Harold Von Kursk / Απόδοση: Γιώργος Ρομπόλας
Η τελευταία φορά που είδαμε τον Μάθιου Μακ Κόναχι στη μεγάλη οθόνη ήταν το 2019, στο The Gentlemen του Γκάι Ρίτσι. Στη συνέχεια αποσύρθηκε από το Χόλιγουντ, για να αφιερωθεί στα απομνημονεύματά του με τίτλο Άναψε πράσινο, φύγαμε! (εκδ. Πεδίο), αρκούμενος, τα τελευταία έξι χρόνια, σε κάποιες περιστασιακές εμφανίσεις ως ηθοποιός φωνής (voice-over actor). Είχε βρει την ηρεμία του δίπλα στη σύζυγό του, Καμίλα Άλβες, και στα τρία τους παιδιά· δεν ένιωθε πια καμία βιασύνη να επιστρέψει στα πλατό.
Αυτό το μεγάλο διάλειμμα έφτασε στο τέλος του όταν ο σκηνοθέτης Πολ Γκρίνγκρας, πιο γνωστός από το Bourne Supremacy (Στη σκιά των κατασκόπων), και η παραγωγός –και ηθοποιός– Τζέιμι Λι Κέρτις τού πρότειναν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Χαμένο λεωφορείο (The Lost Bus), ένα αγωνιώδες δράμα για έναν οδηγό που έσωσε 22 παιδιά από μια πυρκαγιά εκτός ελέγχου.
Το σενάριο βασιζόταν στην αληθινή ιστορία του Κέβιν Μακ Κέι, ενός επαγγελματία οδηγού με οικογενειακά και οικονομικά προβλήματα, που ρίσκαρε τη ζωή του στις πυρκαγιές της Βόρειας Καλιφόρνιας, το 2018, για να σώσει τους μαθητές που βρίσκονταν μέσα στο σχολικό. Ο Μακ Κόναχι δεν έχασε την ευκαιρία να υποδυθεί τον Μακ Κέι, ο οποίος μαζί με τη δασκάλα Μαίρη Λούντβιγκ (Αμέρικα Φερέρα) οδήγησε τα παιδιά σε ασφαλές μέρος, περνώντας μέσα από φλεγόμενα δάση.
Στα 55 του, ο Μακ Κόναχι παραδίδει μια καθηλωτική ερμηνεία, άλλη μία στον μακρύ κατάλογο από αποξενωμένους και καταπιεσμένους ήρωες που έχει ερμηνεύσει. Από τον μαχητικό Δικηγόρο σκοτεινών υποθέσεων (The Lincoln Lawyer) το 2011 και τον χτυπημένο από το AIDS καουμπόι του Dallas Buyers Club (2013) μέχρι τον αστροναύτη του Interstellar (2014) και τον βαθιά φιλοσοφημένο –σε σημείο νιχιλισμού– επιθεωρητή της αστυνομίας στη βραβευμένη σειρά True Detective, ο Μακ Κόναχι έχει αφήσει το αποτύπωμά του στην υποκριτική του 21ου αιώνα.

Το Χαμένο λεωφορείο, που μόλις έκανε πρεμιέρα στο Apple TV+, βουτάει στα βάθη της ψυχής ενός άνδρα ο οποίος βρίσκει την προσωπική του λύτρωση μέσα από μια ηρωική πράξη αυταπάρνησης. «Ο Κέβιν περνά μια εντελώς συνηθισμένη μέρα, ώσπου τα πάντα ανατρέπονται από μια κρίση», είπε ο Μακ Κόναχι στην παγκόσμια πρεμιέρα του φιλμ, στο Φεστιβάλ του Τορόντο στις 5 Σεπτεμβρίου. «Δεν ήθελε καν να απαντήσει στο τηλεφώνημα από το γραφείο που θα του ανέθετε να μεταφέρει τα παιδιά. Αλλά δεν υπήρχε κανείς άλλος στην περιοχή. Έτσι το έκανε – και αποδείχθηκε η σωτηρία του».
Πατρότητα και συντροφικότητα
Η θεματική αυτή αγγίζει βαθιά τον Μακ Κόναχι, έναν αφοσιωμένο πατέρα που βλέπει στην ταινία μια αντανάκλαση της δικής του σχέσης με τα παιδιά του. «Πάντα πίστευα ότι ως γονιός υπάρχουν δύο στάδια: πρώτα είσαι ο γονιός και μετά ελπίζεις να γίνεις φίλος. Τώρα που τα παιδιά μου είναι στην εφηβεία, ανακάλυψα μια “γέφυρα” ανάμεσα στα δύο: να είσαι ο μεγάλος τους αδερφός», λέει. «Αντί να κάνω κήρυγμα, κάθομαι δίπλα τους και τους λέω ιστορίες από τότε που ήμουν στην ηλικία τους. Και εκείνα ακούν. Έτσι δεν αισθάνονται πως ο όλος κόσμος είναι εναντίον τους. Αντιλαμβάνονται μέσα από την κουβέντα ότι τα περισσότερα εφηβικά προβλήματα είναι κοινά και διαχρονικά. Είναι κάτι που με γεμίζει χαρά».
Ο διάσημος Τεξανός ηθοποιός παραδέχεται ότι μόλις πάτησε ξανά σε κινηματογραφικό πλατό, για τις ανάγκες του Χαμένου λεωφορείου, συνειδητοποίησε «πόσο ωραίο είναι να δουλεύεις πάνω σε μια ταινία» και πόσο του είχαν λείψει η συντροφικότητα και ο δημιουργικός ενθουσιασμός που συνοδεύουν την εν λόγω δουλειά. «Ήταν σαν διακοπές· όχι με κοκτέιλ στην παραλία, αλλά με απόλυτη αφοσίωση σε έναν ρόλο. Για τρεις μήνες το μόνο που με απασχολούσε ήταν η οικογένειά μου και η δουλειά μου. Και αυτό ήταν αγνή χαρά».
Κάτι άλλο που πρέπει να σημειώσουμε για την ταινία είναι το γεγονός ότι ο 17χρονος γιος του Μακ Κόναχι, ο Λιβάι, υποδύεται τον Σον, τον αποξενωμένο γιο του οδηγού του λεωφορείου, ενώ η 93χρονη μητέρα του, η Κέι, έχει έναν μικρό ρόλο ως η μάνα του κεντρικού χαρακτήρα. Ο Μακ Κόναχι λέει ότι η ευκαιρία να συνεργαστεί με το δικό του παιδί ήταν ένα άλλο παράπλευρο όφελος που προέκυψε από το έργο.
«Δεν είχαν τελειώσει με το κάστινγκ για τον ρόλο του γιου του χαρακτήρα μου και όταν έλεγα στην οικογένειά μου την ιστορία της ταινίας, ο Λιβάι με ρώτησε αν μπορούσε να περάσει από οντισιόν γι’ αυτόν τον ρόλο. Περίμενα μέχρι την επόμενη μέρα για να δω πόσο πολύ το ήθελε και πόσες φορές θα με ρωτούσε για τον ρόλο. Γύρω στην τέταρτη ή πέμπτη φορά είπα: “Θα δω τι μπορώ να κάνω”. Έτσι έστειλα μια κασέτα που είχε ετοιμάσει ο γιος μου στην υπεύθυνη κάστινγκ, και εκείνη σκέφτηκε ότι ήταν αρκετά καλή για να τη στείλει στον Πολ [Γκρίνγκρας]. Της είπα: “Λοιπόν, αν το κάνεις αυτό, βγάλε το επώνυμό του από την κασέτα”. Και μόλις ο Πολ το είδε, είπε: “Αυτό είναι το παιδί!”. Όταν του αποκάλυψα ότι ήταν ο γιος μου, είπε ότι αυτό θα προσέθετε ακόμα περισσότερο βάθος στις σκηνές μεταξύ του χαρακτήρα μου και του γιου του. Και είχε δίκιο».
Ελεύθερο πνεύμα και σκληρή δουλειά
Ο Μάθιου Μακ Κόναχι πάντα ζούσε τη ζωή του στο έπακρο. Είναι ακριβώς αυτή η ελεύθερη και ανυπότακτη προσωπικότητά του που τον έκανε τόσο αγαπητό στο κοινό όλα αυτά τα χρόνια – ένα κοινό που έχει παρακολουθήσει την εξέλιξή του από σταρ ρομαντικών κομεντί στα πρώτα του βήματα, σε έναν από τους σημαντικότερους ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Ο Μακ Κόναχι δίνει ξεχωριστό βάρος σε κάθε του ρόλο, και το κοινό μπορεί να νιώσει τον αυθεντικό, συναισθηματικό πυρήνα που βρίσκεται στην καρδιά κάθε χαρακτήρα που υποδύεται.

Μεγαλώνοντας στο Ουβάλντε του Τέξας, ο Μάθιου ανατράφηκε από τον πατέρα του, τον Τζιμ –πρώην αμυντικό των Green Bay Packers, ομάδας του αμερικανικού ποδοσφαίρου, ο οποίος στη συνέχεια δημιούργησε μια επιχείρηση με αγωγούς πετρελαίου– και τη μητέρα του, την Κέι, δασκάλα νηπιαγωγείου. Ήταν όμως ο πατέρας του εκείνος που του έμαθε να αφοσιώνεται ολοκληρωτικά σε ό,τι αποφασίζει να κάνει στη ζωή του. «Ο πατέρας μου μου έλεγε: “Ό,τι κι αν αποφασίσεις να κάνεις, μην κάνεις μισές δουλειές με μισή καρδιά!”», θυμάται ο Μακ Κόναχι. Αυτά τα λόγια αποτέλεσαν έναν από τους άγραφους κανόνες που λειτούργησαν σαν φάροι στη ζωή του. Αναγνωρίζει στους γονείς του το ότι του δίδαξαν εκείνα τα μαθήματα ζωής που έχουν ριζώσει μέσα του και καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο βλέπει και αντιμετωπίζει τον κόσμο.
«Ο πατέρας μου ενστάλαξε μέσα μου μια στιβαρή εργασιακή ηθική… και μου αρέσει να μιλάω στα παιδιά για τη σημασία της σκληρής δουλειάς και της θετικής στάσης απέναντι στα πράγματα», είπε ο Μακ Κόναχι. «Ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ έντιμος, αξιοπρεπής άνθρωπος, με υπέροχο πνεύμα. Φιλοσοφικά μιλώντας, προερχόταν από έναν κόσμο όπου έπρεπε να σταθείς στα πόδια σου, να δουλέψεις σκληρά και να καταφέρεις πράγματα. Αλλά η μητέρα μου ήταν ακόμη πιο αυστηρή· με τη μαμά, δεν υπήρχε περίπτωση να κάθεσαι σπίτι κακοδιάθετος ή να λυπάσαι τον εαυτό σου. Ίσως έτσι εξηγείται μάλλον, και κατά έναν βαθμό τουλάχιστον, και η δική μου στάση απέναντι στη ζωή».
Ο πάντα γοητευτικός ηθοποιός, ύψους 1,83 μ., με το φωτεινό χαμόγελο, το μεγάλο μέτωπο και τη λαμπερή αύρα, πρόσθεσε: «Υπάρχει ένα πνεύμα που με καθοδηγεί και θέλω να κάνω ό,τι μπορώ για να είμαι καλός άνθρωπος, καλός σύζυγος και καλός πατέρας. Θέλω επίσης να είμαι δημιουργικός και να αξιοποιώ τις ευκαιρίες που έχω για να αφήσω το στίγμα μου ως ηθοποιός. Λατρεύω τη διαδικασία του κινηματογράφου, το προσωπικό ταξίδι που κάνεις όταν βρίσκεσαι στο πλατό, όταν δημιουργείς και νιώθεις κομμάτι μιας καλλιτεχνικής διαδικασίας. Αυτή η ίδια η εμπειρία είναι κάτι το πανέμορφο».
«Υπάρχει ένα πνεύμα που με καθοδηγεί και θέλω να κάνω ό,τι μπορώ για να είμαι καλός άνθρωπος, καλός σύζυγος και καλός πατέρας».
Ο Μακ Κόναχι έχει γίνει επίσης γνωστός για την εμπειρική «σοφία» που συχνά μοιράζεται με το κοινό του. Όταν παρέλαβε το Όσκαρ για το Dallas Buyers Club, εκμεταλλεύτηκε εκείνη τη στιγμή για να αποτίσει φόρο τιμής στους ανθρώπους και στις εμπειρίες που μας καθορίζουν και μας ωθούν να επιδιώκουμε πάντα κάτι μεγαλύτερο. Ένας άνθρωπος μαθημένος να αναζητά το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων, ο Μακ Κόναχι, εκφώνησε τότε έναν λόγο γεμάτο έμπνευση, έναν λόγο που συμπύκνωνε ιδανικά τη φιλοσοφία ζωής του, εκείνη που καθοδηγεί εδώ και χρόνια τον αποφασισμένο και φιλόδοξο εαυτό του. «Κάθε μέρα, κάθε εβδομάδα, κάθε μήνα και κάθε χρόνο της ζωής μου, ο ήρωάς μου είναι πάντα δέκα χρόνια μπροστά. Δεν πρόκειται ποτέ να γίνω ο ήρωάς μου. Δεν θα τον φτάσω. Το ξέρω αυτό και είμαι απόλυτα εντάξει με τον εαυτό μου, γιατί έτσι έχω πάντα κάποιον να κυνηγώ.
»Οπότε για όλους μας, οποιονδήποτε και αν θαυμάζουμε και μας εμπνέει, οτιδήποτε και αν προσμένουμε, ό,τι και αν κυνηγάμε να πετύχουμε, το μόνο που έχω να πω είναι: “Αμήν”. Και προσθέτω: “Όλα καλά, όλα καλά, όλα καλά”. Και για το τέλος προσθέτω ακόμα το εξής: “Απλώς, συνέχισε να ζεις”».
Το προσωπικό του Μάντρα
Το «Απλώς, συνέχισε να ζεις» (Just keep livin’) είναι η ελαφρώς συντομευμένη φράση που λέει ο χαρακτήρας του Μάθιου Μακ Κόναχι στην ταινία Dazed and Confused του 1993 –η οποία εκτόξευσε την καριέρα του– και έκτοτε έγινε το προσωπικό του μάντρα. Ο ίδιος εμπνεύστηκε τη φράση αυτή την ίδια χρονιά, όταν η μητέρα του τον πήρε τηλέφωνο για να του ανακοινώσει τον τραγικό θάνατο του πατέρα του από καρδιακή προσβολή. Όπως του αποκάλυψε αργότερα, ο θάνατος επήλθε λίγο αφότου είχαν κάνει σεξ.
Η απώλεια του αγαπημένου του πατέρα τον άφησε σε μια κατάσταση σοκ, η οποία τον ωθούσε να αναζητήσει κάποια μορφή υπαρξιακής αποκάλυψης. Όπως εξήγησε ο Μακ Κόναχι: «[Ήταν μια] πατρική φιγούρα, κάποιος που ξέρεις πως θα είναι εκεί όταν βρεθείς σε δύσκολη στιγμή, και αυτό ξαφνικά χάθηκε. Οπότε πώς θα μπορούσα να κρατήσω τη σχέση μου μαζί του; Με το να συνεχίσω απλώς να ζω. Έτσι, με αυτόν τον τρόπο εκείνος παραμένει ζωντανός».

Η υποκριτική δεν υπήρχε ποτέ στα σχέδιά του ως εφήβου. Ήταν επιμελής μαθητής και παθιασμένος αναγνώστης. Είχε επίσης το χάρισμα του λόγου και μια ευφυΐα κοφτερή σαν ξυράφι, στοιχεία που τον έκαναν να πιστεύει ότι θα μπορούσε να ακολουθήσει καριέρα δικηγόρου.
Πριν κάνει εγγραφή στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Όστιν, όπου σκόπευε να σπουδάσει Νομικά, το περιπετειώδες πνεύμα του Μακ Κόναχι τον οδήγησε στο Γουορνερβέιλ, στην κεντρική ακτή της Νέας Νότιας Ουαλίας στην Αυστραλία, στο πλαίσιο ενός προγράμματος ανταλλαγής μαθητών ενός Ροταριανού Ομίλου, στο οποίο είχε διαπρέψει σε αγώνες ρητορικής (debate) όταν ήταν ακόμα στο λύκειο. «Ήταν μία από εκείνες τις εμπειρίες που αλλάζουν τη ζωή σου, που με δίδαξαν πολλά για τον εαυτό μου και τον τύπο του ανθρώπου που ήθελα να γίνω», θυμάται ο Μακ Κόναχι. «Ήταν το καλύτερο πράγμα που θα μπορούσε να μου είχε συμβεί: να ζήσω μακριά από το σπίτι και να προσαρμοστώ σε μια άλλη κουλτούρα και σε διαφορετικούς τρόπους να βλέπεις τον κόσμο. Νομίζω ότι κάθε νέος άνθρωπος μπορεί να ωφεληθεί από αυτό το είδος πολιτισμικής αφύπνισης, που σου δίνει μια ολοκαίνουργια οπτική για τη ζωή και, μάλιστα, ανοίγει τη συνείδησή σου».
Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ζωή του Μακ Κόναχι υπέστη ακόμη μία υπαρξιακή μεταστροφή, κατά το δεύτερο έτος του στο Πανεπιστήμιο του Τέξας. Ήταν τότε που βίωσε μια προσωπική αποκάλυψη διαβάζοντας το φιλοσοφικό εγχειρίδιο αυτοβοήθειας του Ογκ Μαντίνο Ο μεγαλύτερος πωλητής στον κόσμο (εκδ. Διόπτρα).
Ο Μακ Κόναχι άντλησε τεράστια έμπνευση από το πρόγραμμα επιβεβαίωσης σε δέκα βήματα που προτείνει το βιβλίο, κάτι που πυροδότησε μέσα του μια σκέψη η οποία τον οδήγησε στο συμπέρασμα πως η Νομική Σχολή δεν του έδινε αρκετές απαντήσεις∙ τουλάχιστον όχι σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Η ιδέα να πει στους γονείς του ότι αποφάσισε να αλλάξει από τη Νομική στη σχολή κινηματογράφου τον τρομοκρατούσε.
«Περίμενα με αγωνία στην άλλη άκρη της γραμμής. Πρώτον, επειδή πλήρωναν τα δίδακτρά μου. Δεύτερον, επειδή είχε ήδη αποφασιστεί ότι θα γίνω δικηγόρος. Αυτό προοριζόμουν να γίνω. Ήμουν εντάξει με το να κάνω καριέρα δικηγόρου, αλλά η ιδέα άλλων τεσσάρων χρόνων στη σχολή, πριν ολοκληρώσω τις σπουδές μου, και τελικά βρεθώ να ασκώ κάτι στην πραγματική κοινωνία στα 28 μου χρόνια, ενώ παράλληλα αναρωτιόμουν πού πήγε η τρίτη δεκαετία της ζωής μου, δεν καθόταν καλά μέσα μου.
»Θυμάμαι την παύση 15 δευτερολέπτων στο τηλέφωνο αφού είπα: “Μαμά, μπαμπά, θέλω να αλλάξω το πρόγραμμα σπουδών και να πάρω ως βασική κατεύθυνση τη σχολή κινηματογράφου”. Φοβόμουν την αντίδρασή τους, αλλά τελικά ο πατέρας μου είπε: “Λοιπόν, μην κάνεις μισές δουλειές με μισή καρδιά”». Ο Μάθιου Μακ Κόναχι δεν ξέχασε ποτέ αυτά τα λόγια και τα τελευταία 30 χρόνια δίνει τον εαυτό του ολόψυχα στη ζωή. Έχει πραγματοποιήσει επικίνδυνες αποστολές στον Αμαζόνιο, έχει γυρίσει τις ΗΠΑ με το ασημένιο του τροχόσπιτο μάρκας Airstream και έχει επιστρέψει στην Αυστραλία για να ζήσει ξανά από κοντά την ομορφιά ενός από τα τελευταία σύνορα του πλανήτη.
Ένας αφοσιωμένος οικογενειάρχης
Για σχεδόν δύο δεκαετίες, ο Μακ Κόναχι απολαμβάνει ευτυχισμένος μια άλλη μεγάλη περιπέτεια στη ζωή του, τον γάμο και την πατρότητα, μαζί με τη σύζυγό του, Καμίλα Άλβες, και τα τρία τους παιδιά: τον Λιβάι, 17 ετών, τη Βίντα, 15 ετών, και τον Λίβινγκστον, 12 ετών. Το ζευγάρι γνωρίστηκε το 2006 σε ένα μπαρ στο Λος Άντζελες και έβαλε τα θεμέλιά του σε αυτό που ο Μακ Κόναχι ονομάζει «άγνωστο αριθμό από σφηνάκια τεκίλα».

Όπως λέει, η Καμίλα Άλβες –που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη Ιταμπακούρι της πολιτείας Μίνας Ζεράις στη Βραζιλία, πριν φύγει για τη Νέα Υόρκη σε ηλικία 19 ετών για να ακολουθήσει καριέρα στο μόντελινγκ– του έδωσε την ελευθερία και την υποστήριξη να πραγματοποιήσει το δικό του πλάνο εξέλιξης, ενώ εκείνη ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της ανατροφής των παιδιών τους, όσο η καριέρα του στο Χόλιγουντ εκτοξευόταν. «Αν και μου πήρε λίγο χρόνο, πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα να βρω μια υπέροχη γυναίκα, να “νοικοκυρευτώ” και να φτιάξω τη δική μου οικογένεια. Είμαστε μια ομάδα, και δεν ήταν εύκολο γι’ αυτήν.
»Έχω υπάρξει πολύ τυχερός που έχω την Καμίλα στο πλευρό μου, να με υποστηρίζει και να μου δίνει την ελευθερία να ακολουθήσω την καριέρα μου… Δεν θα μπορούσα να έχω πετύχει όλα αυτά χωρίς την αγάπη και την υποστήριξή της… Πάντα με ενθαρρύνει να είμαι ο εαυτός μου, να ακολουθώ τον δικό μου δρόμο και να κυνηγάω αυτό που αγαπώ. Η Καμίλα είναι πάντα πρόθυμη να με ωθήσει να ρισκάρω, να εξελιχθώ και να βελτιωθώ».
Το 2008, εκείνος και η Καμίλα ίδρυσαν το J. K. Livin Foundation στο Τέξας, που έχει βοηθήσει πάνω από 20.000 νέους –των οποίων το μέλλον κινδυνεύει καθώς φοιτούν σε γυμνάσια υποβαθμισμένων και επικίνδυνων περιοχών– να αλλάξουν τη ζωή τους και να ξεφύγουν από τον κύκλο της φτώχειας, που καταδικάζει πολλούς εφήβους, ιδιαίτερα όσους προέρχονται από μειονότητες, σε ένα ζοφερό μέλλον. «Τους βοηθάς ενώ έχουν ακόμα κίνητρο να αλλάξουν», είπε ο Μακ Κόναχι. «Υπάρχει η δυνατότητα να πάρουν έναν θετικό δρόμο στη ζωή τους. [Τους προσφέρουμε] έναν χώρο να βελτιώσουν τη ζωή τους και είμαστε εκεί για να τους βοηθήσουμε να το κάνουν».
Αναθεώρηση και επανεφεύρεση
Η επιστροφή του Μακ Κόναχι στη δράση ως ηθοποιού στην ταινία Το χαμένο λεωφορείο ξαναζωντάνεψε την αγάπη του για την τέχνη του. «Τα τελευταία έξι χρόνια ήταν πολύ δημιουργικά», παρατήρησε. «Υποθέτω ότι έγινα συγγραφέας και ταυτόχρονα απόλαυσα την πατρότητα, που ήταν πάντα προτεραιότητα για μένα, ακόμα και όταν γύριζα ταινίες. Δεν θα το έβλεπα ως διάλειμμα, έκανα μια άλλη μορφή τέχνης, προσπαθούσα να δημιουργήσω με έναν διαφορετικό τρόπο.

»Αν είχα παίξει τον Κέβιν Μακ Κέι στο Χαμένο λεωφορείο πριν από έξι χρόνια, δεν θα ήταν ο ίδιος Κέβιν που μόλις υποδύθηκα. Οι εμπειρίες της πραγματικής ζωής είναι πάντα η πηγή της έμπνευσής μου. Μερικές φορές χρειάζεται να πάρεις λίγο χρόνο για να περάσεις από ένα συγκεκριμένο κεφάλαιο και να πεις “θα ζήσω τη ζωή μου με διαφορετικό τρόπο”, και αυτό σου δίνει μια νέα οπτική και για την υποκριτική. Ένα από τα πράγματα που μου υπενθύμισε η επιστροφή μου στη δουλειά [στο Χαμένο λεωφορείο] ήταν πόσο αγαπώ την υποκριτική».
«Μερικές φορές χρειάζεται να πάρεις λίγο χρόνο για να πεις “θα ζήσω τη ζωή μου με διαφορετικό τρόπο”, και αυτό σου δίνει μια νέα οπτική και για την υποκριτική».
Αυτό το συνεχές κυνήγι προσωπικής αναθεώρησης και επανεφεύρεσης αποτελεί έναν από τους βαθιά ριζωμένους υπαρξιακούς καταναγκασμούς που ωθούν τον Μακ Κόναχι στην ατέρμονη αναζήτηση ενός ιδανικού οράματος. «Θυμάμαι πάντα το πνεύμα που υπήρχε στο σπίτι των γονιών μου. Μου έδωσαν το παράδειγμα για τον τύπο του ανθρώπου που θα έπρεπε να επιδιώξω να γίνω, και ποτέ δεν το εγκατέλειψα. Ως παιδί, πάντα ήθελα να ανακαλύψω τον κόσμο. Ακόμα μέχρι σήμερα προσπαθώ να πλησιάσω την αλήθεια».

