«Φτάσαμε στο Ντένβερ με το ρεζερβουάρ σχεδόν άδειο και το Χάντσον να βήχει σκόνη εδώ και χίλια μίλια ερήμου. Ήταν εκείνη η άγρια, ιερή και τρελή εποχή που ο Ντιν κι εγώ ήμασταν αχώριστοι, δυο μισά ενός νομίσματος που είχε χαθεί και βρεθεί ξανά και η Μαριλού ήταν μαζί μας, ένας άγγελος με θλιμμένα μάτια, σε ένα πολύ στενό πουλόβερ. Τα λεφτά είχαν χαθεί ξοδεμένα σε βενζίνη και φτηνό κρασί και σε μια άγρια νύχτα σε ένα μοτέλ της Τούσον που τελείωσε με μια γροθιά και ένα γρήγορο τρέξιμο προς το αυτοκίνητο». Έτσι ξεκινά η δισέλιδη, χειρόγραφη και μέχρι πρότινος αδημοσίευτη ιστορία του Τζακ Κέρουακ, που μόλις είδε το φως της δημοσιότητας σύμφωνα με τον Guardian. Αυτή είναι υπογεγραμμένη από τον συγγραφέα (ο οποίος έφευγε από τη ζωή στις 21 Οκτωβρίου του 1969) και ανήκει στον Your Own Museum, τον φορέα που έχει πλέον στην ιδιοκτησία του «ένα χαμένο κεφάλαιο» της σάγκα του «Στον Δρόμο».
Η ιστορία βρέθηκε έπειτα από 40 και πλέον χρόνια στα αρχεία ενός δολοφονημένου αρχηγού της Μαφίας, του Πολ Καστελλάνο, που δρούσε στη Νέα Υόρκη και θεωρείται πως αρχικά είχε δοθεί σε έναν beat ποιητή του Σαν Φρανσίσκο. Η ημερομηνία στην πρώτη σελίδα λέει 15 Απριλίου 1957. Πέντε μήνες δηλαδή πριν από τη δημοσίευση του κλασικού έργου της beat λογοτεχνίας.
Το αριστούργημα που όρισε μια γενιά
Ίσως όχι το ίδιο εκρηκτικά, αλλά με τρόπο πλέον αξέχαστο, αρχίζει το «Στον Δρόμο» στην τελική, δημοσιευμένη εκδοχή του: «Γνώρισα τον Ντιν όχι πολύ μετά που χώρισα με τη γυναίκα μου. Είχα μόλις συνέλθει από μια σοβαρή αρρώστια για την οποία δε θα μπω στον κόπο να μιλήσω, εκτός από το ότι είχε σχέση με τον άθλιο, κουρασμένο χωρισμό και το αίσθημά μου ότι τα πάντα ήταν νεκρά. Με τον ερχομό του Ντιν Μοριάρτι άρχισε εκείνο το μέρος της ζωής μου που θα μπορούσες να χαρακτηριστεί ως “η ζωή μου στον δρόμο”».
Γραμμένο κατά τη διάρκεια τριών ξέφρενων εβδομάδων τον Απρίλιο του 1951, με τον φιλόδοξο συγγραφέα να χτυπά τα πλήκτρα της γραφομηχανής μανιωδώς, να ιδρώνει, να αλλάζει μπλούζες και να μη σταματά να αποτυπώνει τη ροή της σκέψης του, το Στον Δρόμο χάρισε, αντίθετα με το πρώτο του μυθιστόρημα, φήμη και ώθησε τους νέους της μεταπολεμικής Αμερικής να αναζητήσουν την έξαψη της ελευθερίας στην αβεβαιότητα της ασφάλτου. Σημειώστε ότι, για να μην διακόπτει το γράψιμό του, ο Κέρουακ ένωσε με ταινία τρεισήμισι μέτρα χαρτί και το τοποθέτησε στη γραφομηχανή του ώστε να μην χρειάζεται να αλλάζει φύλλα.
Αυτό που αφηγούνταν με τέτοιο πάθος ήταν οι ξέφρενες περιπέτειες του Σαλ, του Ντιν και της Μαριλού, δηλαδή των ηρώων του. Εμπνευσμένοι από τους αληθινούς ήρωες Νικ Κάσιντι, Λουάν Χέντερσον και Άλεν Γκίνσμπεργκ, (ο Σαλ ήταν το άλτερ έγκο του), αυτοί έγιναν οι άγιοι του, και το «Στον δρόμο», το ευαγγέλιο της μεταπολεμικής Αμερικής.
Με το βλέμμα στη δύση
Η αφήγηση ξεκινά στην καρδιά του χειμώνα, στη Νέα Υόρκη του 1947, με τον Σαλβατόρε Παραντάιζ, να νιώθει το κενό στη ζωή του. Ο Ιταλοαμερικανός που συναναστρέφεται με Beats, ανήσυχους, ταλαιπωρημένους και θλιμμένους μποέμ τύπους, ζει μέσα σε έναν κόσμο που ορίζεται από μια πηγαία ανάγκη απόδρασης προς τα δυτικά. Η αναζήτηση της εκστατικής έμπνευσης και των αυθεντικών βιωμάτων, ξεκινά για τον Σαλ με τη γνωριμία του με τον Ντιν Μοριάτι, έναν νεαρό με φλογερό λόγο, αστείρευτη ενέργεια και θράσος, αλλά και με προϋπηρεσία στο αμερικανικό σωφρονιστικό σύστημα. Οι ιδέες του ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, εκεί που δεν το περιμένεις, στην άδεια έρημο, σε οίκους ανοχής και τζαζ-μπαρ, σε όλα όσα μπορούν να αποτελέσουν μια γόνιμη γη για την άσβεστη τρέλα του.
Και μαζί παρασέρνει και τον Σαλ που διψά για έμπνευση: Νέα Υόρκη, Ντένβερ, Σαν Φρανσίσκο και Μεξικό – στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και στις αρχές του ’50 – γίνονται οι σταθμοί ενός μεγάλου ταξιδιού, μέσα από το οποίο οι δύο φίλοι, που άλλοτε ενώνονται και άλλοτε χωρίζονται, συναντούν ένα πλήθος από περιπλανώμενους καλλιτέχνες και ονειροπόλους. Όλοι τους γυρεύουν αυθεντικότητα σε μια Αμερική που μεταμορφώνεται ασταμάτητα.
Σαν να κινούνται υπό τους φρενήρεις ρυθμούς της τζαζ οι ήρωες του Κέρουακ, ψάχνουν κορίτσια που θα ανοίξουν την καρδιά τους σαν τριαντάφυλλα και συναισθήματα που ζεματάνε, τόσο που δεν μπορείς να τα κρατήσεις για πολύ στα χέρια σου. Ο ρόλος τους περιορίζεται στο να ταΐσουν την αλληλουχία της εκστατικής ζωής, να δώσουν, αφού γίνουν στάχτη, τη θέση τους στα επόμενα, που περιμένουν κρυμμένα κάπου στην άκρη της ερήμου.
Ο Σαλ και ο Ντιν και η Μαριλού, παραδίνονται μαζί και χώρια σε νύχτες αλκοολικές, φιλοσοφούν και καίγονται όπως έλεγε ο Κέρουακ, σαν «ρωμαϊκά κεριά στη νύχτα». Σήμερα, δεκαετίες μετά, εξακολουθούν να λάμπουν μέσα από τις σελίδες. Μοιάζουν άλλωστε να είναι αυτό που διψούσαν τόσο πολύ να γίνουν: Αθάνατοι, όπως όλοι οι μεγάλοι ήρωες της αμερικανικής λογοτεχνίας.

