Ο κόσμος είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται από νωρίς έξω από το ξενοδοχείο τους στις όχθες του Τάμεση, εκείνο το σαββατιάτικο πρωινό. Μόλις την προηγούμενη μέρα, η συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα είχε ανακοινωθεί, ωστόσο η λονδρέζικη διαδήλωση ήταν πολυπληθής και δυναμική, όπως και οι κοινότητες των μεταναστών, που αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της βρετανικής πρωτεύουσας. Αφήνοντας πίσω τις παλαιστινιακές σημαίες και τα φωσφοριζέ γιλέκα, ξεκίνησα για να συναντήσω τους πρωταγωνιστές της Βουγονίας του Γιώργου Λάνθιμου, έχοντας την αίσθηση ότι αυτή τη φορά ο Έλληνας κινηματογραφιστής βρίσκεται πιο κοντά στον «πραγματικό κόσμο» από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην καριέρα του.

«Αυτό είναι σίγουρο», συμφωνεί χαμογελώντας η Έμα Στόουν όταν μοιράζομαι
τη συγκεκριμένη σκέψη. «Βασικά ήταν ένας καινούργιος κόσμος και για τον Γιώργο, επειδή οι κόσμοι που έχουμε δει μέχρι τώρα στις ταινίες του είναι απροσδόκητα αλλαγμένοι − ας τους πούμε “εναλλακτικούς”. Αυτή τη φορά υπήρχε η αίσθηση, ακόμα και στο σκηνικό, ότι πρόκειται για κάτι αναγνωρίσιμο, αν και φυσικά είναι πολύ “συγκεκριμένο” αυτό που συμβαίνει ανάμεσα σε αυτούς τους χαρακτήρες».
Με τον όρο «συγκεκριμένο» εννοεί προφανώς την πλοκή της ταινίας, η οποία θέλει τον Τέντι (Τζέσι Πλίμονς), έναν βιομηχανικό εργάτη, ερασιτέχνη μελισσοκόμο και φανατικό των θεωριών συνωμοσίας, να απάγει, παρέα με τον εύπιστο ξάδελφό του (Έινταν Ντέλμπις), τη Μισέλ (Έμα Στόουν), σιδηρά CEO της εταιρείας όπου δουλεύει, όντας πεπεισμένος ότι πρόκειται για εξωγήινη με αποστολή να καταστρέψει την ανθρωπότητα.
Η κρυφή αλήθεια

«Διαβάζοντας το σενάριο, αισθανόμουν ότι η ιστορία μιλά για πράγματα όλο και πιο αναγνωρίσιμα στην καθημερινότητα, όπως το τι συμβαίνει στον κόσμο του ίντερνετ, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι άνθρωποι είναι πεπεισμένοι ότι έχουν ανακαλύψει την “κρυφή” αλήθεια πίσω από κάποια θέματα. Ειδικά ο Τέντι είναι πολύ σίγουρος για τις απόψεις του. Το ίδιο όμως νομίζω ότι κάνει και η Μισέλ σε έναν βαθμό. Στη δική της περίπτωση ωστόσο δεν έχει να κάνει τόσο με συναισθήματα όσο με γεγονότα», εξηγεί η Στόουν, μιλώντας με αρκετή ειρωνεία για την ηρωίδα της.
«Διαβάζοντας το σενάριο, αισθανόμουν ότι η ιστορία μιλά για πράγματα όλο και πιο αναγνωρίσιμα στην καθημερινότητα, όπως το τι συμβαίνει στον κόσμο του ίντερνετ».—Έμα Στόουν
Κουλουριασμένη με τα πόδια πάνω στην πολυθρόνα, με τα μαλλιά της σε ένα κάπως «αμήχανο» στάδιο ανάμεσα στο πολύ κοντό και το καρέ −θυμίζουμε ότι ξύρισε το κεφάλι της οn camera για τις ανάγκες της ταινίας−, είναι μία από τις πιο κουλ συνεντευξιαζόμενες που έχω συναντήσει ποτέ· και σίγουρα η πιο κουλ κάτοχος δύο βραβείων Όσκαρ. Την ίδια εντύπωση είχα αποκομίσει και προ διετίας στις Κάννες, σε ένα στρογγυλό τραπέζι για τις Ιστορίες Καλοσύνης, όπου κέρδισε εύκολα την ομήγυρη με την αμεσότητα και το αυθόρμητο χιούμορ της.

Εδώ πάντως έχει να αντιμετωπίσει το πείραγμα του Τζέσι Πλίμονς, ο οποίος χαμογελά σαρδόνια από τη διπλανή πολυθρόνα.
«Ενδιαφέρον…» της λέει. «Έχει πάντα ενδιαφέρον να σε ακούω, γιατί προφανώς δεν έχουμε μιλήσει ποτέ γι’ αυτά τα πράγματα. Λες ότι η Μισέλ σε έναν βαθμό πιστεύει −τουλάχιστον είχε πείσει τον εαυτό της γι’ αυτό− ότι βοηθούσε τους ανθρώπους με την εταιρεία της; Για μένα αυτή η σκέψη είναι απλώς παρανοϊκή», λέει χαρακτηριστικά. «Μα προσπαθεί να σώσει τον κόσμο από τα ναρκωτικά, να προστατέψει τον πληθυσμό από τη δηλητηρίαση − εννοώ σίγουρα προσπαθεί να μας σώσει», απαντάει η Στόουν, ειρωνευόμενη πια ξεκάθαρα τον ίδιο της τον χαρακτήρα. «Κάπως έτσι όμως δικαιολογούν τον εαυτό τους αυτές οι τεράστιες εταιρείες. Λένε τέτοιες ιστορίες στο κοινό και στον εαυτό τους, ότι μας προστατεύουν κ.λπ.», κλείνει τον μίνι διάλογο ο Πλίμονς.
Ήρωες γεμάτοι ελαττώματα
Για εκείνον ήταν η δεύτερη φορά που ακολούθησε τον Γιώργο Λάνθιμο και την Έμα Στόουν στο κοινό κινηματογραφικό τους ταξίδι, το οποίο ξεκίνησε με την Ευνοούμενη του 2018. Ο Αμερικανός ηθοποιός είναι εδώ, όπως και στις Ιστορίες Καλοσύνης, εξαιρετικός, επιβεβαιώνοντας ότι τα πηγαία ταλέντα «ανθίζουν» όμορφα μπροστά στον φακό του Λάνθιμου. Εκείνος βέβαια είχε ήδη ξεχωρίσει με τις ερμηνείες του σε ταινίες όπως η Εξουσία του Σκύλου της Τζέιν Κάμπιον, που του χάρισε και μια οσκαρική υποψηφιότητα. «Η εμπειρία ήταν παρόμοια και ταυτόχρονα εντελώς διαφορετική. Αρχικά, στις Ιστορίες Καλοσύνης το σενάριο είχε γραφτεί από τον Γιώργο και τον Ευθύμη Φιλίππου και ουσιαστικά ήταν τρεις ταινίες στη “συσκευασία” μίας. Τις προάλλες δηλαδή λέγαμε μεταξύ μας ότι στην πραγματικότητα έχουμε κάνει τέσσερις ταινίες μαζί. Αυτή τη φορά, το σενάριο γράφτηκε από τον Γουίλ Τρέισι και ήταν αληθινά ιδιοφυές. Παράλληλα όμως υπήρχε ήδη η εξοικείωση, η εμπιστοσύνη και η άνεση που πάντα βοηθούν», σημειώνει.

Η Έμα Στόουν, από την πλευρά της, αν και δοκιμασμένη στο σύμπαν του Λάνθιμου, χρειάστηκε να «σκάψει» αρκετά βαθιά προκειμένου να βρει σημείο επαφής με τον ρόλο της. «Νομίζω ότι είναι βασικό κομμάτι της δουλειάς. Τουλάχιστον εγώ δεν μπορώ να παίξω κάποια ηρωίδα αν δεν καταφέρω να βρω τρόπο να συμπάσχω μαζί της ή έστω να εντοπίσω τα πιο πιστευτά στοιχεία μέσα της. Βασικά, δεν πιστεύω ότι κάποιος είναι αποκλειστικά ψυχρός και υπολογιστικός.
Αν έχεις καρδιά που χτυπάει, υπάρχει συναίσθημα κάπου μέσα σου, και ανεξάρτητα από τον εταιρικό τρόπο ομιλίας ή παρουσίασης, υπάρχουν πάντα περισσότερα κάτω από την επιφάνεια. Ακόμα και οι πιο αδίστακτοι δισεκατομμυριούχοι του πλανήτη έχουν κλάψει για κάτι», αναφέρει η ίδια πριν τη διακόψει και πάλι με διάθεση πειράγματος ο Τζέσι Πλίμονς, κάνοντας έναν ψεύτικο λυγμό: «Ω, μόλις έχασα ένα εκατομμύριο…» λέει. Εκείνη γελά, αλλά συμπληρώνει: «Αν το καλοσκεφτείς, πλέον μόνο αυτή η συναισθηματική κατάσταση είναι που μας διαχωρίζει από την όλο και εντονότερη ΑΙ εκδοχή του κόσμου γύρω μας».

Από την άλλη, υπάρχει ο Τέντι· συνωμοσιολόγος, ξενοφοβικός, παρ’ όλα αυτά σχετικά συμπαθής στον θεατή λόγω ακριβώς του ανθρώπινου, ελαττωματικού χαρακτήρα του. Είναι μήπως το κλειδί για ένα καλύτερο μέλλον η κατανόηση και η προσέγγιση κάποιου σαν κι αυτόν; «Δυστυχώς δεν νομίζω ότι είναι τόσο απλό. Ελπίζω βέβαια ότι η ταινία θα κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν, να αναθεωρήσουν τη σχέση με τον εαυτό τους και τον κόσμο ή τουλάχιστον να κάνουν συζητήσεις. Αλλά δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος», απαντά με ειλικρίνεια ο Πλίμονς.
Ανάλαφρη διάθεση, διαφορετική διάσταση
Οι δυο τους είναι σε σταθερά ανάλαφρη διάθεση, κάτι που φαίνεται αμέσως όταν αναφέρω πως ο Γιώργος Λάνθιμος δήλωσε ότι στη συγκεκριμένη ταινία ήταν αρκετά συγκρατημένος ως προς τη σκηνοθετική του παρέμβαση και την οπτική της ταυτότητα. «Αλήθεια; Χμ, το ότι τη γυρίσαμε σε VistaVision με τις πιο μεγάλες και θορυβώδεις κάμερες στον κόσμο είναι μάλλον το “συγκρατημένο” του Γιώργου… Ίσως επειδή δεν υπήρχε τόσο fisheye (σ.σ. εννοεί τους πολύ ευρυγώνιους φακούς), δεν ξέρω», λέει γελώντας η Στόουν και «πασάρει» στον συμπρωταγωνιστή της, ο οποίος είναι, όπως εκείνη λέει, πολύ πιο αρμόδιος στο ζήτημα της κινηματογράφησης: «Έχοντας ξεκινήσει να ασχολούμαι συστηματικά με τη φωτογραφία τα τελευταία τρία χρόνια περίπου, βρίσκω συναρπαστικές όλες αυτές τις διαφορετικές τεχνικές. Όμως γενικά προσπαθώ να μένω στο πεδίο μου, ειδικά όταν δουλεύω με τον Γιώργο και τον Ρόμπι (σ.σ. εννοεί τον Ρόμπι Ράιαν, μόνιμο συνεργάτη του Λάνθιμου στη φωτογραφία) και όλο αυτό το φανταστικό συνεργείο. Τους εμπιστεύομαι· αν χρειαστούν κάτι διαφορετικό για μια συγκεκριμένη λήψη, θα μου το πουν. Αυτή τη φορά νομίζω προέκυπτε και από το σενάριο η ανάγκη να γυρίσουμε από πολλές διαφορετικές γωνίες. Υπήρχαν πολλές λήψεις, και αυτό συνήθως σου δίνει την ευκαιρία να εξερευνήσεις περισσότερο μια σκηνή».
«Ελπίζω ότι η ταινία θα κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν, να αναθεωρήσουν τη σχέση με τον εαυτό τους και τον κόσμο. Αλλά δεν είμαι και πολύ αισιόδοξος». —Τζέσι Πλίμονς
Η Στόουν, από την πλευρά της, σημειώνει πως «το μόνο που σε επηρεάζει πραγματικά ως ηθοποιό όταν γυρίζεις σε φιλμ (όπως στο VistaVision) είναι ότι μπορείς να το κάνεις συνεχόμενα μονάχα για ένα πολύ συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Και πολλές από αυτές τις σκηνές είναι τόσο μεγάλες και περίπλοκες, οπότε πραγματικά σου ραγίζει την καρδιά όταν ξεμείνεις από φιλμ στη μέση τους».

Τελειώνοντας τη συνέντευξη, δεν μπορώ να μην τους ρωτήσω και για το φινάλε της ταινίας, το οποίο (χωρίς spoiler) είναι συνάμα μεγαλειώδες και σοκαριστικό, ισορροπώντας ανάμεσα στην απόλυτη απαισιοδοξία και σε μια ενστικτώδη ελπίδα (;) για ένα καινούργιο ξεκίνημα. «Είναι και αυτό πιθανότατα ένα από τα στοιχεία που μας τράβηξαν όλους σε αυτό το πρότζεκτ. Ξέρετε, ακόμα και το να κάνεις συνεντεύξεις γι’ αυτή την ταινία είναι ενδιαφέρον και μοναδικό, γιατί προκύπτουν πολλά διαφορετικά ερωτήματα για τον κόσμο γύρω μας. Επίσης, ήταν πολύ ενδιαφέρον να ακούω τον Γιώργο να μιλά γι’ αυτή την ταινία. Δεν είναι έκπληξη φυσικά ότι είναι ανθρωπιστής, όλες οι ταινίες του μοιάζουν πολύ ανθρώπινες, όμως το να τον ακούς να μιλά για την κατάσταση του κόσμου σήμερα αποκαλύπτει μια διαφορετική του διάσταση. Προσωπικά πιστεύω ότι το φινάλε αποτελεί έναν ισχυρισμό και ταυτόχρονα μια προειδοποίηση· άλλωστε, και η “αποστολή” του Τέντι αυτή ήταν, να ξυπνήσει τους αναθεματισμένους τους ανθρώπους», καταλήγει ο Τζέσι Πλίμονς.
Η Βουγονία του Γιώργου Λάνθιμου έκανε πρεμιέρα στο περασμένο Φεστιβάλ Βενετίας και κυκλοφορεί από την προσεχή Πέμπτη στις ελληνικές αίθουσες σε διανομή της Tanweer.

