Από τον Μπαλζάκ και τον Τολστόι μέχρι τον Τζέιμς Τζόις, κάθε ιστορική περίοδος έχει τους συγγραφείς που την εκφράζουν περισσότερο∙ για τη σημερινή εποχή, ο Τόμας Πίντσον αρκεί και περισσεύει. Ο μέγας «εξαφανισμένος» της παγκόσμιας λογοτεχνίας επανέρχεται στον αφρό των ημερών χάρη στην ταινία Μια μάχη μετά την άλλη του Πολ Τόμας Άντερσον, η οποία αντλεί υλικό από το σύμπαν του μυθιστορήματος Vineland (εκδ. Χατζηνικολή), αλλά και λόγω της πολυαναμενόμενης κυκλοφορίας του νέου του πονήματος με τίτλο Shadow Ticket (στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει το πρώτο εξάμηνο του 2026, σε μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή, για τις εκδόσεις Gutenberg). Η γοητεία βέβαια του Πίντσον δεν είναι συγκυριακή και δεν καθορίζεται με αφορμή κάποιο συγκεκριμένο γεγονός. Αντίθετα, έχει εγγραφεί στο παγκόσμιο λογοτεχνικό σύμπαν ως κάτι ολότελα ξεχωριστό. Ίσως, και θαυμαστά αλλόκοτο.
«Η δημοσιότητα είναι μια φόρμα βίας»
Ο Πίντσον έλκει σαν μαγνήτης τους πάντες, ακόμη και εκείνους που δεν αντέχουν να τον διαβάσουν. Ο μύθος της απουσίας του μοιάζει με το τέλειο αίνιγμα. Αν ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ επέλεξε τη σιωπή, ο Πίντσον πήγε ένα βήμα παραπέρα: έγινε φάντασμα σε έναν κόσμο όπου όλοι διψούν για προβολή. Δεν δίνει συνεντεύξεις, δεν εμφανίζεται δημοσίως, δεν διαφημίζει τα έργα του. Είναι ένας συγγραφέας-τρικυμία, που επέλεξε την αφάνεια για να μιλήσει με πιο καθαρή φωνή. Το γεγονός ότι εξακολουθεί να μας επηρεάζει βαθιά, χωρίς να «υπάρχει», αποτελεί από μόνο του ειρωνικό σχόλιο για τον αιώνα της υπερπληροφόρησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι για χρόνια κυκλοφορούσαν φήμες ότι δεν υπάρχει καν, αλλά ότι πρόκειται για ένα λογοτεχνικό πρoσωπείο που έχει φτιαχτεί, χάριν αστεϊσμού, από μια ομάδα ευφάνταστων συγγραφέων. Μάλιστα, κάποιοι έφτασαν στο σημείο να ισχυριστούν πως είναι κυβερνητικός πράκτορας, γι’ αυτό και ξέρει τόσο πολλά για τα ενδότερα του «συστήματος»…
Το πρόσωπό του έχει απαθανατιστεί ελάχιστες φορές, κυρίως τη δεκαετία του ’50, ενώ σε μια σπάνια εμφάνιση σε επεισόδιο των Simpsons υποδύεται τον εαυτό του (φορώντας μια σακούλα στο κεφάλι). Ο ίδιος φαίνεται να αντιλαμβάνεται τη δημόσια σιωπή του όχι ως πόζα, αλλά ως στάση: «Η δημοσιότητα είναι μια φόρμα βίας», έχει πει σε μια σπάνια συνέντευξή του. Ίσως γιατί γνωρίζει ότι οι συγγραφείς σήμερα δεν κρίνονται μόνο από τα βιβλία τους, αλλά και από τις «περσόνες» τους. Κάτι που ο ίδιος αρνείται πεισματικά να δημιουργήσει. Η απουσία του από τα φώτα της δημοσιότητας δεν είναι λοιπόν μυστήριο. Είναι συνέπεια μιας λογοτεχνικής λογικής: τα βιβλία είναι αυτά που μιλούν και όχι ο συγγραφέας.
Με δάσκαλο τον Ναμπόκοφ
Γεννήθηκε το 1937 στο Γκλεν Κοβ της Νέας Υόρκης. Σπούδασε φυσική και αργότερα αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, όπου ήταν συμφοιτητής του μουσικού, ποιητή και συγγραφέα Ρίτσαρντ Φαρίνια και είχε για λίγο καθηγητή τον συγγραφέα – λεπιδοπτερολόγο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. Η φήμη ότι ο Ναμπόκοφ τον θυμάται ως «σπουδαίο φοιτητή που κάπνιζε συνεχώς και δεν πήγαινε στις παραδόσεις» έχει διαψευστεί από τη σύζυγο του συγγραφέα της Λολίτας, αλλά παραμένει διαδεδομένη. Άλλωστε, δεν είναι η μοναδική φήμη που κυκλοφορεί γύρω από το όνομά του.
Τη δεκαετία του ’60 ο Πίντσον εργάστηκε για λίγο στην Boeing, και αυτή η περίοδος τροφοδότησε την εμμονή του με την τεχνολογία, την εξουσία και τα όρια του ανθρώπινου ελέγχου. Το πρώτο του μυθιστόρημα, V. (εκδ. Χατζηνικολή), με έτος κυκλοφορίας το 1963, εισήγαγε ένα πλήθος χαρακτήρων και μια αφήγηση με χρονικά άλματα, η οποία θύμιζε περισσότερο μαθηματικό πρόβλημα παρά συμβατική ιστορία. Τρία χρόνια αργότερα, η Συλλογή των 49 στο σφυρί (εκδ. Gutenberg) θεωρήθηκε πιο «συμπαγές» έργο, χωρίς όμως να λείπουν οι παγίδες, τα σύμβολα και οι συνωμοσίες: ένα μικρό εγχειρίδιο παραλογισμού, με άλλα λόγια, για την Αμερική του Ψυχρού Πολέμου.
Το έργο που τον καθιέρωσε το 1973 ως συγγραφέα αιχμής ήταν το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας (εκδ. Χατζηνικολή), ένα γιγαντιαίο, δύστροπο μυθιστόρημα με φόντο την Ευρώπη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένας κόσμος όπου τα πάντα είναι πιθανά: οι πύραυλοι V-2 συνδέονται με την ψυχανάλυση, η βαρύτητα με τη σεξουαλικότητα, οι ήρωες με την παράνοια. Δεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται εύκολα – αλλά όσοι το διαβάσουν μέχρι τέλους συνήθως αισθάνονται κάτι σημαντικό να έχει ταρακουνηθεί μέσα τους. Αναμφίβολα πρόκειται για το magnum opus του. Ένα μυθιστόρημα που η επίσημη κριτική είτε το αποθέωσε (όπως ο «πολύς» Χάρολντ Μπλουμ) είτε στάθηκε με μια μεγάλη απορία για το τι ακριβώς πραγματευόταν. Όσο για τους αναγνώστες, αρκετοί είναι αυτοί που διατείνονται πως το έχουν διαβάσει, αλλά στην πραγματικότητα το αφήνουν για αργότερα. Τότε που θα αισθάνονται περισσότερο σίγουροι να αναμετρηθούν με ένα βιβλίο που «διαλύει» όλες τις αναγνωστικές συμβάσεις και σε κυκλώνει από παντού. Αν υπάρχει κάποιο αντίστοιχο έργο που μπορεί να συγκριθεί με το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας, ως προς τη συγγραφική προθετικότητά του και την επιδεξιότητά του, αυτό δεν είναι άλλο από τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις. Αμφότερα αποτελούν ορόσημα μιας ολόκληρης εποχής αλλά και μιας αντίστοιχης λογοτεχνικής σχολής. Ο Πίντσον έγινε ο «δανδής» του μεταμοντερνισμού, τη στιγμή που ο Τζόις ήταν από τους πρωτομάστορες του μοντερνισμού. Επειδή, όμως, ο χρόνος θα είναι πάντα ο μέγας κριτής, τα βιβλία τους κατάφεραν να διαπεράσουν τα χρονικά μεταίχμια και να διαβάζονται (όταν διαβάζονται) ως λογοτεχνικές κορυφές, τις οποίες κάποια στιγμή αξίζει να ανέβεις. Ένα τέτοιο «μαγικό βουνό» είναι ο Πίντσον.
Η απόλαυση του αχαρτογράφητου
Όσο εμείς μιλάμε για τον μύθο του, ο Πίντσον μάς σέρνει εκεί που πραγματικά ανήκει: στις σελίδες του, όπου η Ιστορία καταρρέει, η πραγματικότητα λιώνει σαν πλαστελίνη και η λογοτεχνία μετατρέπεται σε μεταφυσική εμπειρία. Δεν γράφει μυθιστορήματα, φτιάχνει σύμπαντα· τεκτονικά, πυκνά, οριακά χαοτικά, όπου η παράνοια και η γεωπολιτική συνωμοτούν, το χιούμορ συναντά τον τρόμο και το κάθε τι –από μια τσιχλόφουσκα μέχρι την κυβερνητική επιστήμη– έχει το ίδιο αφηγηματικό βάρος. Βιβλία όπως το Mason & Dixon (εκδ. Χατζηνικολή) το 1997 ή το Ενάντια στην ημέρα (εκδ. Καστανιώτη) το 2006 παίζουν με τα είδη, χαριεντίζονται, σοβαρολογούν, τραγουδούν και ρίχνουν βέλη κατά πάντων. Με έναν μοναδικό τρόπο, τα βιβλία του είναι το σημείο τομής όπου η λαϊκή κουλτούρα συναντά την υψηλή τέχνη.
Στον Πίντσον, το σημαντικό και το ασήμαντο γίνονται ένα. Η μεταμοντέρνα του αφήγηση, γεμάτη παραπομπές, γλωσσικά παιχνίδια και επιστημονικά δεδομένα, δεν έχει σκοπό να καθησυχάσει τον αναγνώστη, αλλά να τον αναστατώσει. Όχι όμως με έναν επιφανειακό εντυπωσιασμό, αλλά με μια εσωτερική ταραχή: στη λογική ότι ο κόσμος είναι πολύ πιο παράξενος και βαθύς απ’ όσο πιστεύαμε. Κάθε του βιβλίο είναι ένα κρυπτογράφημα για έναν πολιτισμό σε αποσύνθεση. Και αν ο αναγνώστης χάσει το νήμα, δεν πειράζει. Άλλωστε, ο Πίντσον ποτέ δεν μας υποσχέθηκε ότι διαθέτει κάποιες λύσεις. Υποσχέθηκε –και έκανε πράξη– μονάχα την απόλαυση του αχαρτογράφητου.
Παρά την εμμονή του με την Ιστορία, δεν είναι «ιστορικός» συγγραφέας. Τα μυθιστορήματά του, είτε τοποθετούνται στον 18ο αιώνα είτε στη δεκαετία του ’90, μιλούν πάντα για το παρόν: για τη διαφθορά της εξουσίας, την απώλεια της ατομικότητας, την παράνοια της πληροφορίας, το γιγαντιαίο μάτι που μας παρακολουθεί όλους. Ίσως αυτό, τελικά, να είναι και το πιο τρομακτικό στα έργα του: η αίσθηση ότι όλα όσα περιγράφει, όσο παράλογα κι αν φαίνονται, είναι ήδη εδώ. Το «κακό» στους κόσμους του δεν έρχεται απ’ έξω, αλλά είναι ενσωματωμένο στα ίδια τα συστήματα. Και αυτό δεν είναι απαισιοδοξία. Είναι ένα κάλεσμα για εγρήγορση.
Αναγνώστες-ερευνητές
Το κοινό του, φανατικό και σχεδόν μυητικό, δεν αποτελείται απλώς από αναγνώστες, αλλά από ερευνητές, εραστές, κυνηγούς κωδίκων. Δεν διαβάζουν Πίντσον για να περάσουν καλά, αλλά για να φτάσουν σε ένα είδος εσωτερικής αποκάλυψης. Τον έχουν αναγορεύσει «commander» ενός στρατού που έχει αποφασίσει να πολεμήσει την καθεστηκυία τάξη με τις λέξεις. Αν το μυθιστόρημα κάποτε είχε ως στόχο να διδάξει ή να ψυχαγωγήσει, ο Πίντσον το ξανασχεδίασε ως λαβύρινθο: ή μπαίνεις ή μένεις απ’ έξω.
Το κοινό του δεν αποτελείται απλώς από αναγνώστες, αλλά από ερευνητές, εραστές, κυνηγούς κωδίκων. Δεν διαβάζουν Πίντσον για να περάσουν καλά, αλλά για να φτάσουν σε ένα είδος εσωτερικής αποκάλυψης.
Φέτος, μετά από δώδεκα χρόνια σιωπής, ο 88χρονος συγγραφέας επανέρχεται με το Shadow Ticket, ένα μυθιστόρημα που τοποθετείται στο Μιλγουόκι της δεκαετίας του ’30, με πρωταγωνιστή έναν αποτυχημένο ντετέκτιβ που καταλήγει να κυνηγάει μια παράξενη κληρονόμο μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από Ναζί, Σοβιετικούς, μυστικιστές και πράκτορες. Αν αυτό ακούγεται σαν παρωδία, είναι επειδή εν μέρει είναι. Ωστόσο, στο σύμπαν του Πίντσον η παρωδία είναι πάντα φορέας αλήθειας.
Ο Τόμας Πίντσον είναι ο συγγραφέας μιας εποχής που δεν μπορεί να τον διαβάσει γραμμικά. Είναι η διάσπαση της προσοχής μας, η υποψία ότι πίσω από το αυτονόητο καραδοκεί η φρίκη, το γέλιο, η αποκάλυψη. Και αν κάτι κρατάει, τελικά, τον πυρήνα του έργου του ζωντανό, είναι αυτή η αίσθηση ότι το νόημα δεν βρίσκεται ποτέ εκεί που το περιμένεις. Κάπως ή, μάλλον πιο σωστά, ακριβώς όπως η εποχή μας. Έτσι δεν είναι;

Δυο Ελληνες συγγραφείς μας μιλούν για τον δικο τους Τόμας Πιντσόν
Κώστας Καλτσάς
«Ο κόσμος μοιάζει περισσότερο παρά ποτέ με πιντσονικό μυθιστόρημα»
1995: Το ουράνιο τόξο της βαρύτητας. Ένα ουρλιαχτό διασχίζει τον ουρανό. Κανένα φως πουθενά. Δεκαοκτώ χρονών, πασχίζω να διακρίνω, με την ελληνική μετάφραση ακόμα τρία χρόνια μακριά και χωρίς διαδίκτυο για να εντοπίσω τις δεκάδες αναφορές για τις οποίες δεν με διαφωτίζουν οι εγκυκλοπαίδειες των γονιών μου. Αναζητάω καθοδήγηση μέσα στη νύχτα, σοφές συμβουλές που ξέρω πως ίσως να μην μπορέσω να καταλάβω.
2006: Ενάντια στη μέρα. Ο Ρηφ Τραβέρς μεταφέρει το σώμα του δολοφονημένου πατέρα του, Γουέμπ, στο Τελουράιντ. Τις νύχτες τού διαβάζει το μυθιστόρημα Οι φίλοι της τύχης στην άκρη της Γης και πού και πού κοιτάζει τον ουρανό ψάχνοντάς τους, αυτούς τους «φορείς κάποιου είδους εξω-ανθρώπινης δικαιοσύνης» που ίσως μπορούν να «καθοδηγήσουν τον Γουέμπ μέσα σ’ αυτό που τον περίμενε ή και να δώσουν σοφές συμβουλές στον Ρηφ, αν και εκείνος ίσως να μην μπορούσε να τις καταλάβει». Όταν το φως γίνεται αρκετά αλλόκοτο, νομίζει πως βλέπει στον ουρανό κάτι οικείο. «Αυτοί είναι, πατέρα», λέει.
2025: Shadow Ticket. Ο Χικς Μακ Τάγκαρτ αναζητά την κληρονόμο μιας τυροκομικής δυναστείας. Δεν περιμένω πια καθοδήγηση. Περιμένω όμως εξωφρενικά ονόματα. Εσκεμμένα φρικτά λογοπαίγνια. Συμβουλές εξίσου σοφές. Γιατί όχι, μια τελευταία εμφάνιση του «ψυχικού ντετέκτιβ» Λιου Μπάσναϊτ, να τα πίνει ίσως με τον Πιγκ Μποντίν. Τριάντα χρόνια αργότερα, ο κόσμος μοιάζει περισσότερο παρά ποτέ με πιντσονικό μυθιστόρημα. Είναι πάντα νύχτα, αλλιώς δεν θα χρειαζόμασταν το φως. Δεν ψάχνω πια κρυμμένο νόημα ή εξω-ανθρώπινη δικαιοσύνη· περιμένω τον Commander να τα δημιουργήσουμε μαζί για μια –μοιάζει αδιανόητο– τελευταία φορά.
Το τελευταίο βιβλίο του Κώστα Καλτσά, Νικήτρια σκόνη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Βασίλειος Δρόλιας
«Στην κόψη λογοτεχνικής και πολιτισμικής αναζήτησης»
Από την πρώτη κιόλας επαφή μου με το έργο του Πίντσον, το μακρινό 1993, αναγνώρισα μια γραφή εμποτισμένη με συνεχείς αντιθέσεις, μια διαρκή πάλη διπόλων: πραγματικότητα και μυθοπλασία, επιστήμη και λογοτεχνία, το παράλογο και το καθημερινό, το μεταμοντέρνο ύφος και η βικτωριανή (συχνά ντικενσιανή) έκταση της αφήγησης. Συνδυασμοί που στα χέρια ενός λιγότερο ευφυούς συγγραφέα θα κατέληγαν τεχνητοί ή δυσάρεστα ετερόκλητοι. Όχι όμως κάτω από την πένα του Πίντσον, όπου όλα εμφανίζονται ως ένα αβίαστο και γοητευτικό κράμα.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γραφής του είναι οι συνεχείς, σχεδόν κρυπτογραφικές αναφορές στην pulp κουλτούρα· αναφορές που λειτουργούν όχι ως απλά διακειμενικά παιχνίδια, αλλά ως εμμονικά μοτίβα που υφαίνουν μια βαθιά εικονογραφία της αμερικανικής κουλτούρας και, κατ’ επέκταση, του σύγχρονου Δυτικού ανθρώπου. Πέρα όμως από τη διαρκή ενασχόληση με ζητήματα εξουσίας, παράνοιας ή ιστορικής συνείδησης –θεματικές που θα μπορούσαν να γεννήσουν χιλιάδες σελίδες κριτικής– ξεχωρίζει το ιδιότυπο χιούμορ του· ένα λεπτό, σχεδόν ανατρεπτικό εργαλείο που διαπερνά και αποφορτίζει ακόμη και τις πλέον πυκνές σελίδες.
Από το 1993 και εξής, παρακολούθησα σε πραγματικό χρόνο την κυκλοφορία τεσσάρων νέων μυθιστορημάτων, τα οποία ανέδειξαν ακόμη περισσότερο την ιδιόρρυθμη ισορροπία του ανάμεσα στον διανοούμενο και τον «ανέμελο». Τώρα, με την έκδοση του Shadow Ticket, ίσως να μη βιώνω την ίδια ανυπομονησία που ένιωθα περιμένοντας το Mason & Dixon το 1998, όμως η κυκλοφορία του νέου αυτού έργου παραμένει μια κομβική στιγμή, ένα γεγονός που πιθανότατα σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της διαδρομής ενός συγγραφέα ο οποίος, στα 88 του χρόνια, εξακολουθεί να κινείται στην κόψη της λογοτεχνικής και πολιτισμικής αναζήτησης.
Το τελευταίο βιβλίο του Βασίλειου Δρόλια, Οι εξισώσεις, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg.

