Δεν έχει ακόμη χαράξει. Στην κατάφυτη Μάρκου Μουσούρου δεν κουνιέται φύλλο. Από τα πίσω δρομάκια διακρίνεται η ευθυτενής φιγούρα του Γιώργου Γρηγοριάδη, ιδιοκτήτη του παραδοσιακού οπωροπαντοπωλείου, να πλησιάζει. Με γρήγορες κινήσεις ανεβάζει τα ρολά του μαγαζιού και βγάζει έξω τους πάγκους. Ο ήλιος ξεπροβάλλει φωτίζοντας τα διατηρητέα αρχοντικά και τις αναστηλωμένες δίπατες κατοικίες του 18ου και του 19ου αιώνα, τις δρομόσκαλες και τον όμορφο πεζόδρομο της Νικηφόρου Θεοτόκη, που συνθέτουν αρμονικά την τελευταία −ίσως− όαση στο κλεινόν άστυ.
Το Μετς κουβαλούσε εξαρχής έναν γαλλικό αέρα. Αυτή τη συνοικία, στην κοίτη του Ιλισού, επέλεξε ο Κάρολος Φιξ στα τέλη του 19ου αιώνα για να ιδρύσει την πρώτη μπιραρία στην Ελλάδα. Σε εκείνον αποδίδεται και η μετονομασία της περιοχής σε Μετς, στο όνομα δηλαδή της πόλης που οι Γάλλοι έχασαν μετά την ήττα τους στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο. Οι Αθηναίοι, όμως, για πολύ καιρό θα την προσδιόριζαν ως «Παντρεμενάδικα», καθώς προσέφερε καταφύγιο σε ερωτευμένα ζευγάρια χάρη στους καταπράσινους λόφους του.

Έκτοτε, το Μετς προσελκύει καλλιτέχνες, διάσημους και άσημους, ανθρώπους με (εν γένει) υψηλή αισθητική, Γάλλους και λοιπούς Ευρωπαίους, «ψαγμένους τουρίστες» και εσχάτως ανήσυχους ψηφιακούς νομάδες. Το Μετς έχουν επιλέξει ως κατοικία η Ελένη Καραΐνδρου, ο Φοίβος Δεληβοριάς και ο συγγραφέας Σωτήρης Δημητρίου, ενώ στο παρελθόν ζούσε ο Νίκος Κούνδουρος, ο Γιώργος Γραμματικάκης αλλά και ο Αντώνης Τρίτσης, που είχε διατελέσει δήμαρχος Αθηναίων. Οι κάτοικοι δηλώνουν ευτυχείς, γιατί ζουν «κέντρο απόκεντρο», δέκα λεπτά πεζή από το Σύνταγμα και παραδίπλα στο Παγκράτι, λίγα μόνο στενά πάνω από τα δημοφιλή στέκια της οδού Αναπαύσεως, ενώ παράλληλα βιώνουν ένα μοναδικό αίσθημα ασφάλειας και οικειότητας με τους γείτονές τους. Αυτό οφείλεται στο υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης − οι περισσότεροι έχουν κληρονομήσει από τις οικογένειές τους τις κατοικίες τους, στις οποίες είτε μένουν αδιάλειπτα είτε επέστρεψαν ως ενήλικες για να ζήσουν εδώ. Κομβικό ρόλο, επίσης, παίζουν και οι ενεργοί σύλλογοι της γειτονιάς, που αναδεικνύουν τα προβλήματα –όπως το στεγαστικό, τη στάθμευση, τα εγκαταλελειμμένα πεζοδρόμια– και διεκδικούν το καλύτερο, όπως την καθιέρωση μιας βιολογικής λαϊκής.

Οι Αθηναίοι για πολύ καιρό προσδιόριζαν την περιοχή ως «Παντρεμενάδικα», καθώς προσέφερε καταφύγιο σε ερωτευμένα ζευγάρια χάρη στους καταπράσινους λόφους.
«Ο παππούς μου ήρθε από την Πλάκα στο Μετς το 1977 και έκτοτε όλοι ζούμε εδώ», διηγείται ο 47χρονος Γιώργος Γρηγοριάδης. «Στα νεανικά μου χρόνια λέγαμε την περιοχή Α΄ Νεκροταφείο. Ξέρεις πόση πλάκα έκαναν τότε οι ταξιτζήδες μαζί μας; “Θες να σε αφήσω μέσα ή έξω από αυτό;”». Ο ίδιος θυμάται, ωστόσο, τους συμμαθητές του τη δεκαετία του ’90 να μετακομίζουν μαζικά προς τα βόρεια προάστια. Όταν ο 32χρονος σήμερα αδελφός και συνεργάτης του, Παντελής, πήγαινε στο γυμνάσιο της περιοχής, ήταν ο μοναδικός μαθητής από το Μετς, «οι υπόλοιποι έμεναν στο Παγκράτι». Μέχρι τα τέλη του ’90 με αρχές του ’00, στο Μετς υπήρχαν πολλά καταστήματα: τέσσερα μανάβικα, ραφείο, φωτογραφείο κ.λπ. «Ο καινούριος αιώνας μάς βρήκε λειψούς», συμπληρώνει.

Στο σημείο όπου συναντάμε τον Γιώργο, λειτουργούσε μπακάλικο για δεκαετίες. Ο παλιός ιδιοκτήτης το πούλησε στον Γρηγοριάδη, και έτσι ο 47χρονος, τα τελευταία είκοσι χρόνια, ασχολείται με το ευ ζην όσων ζουν στα οικοδομικά τετράγωνα που ορίζουν το Μετς: ανάμεσα στην Αρδηττού και τη Λογγίνου, Νικηφόρου Θεοτόκη και Αναπαύσεως. «Θέλω να με προτιμούν για την ποιότητα των προϊόντων, την εξυπηρέτηση και την προσωπική σχέση», εξηγεί. «Ξέρω, για παράδειγμα, αν μια πελάτισσα έχει δυσκολία στην κίνηση, τότε θα της τα πάω εγώ σπίτι τα ψώνια, θα της τα βάλω ακόμα και στο ψυγείο», αναφέρει καθώς τακτοποιεί τα φρούτα στα ράφια. «Ό,τι και αν ζητήσουν, το βρίσκω και το φέρνω: άγριο σολομό Αλάσκας, κριθαράκι Σικελίας, μαρμελάδα τριαντάφυλλο και γαλλικά ραπανάκια πρωινού». Τα διατροφικά «καπρίτσια» των περιοίκων αντικατοπτρίζουν την αριστοκρατική ταυτότητα της γειτονιάς.
ΨΚΜ για ό,τι χρειαστείτε

Πάλαι ποτέ συμμαθήτρια του Γιώργου Γρηγοριάδη, η Μαρία Πολυξά, ιδιοκτήτρια του ΨΚΜ στο απέναντι πεζοδρόμιο της Μάρκου Μουσούρου, λέει πολλές καλημέρες από την ώρα που κλείνει την πόρτα του σπιτιού της μέχρι την είσοδο του ψιλικατζίδικού της. «Η δική μου οικογένεια είναι εδώ από τη δεκαετία του ’50», επισημαίνει η Μαρία. «Μέχρι το ’90 υπήρχαν περισσότεροι ελεύθεροι χώροι και ήμασταν έξω όλη ημέρα». Τα σημερινά παιδιά του Μετς παίζουν στην παιδική χαρά στον Λόφο του Λογγίνου που ανακαινίστηκε πρόσφατα από το Ίδρυμα Ωνάση. Ακόμα και εδώ όμως χρειάζεται να υπάρχει πάντοτε ενήλικη επιτήρηση. Η τυπική κατοικία του Μετς ήταν διπλοκατοικία, ισόγειο, δύο όροφοι, κήπος ή, πριν από το ’50, μονώροφα. Κάποια μάλιστα είναι νεοκλασικά και έχουν πλέον κηρυχθεί διατηρητέα. «Επί χούντας βγήκαν ορισμένες οικοδομικές άδειες για πολυκατοικίες, που εμείς εδώ τις λέμε “τούρτες”».

Ρίχνω μια ματιά γύρω στο κατάστημά της. Τίποτα δεν θυμίζει ψιλικατζίδικο – έτσι όπως το εννοούμε στο υπόλοιπο λεκανοπέδιο. «Σκέφτηκα να κάνω ένα ψιλικατζίδικο όπως εκείνα των παιδικών μου χρόνων». Γεννήθηκε, λοιπόν, ένα κατάστημα όπου μπορείς να βρεις τσιγάρα, πατατάκια, παιχνίδια, γραφική ύλη, βιβλία μικρών εκδοτικών οίκων και περιοδικά. «Όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά!». Η γειτονιά το αγκάλιασε, δεδομένου ότι στην ευρύτερη περιοχή τα διαθέσιμα μαγαζιά είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Χρειάζεται να πας έως την οδό Αναπαύσεως για να βρεις φαρμακείο, ενώ ψαράδικο, χασάπικο και ΑΤΜ συναντώνται μόνο στο Παγκράτι. Τσιγάρα διατίθενται, κλεισμένα σε μια συρταριέρα-αντίκα, ενώ στο τραπέζι μπορεί κάνεις να παίξει τάβλι ή να διαβάσει. Πέρα από το αινιγματικό του όνομα, που παραπέμπει στο ΚΨΜ του στρατού, το συγκεκριμένο ΨΚΜ διαφοροποιείται χάρη στην υψηλή αισθητική του. Η Μαρία είναι designer (έχει σπουδάσει αρχιτεκτονική εσωτερικού χώρου στη Σχολή Βακαλό και έχει κάνει μάστερ στη Μ. Βρετανία στη δημόσια τέχνη και στον σχεδιασμό περιβάλλοντος), και αυτό αποκαλύπτεται στις λεπτομέρειες: στις χειροποίητες πάνινες κούκλες και στις ευφάνταστες ευχετήριες κάρτες της.

Χρειάζεται να πας έως την οδό Αναπαύσεως για να βρεις φαρμακείο, ενώ ψαράδικο, χασάπικο και ΑΤΜ συναντώνται μόνο στο Παγκράτι.
Πολύ πριν ανοίξει το ΨΚΜ, οι παροικούντες τη Μάρκου Μουσούρου γνώριζαν τη Μαρία για την καλλιτεχνική της φλέβα. Τα τελευταία χρόνια, στο Π.Ο.Ε.Μ. (Πολιτιστική Ομάδα Εικαστικών Μετς) τα περισσότερα παιδιά της συνοικίας έχουν παρακολουθήσει εικαστικά εργαστήρια της ίδιας, κάποια άλλα έχουν αρθρογραφήσει στο Μετσάκι, το περιοδικό που εκδίδουν κάθε χρόνο μόνοι τους οι μαθητές με ενορχήστρωση της Μαρίας, ενώ μικροί και μεγάλοι έχουν συμμετάσχει στο Καρναβάλι του Μετς. Ο Εξωραϊστικός και Πολιτιστικός Σύλλογος «Αρδηττός» είχε ξεκινήσει το Καρναβάλι το 1927. Για πολλά χρόνια ήταν ανενεργό, μέχρι που το 2008 ενεργοποιήθηκε εκ νέου. «Η πρώτη μας παρέλαση ήταν πριν από δέκα χρόνια», περιγράφει η ίδια, ενώ μας οδηγεί στον νέο χώρο του Π.Ο.Ε.Μ., που βρίσκεται σε ένα στενό. Εδώ, τα απογεύματα γίνονται τα εργαστήρια, εδώ ετοιμάζονται τα κουστούμια του Καρναβαλιού. Αίφνης, συναντούμε και τον Τζον Λένον, μία από τις πιο αγαπητές ανθρωπόμορφες κούκλες της Μαρίας, να μας κοιτάζει με απορία.
Ο «φάρος» της Μάρκου Μουσούρου

Μεσοτοιχία με το ΨΚΜ βρίσκεται το σήμα κατατεθέν του Μετς, το Odeon. Ανοιχτό από το πρωί έως το βράδυ, υπό την αδιάλειπτη λειτουργία ενός ανεμιστήρα οροφής, που, όπως μας λέει ο Δημήτρης Φαντής, σύζυγος της Μαρίας Πολυξά, βρίσκεται στη θέση του πάνω από 65 χρόνια. Υποδέχεται ανθρώπους κάθε ηλικίας και προέλευσης, προσφέροντας ζεστασιά, ιδιωτικότητα και καλές μουσικές. «Είμαστε σαν δύο διαφορετικά μαγαζιά: το πρωί καφετέρια με σταθερούς θαμώνες αλλά και περαστικούς και το βράδυ μπαρ», εξηγεί ο Δημήτρης ενώ ακούμε Ζακ Μπρελ. Πριν από το ’88, ο χώρος εδώ ήταν η ΕΒΓΑ της γειτονιάς με δύο τραπέζια και παππούδες που έπαιζαν πρέφα, στους οποίους ο κ. Αργύρης, ο τότε ιδιοκτήτης, έβγαζε και έναν μεζέ. Οι γονείς του Δημήτρη γνωρίστηκαν στο Παρίσι. «Ο πατέρας μου ήταν μουσικός στο γκρουπ Axis, που έπαιζαν ψυχεδελικό ροκ και τζαζ, πήγε στη Γαλλία για συναυλίες· εκεί γνωρίστηκε με τη Γαλλίδα μαμά μου. Όταν προέκυψα και εγώ στην… εξίσωση, άρχισαν να αναζητούν ένα σχέδιο επιστροφής στην Ελλάδα· φίλοι από το Μετς ενημέρωσαν τους δικούς μου ότι το μαγαζί πουλιόταν». Οι γονείς του Δημήτρη τα αλλάζουν όλα και το μετατρέπουν σε… Odeon (στα γαλλικά σημαίνει Ωδείο). Το επέλεξαν επειδή το Μετς γειτνιάζει με το Καλλιμάρμαρο αλλά και για να θυμούνται το αγαπημένο τους έκτο διαμέρισμα στο Παρίσι, με το θέατρο Odeon και το εμβληματικό Café de Flore. Ο ίδιος, πιτσιρικάς ακόμη, ξεκίνησε να δουλεύει εδώ τα Σαββατοκύριακα και το ανέλαβε εξ ολοκλήρου το 1997. Τα υπόλοιπα, για όσους ζούμε στην Αθήνα, είναι ιστορία.
Οι μέτοικοι

Όταν το 2000 ο Βενέδικτος Αντύπας, σχεδιαστής μόδας, ήρθε από την Πάτρα στην Αθήνα για σπουδές, μετακόμισε στο Παγκράτι. «Έκανα βόλτες με τα πόδια στην πόλη και σε μία από αυτές ανακάλυψα το Μετς και το ερωτεύτηκα», διηγείται σήμερα από το ατελιέ του maison Faliakos επί της Μάρκου Μουσούρου. «Κάποτε μια ηλικιωμένη μού έπιασε κουβέντα, μου υπέδειξε ένα σπίτι και μου είπε ότι η ιδιοκτήτρια έψαχνε έναν ήσυχο νεαρό νοικάρη, που δεν θα έκανε πολλά πάρτι και φασαρία· τη διαβεβαίωσα ότι εγώ ήμουν αυτός που έψαχνε». Έκτοτε, ο Βενέδικτος είναι ένας από τους «μέτοικους». «Έχω προλάβει κόσμο να κοιμάται με τα παράθυρα ανοιχτά». Η περιοχή δεν ήταν μέρος για έναν φοιτητή, «δεν είχε νυχτερινή ζωή, ούτε καν καφετέριες, εγώ όμως εδώ ευτύχησα». Όλοι πλέον αντιμετωπίζουν τον Βενέδικτο ως local. Ο ίδιος, καλλιτεχνική φύση εξ απαλών ονύχων, έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στη γειτονιά: τα δύο όμορφα γκράφιτι σε κεντρικά σημεία, εκ των οποίων το ένα αξιοποιείται κατά το κυνήγι του χαμένου θησαυρού. Από το 2015 ο οίκος, στον οποίο εργάζεται από κοινού με τον Χρήστο Πετρίδη, που διαδέχθηκε τον ιδρυτή Κωστή Φαλιάκο, μεταφέρθηκε από το Κολωνάκι στη Μάρκου Μουσούρου. Μια βιτρίνα οίκου μόδας στο «οικογενειακό» Μετς ξάφνιασε τους περιοίκους. «Πολλοί χτύπησαν κατά λάθος το κεφάλι τους τις πρώτες ημέρες παρατηρώντας με αυθόρμητη περιέργεια τη βιτρίνα μας», θυμάται ο Χρήστος. «Σύντομα όμως ορισμένοι έγιναν πελάτες μας και πολλοί περισσότεροι φίλοι μας», σχολιάζει καθισμένος στα σκαλιά του πεζόδρομου έξω από το ατελιέ. «Φύγαμε από το Κολωνάκι όταν άλλαζε άρδην και εδώ βρήκαμε τελικά αυτό που αναζητούσαμε ως επιχείρηση», καταλήγει ο Χρήστος.

«Έχω προλάβει κόσμο να κοιμάται με τα παράθυρα ανοιχτά», λέει ο Βενέδικτος Αντύπας, σχεδιαστής μόδας.
Ανάλογη ήταν και η πορεία της Nitra Gallery, που βρίσκεται σε ένα στενό ανάμεσα στη Μάρκου Μουσούρου και την Αναπαύσεως. «Ήρθαμε στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη το 2017 με αφορμή την Documenta», αφηγείται η Αλίκη Τσιρλιάγκου, δεύτερη γενιά γκαλερίστα. «Ανοίξαμε ένα project space στο Κολωνάκι, που, λόγω κορωνοϊού και lockdown, λειτούργησε ως καθαρά εκθεσιακός χώρος μέχρι το 2020. Στη συνέχεια διοχέτευσα την ενέργειά μου στην επιμέλεια συλλογών τέχνης κυρίως για ξενοδοχειακούς χώρους, και έτσι ξεκίνησε η ArtSpark, μέσω της οποίας εμπλουτίζουμε την ταξιδιωτική εμπειρία και στηρίζουμε την καλλιτεχνική κοινότητα». Το Κολωνάκι, όμως, και ο πολύ μικρός χώρος της Nitra είχε πάψει να εξυπηρετεί. «Στο Μετς εξασφαλίσαμε έναν χώρο 200 τετραγωνικών σε μια γειτονιά με διαφορετική ενέργεια», επισημαίνει η ίδια καθώς μας ξεναγεί στα έργα του Πάνου Φαμέλη. «Εδώ θα έρθει κάποιος να δει μια έκθεσή μας και θα έχει μια ολοκληρωμένη εμπειρία τέχνης, καθώς στη γειτονιά υπάρχουν σημαντικά τοπόσημα, κτίσματα που συνδέουν το παρελθόν και το παρόν, και μια πραγματική υπαίθρια γλυπτοθήκη, αυτή του Α΄ Νεκροταφείου», εξηγεί το σκεπτικό της. «Είναι άλλο το κοινό που θα περάσει από μια γκαλερί στο Κολωνάκι, πριν και μετά τα ψώνια του». Η Nitra στοχεύει στους συνειδητοποιημένους φιλότεχνους, που θα συνδυάσουν μια έκθεση ζωγραφικής με μια βόλτα στο Άλσος Λογγίνου ή στους πεζοδρόμους του Μετς. Η Αλίκη, ωστόσο, είναι πεπεισμένη ότι το μέλλον των γκαλερί δεν θα περιορίζεται μόνο στις δικές τους εκθέσεις: «Μπορούν να λειτουργούν ως χώροι πολιτισμού». Άλλωστε, ο καλλιτεχνικός χώρος της οδού Αριστονίκου, τον οποίο μας υπέδειξε περιχαρής μια ηλικιωμένη γειτόνισσα της Νitra, υπήρξε επί μακρόν αποθήκη εκδοτικού οίκου. «Όλοι περνούσαν και αναρωτιόντουσαν τι ετοιμάζαμε· ήλπιζαν να κάνουμε το μαγαζί που θα τους εξυπηρετούσε, αλλά τελικά καλοδέχτηκαν την γκαλερί μας», καταλήγει. «Εγώ, ως Θεσσαλονικιά, νιώθω πολύ άνετα στο Μετς, διότι οι ρυθμοί εδώ είναι λίγο πιο αργοί απ’ ό,τι στο κέντρο της Αθήνας», λέει γελώντας καθώς ετοιμάζεται να βγάλει βόλτα τη σκυλίτσα της, Μίλη.

«Ως Θεσσαλονικιά, νιώθω πολύ άνετα στο Μετς, διότι οι ρυθμοί εδώ είναι λίγο πιο αργοί απ’ ό,τι στο κέντρο της Αθήνας», λέει η Αλίκη Τσιρλιάγκου, ιδιοκτήτρια γκαλερί.
Κατοικίδια persona grata
Ως έναν τόπο για φιλόζωους περιγράφει το Μετς η Μαρία Περτσελάκη, που βρέθηκε στην περιοχή μετά τους σεισμούς του ’99. «Μετακόμιζα στην Αθήνα για σπουδές στο κλασικό τραγούδι και βρέθηκα εδώ χάρη σε μια συγγενή μου». Έκτοτε ζει σχεδόν αδιάλειπτα στο Μετς. «Εδώ όσοι ζούμε έχουμε ποιότητα ζωής· έχουμε την τύχη να ζούμε περιτριγυρισμένοι από δύο λόφους, τον Αρδηττό και τον Λογγίνο». Στον Αρδηττό δίνουν καθημερινά ραντεβού δεκάδες «σκυλομαμάδες και σκυλομπαμπάδες», όπως η ίδια. «Στην κορυφή συναντάμε κίσσες, τσαλαπετεινούς, κυκλάμινα, αλλά και τα απομεινάρια του Ναού της Θεάς Τύχης· πρόσφατα δημιούργησαν έναν χώρο μόνο για τα σκυλάκια». Την ειδυλλιακή αυτή καθημερινότητα στο Μετς διαταράσσει, ωστόσο, το στεγαστικό πρόβλημα. «Η γειτονιά μας τουριστικοποιείται, ακούμε συνεχώς τα ροδάκια από τις βαλίτσες στα πλακόστρωτα», αναφέρει προβληματισμένη η Μαρία. «Οι τιμές των ενοικίων ήταν ανέκαθεν υψηλές, τώρα όμως έχουν γίνει εξωπραγματικές». Μια γρήγορη αναζήτηση στα διαδικτυακά μεσιτικά επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Ένα διαμέρισμα 40 τ.μ. ενοικιάζεται έναντι 940 ευρώ, ένα ισόγειο 65 τ.μ. έναντι 800 ευρώ, ενώ διαμερίσματα μεγαλύτερα, που απευθύνονται σε ζευγάρια ή οικογένειες, ξεπερνούν κατά κανόνα τα 1.000 ευρώ. Όσοι, βέβαια, έχουν βιώσει την περιπέτεια της αναζήτησης σπιτιού στο Μετς επισημαίνουν ότι, εκτός από ακριβά, τα ακίνητα είναι και δυσεύρετα.

«Οι τιμές των ενοικίων ήταν ανέκαθεν υψηλές, τώρα όμως έχουν γίνει εξωπραγματικές», αναφέρει η Μαρία Περτσελάκη.
Εξ ου και ένας από τους πελάτες του Γιώργου Γρηγοριάδη μπαίνει αργά το απόγευμα στο μπακάλικο πανηγυρικά. «Δεν θα το πιστέψετε, βρήκα σπίτι!» ανακοινώνει στον Παντελή και στον Γιώργο. Η συζήτηση θα προχωρήσει στον προπονητή του Παναθηναϊκού και στον καιρό. Ο ήλιος πέφτει και όλοι έρχονται για να διαλέξουν κάτι φρέσκο για βραδινό. «Μου δίνεις το κλειδί», λέει συνθηματικά μια ηλικιωμένη και ο Γιώργος ανασύρει ένα μεγάλο κουτί με κλειδιά, αναζητώντας το συγκεκριμένο. «Εδώ φυλάω τα πάντα, δεύτερα κλειδιά, έγγραφα, χρήματα και φυσικά τα κούριερ», εξηγεί. «Είμαστε όπως σε ένα χωριό, όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας».

