου λέει. Ψηλοί δηλαδή; «Ναι, ας πούμε ψηλοί», απαντά με προφορά και με χαιρετά.

«Κάποτε αυτός ο ήλιος χτυπούσε στα τζάμια των σπιτιών μας. Σήμερα χτυπά στους ηλιακούς θερμοσίφωνες», λέει η Έρη και μένει να χαζεύει το σούρουπο.  

Δίπλα στο Au Grand Zinc, την κρεπερί με τον γαλλικό αέρα, μια κοπέλα αφήνει στον κάδο ένα κόκκινο μεταλλικό κεφαλάρι. «Την έζησε τη ζωούλα του», λέει η Ερατώ και μου μιλά για τη δική της ζωή. «Μένω συνολικά δώδεκα χρόνια στα Εξάρχεια και περίπου επτά στην Καλλιδρομίου. Για να σου είμαι ειλικρινής, δεν μου αρέσει η λαϊκή του Σαββάτου που πρέπει να βάλουμε τα καλά μας για να πάρουμε λουλούδια και λαχανικά, όπως δεν μου αρέσουν και πολλά άλλα πράγματα στη γειτονιά, αλλά κοίτα γύρω. Δες τα σπίτια. Οι φίλοι μου με ρωτάνε πώς και μου αρέσει να βλέπω όλα αυτά τα γκραφίτι και τις μουντζούρες στους τοίχους, αλλά για μένα αυτή είναι η ομορφιά, όλα τα άλλα σπίτια μού φαίνονται γυμνά. Έχω μια αγάπη για την περιοχή. Είναι τα 24ωρα μαγαζιά της, όπου θα βρεις ό,τι χρειαστείς όποια ώρα το χρειαστείς, και αυτή η αίσθηση πως, αν σου συμβεί κάτι και βάλεις μια φωνή, όλοι θα τρέξουν και θα είναι εκεί», προσθέτει και ανεβαίνει στο διαμέρισμά της για να συνεχίσει με την τακτοποίηση.

«Οι φίλοι μου με ρωτάνε πώς και μου αρέσει να βλέπω όλα αυτά τα γκραφίτι και τις μουντζούρες, αλλά για μένα αυτή είναι η ομορφιά», λέει η Ερατώ. 

Στον αριθμό 16, κάτοικοι και τουρίστες της γειτονιάς δίνουν ραντεβού πάνω από τους κάδους των πλυντηρίων. Η Μαρίνα, η Τζένη και η Δήμητρα κάθονται στο μεγάλο τραπέζι της εισόδου και υποδέχονται τα άπλυτα και τα πλυμένα της ημέρας. Το μαγαζί ανήκει στα παιδιά της Μαρίνας, αλλά εκείνη βρίσκεται εκεί σχεδόν κάθε απόγευμα. «Σκέφτομαι συνέχεια γιατί οι νέοι δεν φεύγετε, γιατί μένετε εδώ και βασανίζεστε. Εγώ έχω ζήσει αλλού, δεν έχει σημασία γιατί είμαι πια εδώ. Το επέλεξα και μου αρέσει. Το Παρίσι, για παράδειγμα, είναι σαν ανοιχτό μουσείο. Τι στο καλό σάς αρέσει εδώ;» ρωτά και της απαντώ πως και η Αθήνα είναι ένα μουσείο, αλλά διαφορετικό. Οι άλλες δύο μπαίνουν στη συζήτηση και οι θεματικές αλλάζουν, μετακινούνται και επανέρχονται στον άξονά τους για τις επόμενες δύο ώρες. Στην παρέα προστίθεται και η Δανάη, η κόρη της Τζένης, που εκείνη την ημέρα είχε τα γενέθλιά της. Τη γιόρτασαν, μου επιβεβαιώνουν και απολογούνται που δεν έχει μείνει τούρτα. Η συζήτηση επιστρέφει στην Καλλιδρομίου, αλλά καταλήγει και πάλι στους ανθρώπους, με τη Μαρίνα να τονίζει: «Εγώ έχω μία βάση: ενός καλού, μύρια έπονται. Κι αυτό πρέπει να θυμάστε, παιδιά μου».

Κεφάλαιο Τέταρτο: Η ιεροτελεστία ενός Σαββάτου

Η ανεξήγητη ομορφιά της Καλλιδρομίου-10
Ένα μωσαϊκό αρχιτεκτονικής και ιστορίας. 

Η λαϊκή έχει σχεδόν τελειώσει. Στο Λεμονάκι του Νίκου, γνωστοί και άγνωστοι κάνουν μια στάση για ρακί και τοπικά προϊόντα. Τα παράπονα για τη γειτονιά μπλέκονται με γέλια και νέα της εβδομάδας. «Αν δεν ήταν ζώνη πρώτης κατοικίας, η Καλλιδρομίου δεν θα είχε ούτε φαρμακείο», μου λέει ένας της παρέας, ενώ ένας άλλος προσθέτει πως: «Πια το ματσάκι δυόσμου στη λαϊκή μας κάνει 1,10, ενώ σε αυτήν του Κολωνακίου 50 λεπτά». Οι πάγκοι μαζεύονται γύρω στις πέντε το μεσημέρι. Οι άνθρωποι του δήμου ξεπλένουν τους δρόμους και τα απομεινάρια του πρωινού που πέρασε και η Καλλιδρομίου επιστρέφει στην κανονική της ροή. Τα αυτοκίνητα παίρνουν ξανά τις θέσεις τους και τα μπαράκια γεμίζουν. Η Κρις φτάνει στο τραπέζι με μια ανθοδέσμη. «Έρχομαι στη λαϊκή για τα λουλούδια της. Πια με λες και κάτοικο της περιοχής. Αλλά, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, δεν θα έμενα εδώ. Προτιμώ τις πιο τακτοποιημένες συνθήκες και γειτονιές.

Για την Κρις, η Καλλιδρομίου είναι μια ευγενική υπενθύμιση ότι τα πράγματα δεν χρειάζεται να αλλάξουν για να είναι όμορφα. 

»Όχι, δεν θεωρώ ότι η Καλλιδρομίου είναι άναρχη, θα έλεγα απλώς πως είναι πιο αληθινή. Έχει κάτι ανεξήγητα όμορφο, σαν να μην την απασχολεί ο χρόνος, σαν να μη βιάζεται. Είναι μια ευγενική υπενθύμιση ότι τα πράγματα δεν χρειάζεται να αλλάξουν για να είναι όμορφα. Κι ενώ δεν ανήκει σε κανέναν, δεν είναι σαν το Παγκράτι των χίπστερ (σ.σ. γελάει), όλοι καταλήγουμε εδώ και νιώθουμε πως μας ανήκει». Φεύγοντας, μας σταματά ένα μικρό κοριτσάκι. Πίσω του, ένα υπόγειο διαμέρισμα, η μαμά του, ο αδερφός του κι ένα μεγάλο παιδικό τραπέζι με παιχνίδια. Κρατάει στα χέρια του ένα λούτρινο τιγράκι και μιμείται τους ήχους του. Η Κρις τού εξηγεί πως κι εκείνη έχει ένα τιγράκι και συνοφρυώνει τη μύτη της. Τις παρατηρώ − τη νεαρή μαμά, το κοριτσάκι και την Κρις. Ο δρόμος πίσω τους μοιάζει διαφορετικός. Επικρατεί μια τρομακτική για τα δεδομένα της περιοχής ησυχία. Εκείνες συνεχίζουν ανενόχλητες το παιχνίδι. Τελικά, η Κρις είχε δίκιο. Στην Καλλιδρομίου κάποιες φορές ο χρόνος όντως σταματά.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT