Την Τρίτη που μας πέρασε, θάψαμε την Κίρκη.
Δεν είχα γηροκομήσει άλλο σκυλί, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν. Η Κίρκη, ένα μίνι σνάουτσερ με αστείρευτη ενέργεια και αλέγκρα προσωπικότητα, ξεκίνησε να γερνάει στα 15.
Όπως πάντα συμβαίνει με τα σκυλιά –που ζουν τον χρόνο σε άλλες ταχύτητες– κατέπεσε γρήγορα, φτάνοντας στο σημείο, δύο μήνες μετά, να είναι μια ανοϊκή γιαγιάκα με όλα τα συμπτώματα του βαθέος γήρατος. Και εκεί ξεκίνησε ο κοινός μας Γολγοθάς.
Όχι, δεν μιλάω για την ταλαιπωρία με τις ακράτειες, τη σχεδόν ολική τύφλωση και τη μοιραία ροπή σε κάθε είδους ατυχήματα – αν και αυτά τα πράγματα επηρεάζουν την καθημερινότητά σου προς το χειρότερο, σχεδόν ακαριαία. Μιλάω για το ψυχολογικό άχθος που σωρεύεται μέρα με τη μέρα, όταν βαθιά μέσα σου γνωρίζεις ότι πλησιάζει η στιγμή που θα πρέπει να μαζέψεις το θάρρος σου και
να σκοτώσεις το σκυλί που αγαπάς.
Το σκυλί που σε έχει για θεό του και πιστεύει ότι όλα αυτά είναι προσωρινά – κάτι μαγικό θα κάνεις και θα ξαναγίνει όπως πριν: ένα αεικίνητο κουτάβι που μασουλάει τα κορδόνια σου και παίζει κρυφτό κάτω από τις πολυθρόνες.
Δεν ξέρω αν τα σκυλιά ξέρουν ότι γερνάνε. Η επιστήμη λέει ότι ορισμένα ζώα, όπως οι ελέφαντες, αναγνωρίζουν την πορεία προς το αναπόδραστο τέλος και αποσύρονται διακριτικά από το κοπάδι, για να μην το επιβαρύνουν με την αντιπαραγωγική παρουσία τους.
Φαίνεται όμως ότι η Κίρκη δεν είχε διαβάσει το άρθρο.
Κάθε πρωί σηκωνόταν με κατάδηλο τρόμο, μη γνωρίζοντας πού βρίσκεται και γιατί δεν μπορεί να τρέξει όπως στα όνειρά της. Λερωνόταν επάνω της και μετά, με ανυπόκριτη απορία, αναρωτιόταν τι είναι αυτή η λιμνούλα κάτω από τα πόδια της, δοκιμάζοντας να πιει τα ούρα της. Έπεφτε σε ληθαργικό ύπνο για ώρες ατελείωτες, ανασαίνοντας αργά και ξεθεωτικά, σαν κάθε ανάσα της να ήταν και η τελευταία.
Ευχόμουν να ήταν. Δεν ήθελα το βάρος της απόφασης. Ψέματα! Το χρέος της ευθύνης: Αυτό δεν ήθελα.
Βαστάξαμε μήνες. Κάθε πρωί που την ξυπνούσα για να ανακουφιστεί, ευχόμουν να μην ανταποκριθεί στο ελαφρύ μου σκούντημα. Δεν μου έκανε τη χάρη. Κάπου μέσα της υπήρχε μια άσβεστη σπίθα για ζωή, προδομένη από όλο το υπόλοιπο
είναι της.
Δεν ήταν η πρώτη μου ευθανασία. Ήταν όμως αυτή που με πόνεσε περισσότερο. Ίσως επειδή γερνάω· ή επειδή η ζωή έχει άλλο νόημα όταν δεν είσαι νέος, άτρωτος και αφελής. Όταν έχεις μάθει πλέον να εκτιμάς την κάθε στιγμή της· κλισέ τρομερό –το ξέρω!– και απόλυτα αληθινό.
Με πόνεσε βαθιά· μέχρι τη μεθεπόμενη μέρα. Όταν κήδεψα την αγαπημένη μου εξαδέλφη.
Και τα πράγματα μπήκαν στη θέση τους.
Κάθε φορά που αποφασίζω εγώ για τη ζωή ενός άλλου πλάσματος, δικαιολογούμαι λέγοντας στον εαυτό μου ότι είμαστε οι θεοί των σκυλιών μας.
Και δεν γίνεται αλλιώς.
Αναρωτιέμαι, όμως, μήπως ταυτόχρονα είμαστε και τα σκυλιά του Θεού μας.

