Προχωρώντας στους διαδρόμους του ξενοδοχείου Cipriani, στη νησίδα Τζιουντέκα της Βενετίας, το βλέμμα πέφτει πάνω σε έναν τοίχο γεμάτο υπογεγραμμένες φωτογραφίες αστέρων: Σοφία Λόρεν, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Κάρι Γκραντ, Πολ Νιούμαν, Μπραντ Πιτ, Τζορτζ Κλούνεϊ και δεκάδες ακόμα αστέρες της οθόνης έχουν φιλοξενηθεί εδώ. Σύντομα υποπτεύομαι ότι στη συλλογή θα προστεθεί και το αυτόγραφο της Τζούλια Ρόμπερτς, η οποία, όταν τη συναντήσαμε, ήταν ακόμη ξανθιά για τις ανάγκες του ρόλου της στο Μετά το κυνήγι, όπου υποδύεται την Άλμα, μια καθηγήτρια πανεπιστημίου που βρίσκεται σε άβολη θέση, όταν ακούει μια φοιτήτριά της να καταγγέλλει έναν δικό της φίλο και συνάδελφο για σεξουαλική κακοποίηση. Η αντιμετώπιση του θέματος από την πλευρά της δεν θα είναι ακριβώς η αναμενόμενη, κάτι που καθιστά τον χαρακτήρα της στη συνείδηση του κοινού τουλάχιστον αμφιλεγόμενο.
«Να σας πω την αλήθεια, τα βάζεις όλα στη “σούπα”. Κάποιες μέρες περνούσα καλά με την Άλμα και άλλες ήταν ένας εξουθενωτικός αγώνας. Αυτό είναι όμως το καλό της εξαιρετικής σχέσης που ανέπτυξα με τον Λούκα (σ.σ. Γκουαντανίνο)· αν το δικό μου καράβι αρχίζει να παρεκκλίνει της πορείας που έχουμε χαράξει, εκείνος απαλά με επαναφέρει εκεί που ξέρει ότι θέλω να πάω. Όλα τα προσωπικά συναισθήματα που αποκτάς για έναν χαρακτήρα πρέπει να ξέρεις πού ανήκουν», μας λέει η Τζούλια Ρόμπερτς.
Στη συνέντευξη Τύπου της Βενετίας, η ίδια αντιμετώπισε κάποιες «δύσκολες» ερωτήσεις σχετικά με το γιατί δέχτηκε να παίξει τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, ο οποίος δεν συμπεριφέρεται ακριβώς με τη γυναικεία αλληλεγγύη που προτάσσουν τα σύγχρονα κινήματα σαν το #MeToo. «Προσπαθώ πάντα να βρίσκω κάτι διαφορετικό στους χαρακτήρες που διαλέγω, κάτι το οποίο φυσικά γίνεται πιο δύσκολο καθώς παίζεις όλο και περισσότερους ρόλους, όμως ταυτόχρονα γίνεται και πιο ενδιαφέρον όσο μεγαλώνεις. Οι οπτικές και τα εργαλεία σου πληθαίνουν τρομερά», απαντά η Ρόμπερτς, απολογούμενη στο ενδιάμεσο ευγενικά διότι ο καφές της σερβιρίστηκε την ώρα της συνέντευξης.
Και συνεχίζει: «Παίζοντας κάποια σαν την Άλμα, χωρίς να έχω τέτοιο πρόσωπο στο περιβάλλον μου, έπρεπε αρχικά να την κατανοήσω. Μέσα από συζητήσεις με τον Λούκα, προσπάθησα να καταλάβω τη σχέση της με τον Φρέντερικ (σ.σ. σύζυγος) και τον Χανκ (σ.σ. συνάδελφος-φίλος) και γιατί κάνει όλες αυτές τις επιλογές. Ήταν μια ενδιαφέρουσα μελέτη προσωπικότητας. Η ψυχρότητα δεν είναι κάτι που μου βγαίνει φυσικά, σε βαθμό σχεδόν παρεξηγήσιμο. Οπότε σκέφτηκα να εξερευνήσω αυτή την ιδέα, το γιατί οι άνθρωποι συμπεριφέρονται έτσι και από πού πηγάζει αυτή η συμπεριφορά. Διότι για μένα απλώς σε αποκόβει από τόσα πολύτιμα πράγματα στη ζωή».
Όσο για το αν φοβήθηκε ποτέ τις αντιδράσεις ή ακόμα και την «ακύρωση», ανοίγοντας έναν τέτοιου είδους διάλογο με το φεμινιστικό κίνημα, η απάντησή της είναι αρκετά κοφτή και ξεκάθαρη: «Πιστεύω ότι πρέπει να φοβάσαι. Αν δεν φοβάσαι, παραείσαι βολεμένος για τον χώρο της τέχνης». Πόσο μέτρησε όμως η παρουσία του Λούκα Γκουαντανίνο, ώστε να αναλάβει τον συγκεκριμένο ρόλο; «Αυτού του είδους οι συγκρούσεις με ενδιαφέρουν ούτως ή άλλως. Αυτή η γυναίκα, η ατσάλινη σιγουριά της και όσα κρύβει μέσα της. Σίγουρα το σενάριο με ενδιέφερε. Παρ’ όλα αυτά συνέχιζα τις δουλειές μου, μέχρι που έλαβα ένα τηλεφώνημα με την πρόταση ο Λούκα Γκουαντανίνο να σκηνοθετήσει. Και ξαφνικά αυτό που ήταν ενδιαφέρον έγινε συναρπαστικό. Είχαμε συναντηθεί μόνο άλλη μια φορά, πολύ σύντομα, σε χώρο με πολύ κόσμο, οπότε όταν έφτασε η ώρα για το “ραντεβού” μας, ένιωθα αμηχανία. Τελικά περάσαμε μια ώρα με τις μύτες μας σχεδόν να ακουμπάνε, συζητώντας πάνω σε διαφορετικές ιδέες, και ήταν τόσο ανακουφιστικό. Από εκείνη τη μέρα, η ταινία έγινε μεγαλύτερη και πιο βαθιά και πιο υπέροχη για μένα».
Για την έρευνα πάντως που χρειάστηκε να κάνει προκειμένου να παίξει μια καθηγήτρια φιλοσοφίας σε πανεπιστήμιο Ivy League, η Ρόμπερτς ομολογεί ότι συμβουλεύτηκε κυρίως την… κόρη της. «Η κόρη μου σπουδάζει φιλοσοφία, οπότε την έβαλα να διαβάσει το σενάριο και τη ρώτησα: Σου φαίνεται αληθοφανής αυτή η καθηγήτρια; Και έδωσε το πράσινο φως. Εκτός αυτού βέβαια μελέτησα κάποια πράγματα σε μεγαλύτερο βάθος, γιατί μιλάμε για μια πολύ ιδιαίτερη γλώσσα, κάτι σαν την ιατρική ορολογία, και θες να γνωρίζεις τι είναι αυτό για το οποίο μιλάς, ώστε να μπορείς να το μοιραστείς με ουσιαστικό τρόπο».

