Την «είδηση» μετέφερε στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης: Ελάχιστες ημέρες μετά τη βράβευση του Λάσλο Κρασναχορκάι με το Νομπέλ Λογοτεχνίας, τα τρία κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας ξέμειναν από αντίτυπα των βιβλίων του. Αυτός ο «Λασλο-χαμός» δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα: από τη μια δεν γίνεται να μην χαίρεσαι που ένας συγγραφέας εντελώς out of the box, με ύφος που δεν ταιριάζει στα κοινά αναγνωστικά πρότυπα, του οποίου τα μυθιστορήματα δεν είναι για… παραλία ή -γενικώς- για χαλαρωτικές ασκήσεις διαβάσματος, καταφέρνει να τραβήξει το «πάνδημο» ενδιαφέρον. Υπάρχει ένα «ωστόσο» που σέρνεται κάτω από το χαλί της αισιοδοξίας και δεν έχει να κάνει με τη συνήθη «πρακτική» των απανταχού γκρινιάρηδων να αναζητούν τον σπόρο του κακού μέσα στην καρδιά του καλού.
Πόσοι από τους δυνητικούς αναγνώστες του Κρασναχορκάι γνωρίζουν πραγματικά τι θα συναντήσουν; Συνακόλουθα: πόσοι από αυτούς είναι προετοιμασμένοι και έχουν μια κάποια αναγνωριστική προπαίδεια για να ριχτούν στα βαθιά; Διότι, τα βιβλία του Ούγγρου συγγραφέα είναι, όντως, μια βουτιά σε βάθη που εύκολα μπορούν να καταπιούν τον άμαθο.
Κάθε βιβλίο στον καιρό του
Τούτο δεν περιέχει καμία ελιτίστικη απαξίωση, αλλά είναι μια πραγματικότητα που δεν πρέπει να λησμονούμε. Για να φέρω ένα ακραίο παράδειγμα: δεν γίνεται να κάνεις τα νηπιακά σου βήματα στη λογοτεχνία με τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις. Είναι μαθηματικό βέβαιο πως θα σπάσεις τα μούτρα σου και στο τέλος κινδυνεύεις να μισήσεις το διάβασμα. Κάθε βιβλίο έρχεται στον καθένα από εμάς με τον καιρό του ή μπορεί να μην έρθει ποτέ. Δεν πειράζει. Υπάρχουν εκατομμύρια βιβλία εκεί έξω, επομένως όλο και κάποια θα βρεθούν που θα ακουμπήσουν την καρδιά μας, ενώ κάποια θα προσπεράσουν.
Είναι απόλυτα κατανοητό πως το hype λειτουργεί πάντα υπέρ της ανάγκης των ανθρώπων για ταύτιση. Θέλεις να ανέβεις κι εσύ στο κύμα, να μην χάσεις την ευκαιρία να συνυπάρξεις με τη μέθεξη των άλλων. Αξίζει, όμως; Αυτή είναι η λογική της τέχνης; Μάλλον όχι.
Δεν ξέρω αν αξίζει να διαβάζει κανείς τους νικητές του Νομπέλ, των Booker, των Γκονκούρ ή άλλων σεπτών βραβείων. Το τι αξίζει και τι πρέπει, καλό είναι να το καθορίζει ο κάθε αναγνώστης βάσει των δικών του αναγκών και των προσωπικών του προτιμήσεων και όχι να επιβάλλεται (υπογείως) από το ποιος συγγραφέας «ακούγεται» ή τι είναι αυτό που πουλάει. Άλλωστε, το τι πουλάει και τι ακούγεται, ορισμένες φορές είναι αποτέλεσμα συγκυριών και όχι πραγματικής αξίας.
Φυσικά, στην περίπτωση του Κρασναχορκάι η αξία είναι αυταπόδεικτη, αλλά όχι διαπερατή από όλους. Κάτι το οποίο το γνωρίζει και ο ίδιος. Ποτέ δεν υπήρξε συγγραφέας των μπεστ σέλερ. Άλλο αν τώρα έγινε λόγω του βραβείου της Σουηδικής Ακαδημίας.
Τελικά, διαβάζουμε Κρασναχορκάι; Αν σας κάνει, ναι, αναφανδόν. Αν δεν σας κάνει, δεν χάλασε ο κόσμος. Μπορείτε να κάνετε υπομονή ένα χρόνο μέχρι να ανακοινωθεί ο επόμενος Νομπελίστας. Ακόμη καλύτερα: φτιάξτε τη δική σας tailor made λίστα και ακολουθήστε τη δίχως εξωτερικές παρεμβολές.

