Στο Αρματολικό της Νότιας Πίνδου ζουν μόνιμα 15 κάτοικοι. Μόλις χειμωνιάσει, το χιόνι καλύπτει τους λόφους και μαζί το χωμάτινο γήπεδο ποδοσφαίρου στην καρδιά του χωριού. Γύρω, στα ήσυχα μονοπάτια, οι ηλικιωμένοι κάτοικοι, με την πατίνα του χρόνου και της ορεινής ζωής αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους, συνεχίζουν να υπηρετούν το ταπεινό τελετουργικό της ύπαρξης· βγάζουν βόλτα τα κατσίκια, κόβουν ξύλα, μαζεύουν χόρτα. Αυτή η ιστορία είναι όμως διαφορετική, δεν έχει χρώμα γκρίζο. Είναι γεμάτη λουλούδια, γκολ, συγκεντρώσεις, παθιασμένους νέους και συναισθήματα που φέρνουν κοντά για λίγες μέρες τους κατοίκους του Αρματολικού με εκείνους των γειτονικών χωριών. Είναι η ιστορία ενός αυτοσχέδιου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, που διοργανώνεται από το 1980, κάνοντας τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα των κατοίκων να επιστρέψουν για λίγο από τις πόλεις και να ενωθούν ξανά με τις ρίζες τους.

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, που μεγάλωσε σε αυτό το χωριό και γνωρίζει τους ανθρώπους του από παιδί, γύρισε το ντοκιμαντέρ Τα τέρματα του Αυγούστου, αποδίδοντας χωρίς εξωραϊσμούς τη ζωή του τόπου του και το πώς κάθε καλοκαίρι η περιοχή ζωντανεύει χάρη στο ποδόσφαιρο. Λίγο πριν από την πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ, επικοινωνήσαμε με τον σκηνοθέτη και του δίνουμε τον λόγο, καταγράφοντας την τρυφερή του ματιά για τις χαμένες παραδόσεις και τις ξεχασμένες πατρίδες.
«Προϋπόθεση ενός ντοκιμαντέρ είναι η εμπιστοσύνη. Αν δεν σε εμπιστευτεί ο άλλος, αν δεν σου αποκαλύψει ένα μέρος από τον εαυτό του, λείπει κάτι πολύ σημαντικό· λείπει η αλήθεια. Εγώ κατάγομαι από αυτό το χωριό, εκεί γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα μου χρόνια, κι εκεί επιστρέφω κάθε καλοκαίρι. Είναι ο τόπος μου, γι’ αυτό και έχω γυρίσει εκεί αρκετές από τις ταινίες μου, όχι μόνο ντοκιμαντέρ αλλά και μυθοπλασίας. Έχω προσωπικές σχέσεις με τους περισσότερους ανθρώπους του χωριού, με κάποιους μάλιστα και συγγενικές. Είμαι συγχωριανός τους, κι αυτό αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία χτίστηκε η εμπιστοσύνη».

«Τα γυρίσματα κράτησαν δύο χρόνια, αλλά η συνολική προσπάθεια ξεκίνησε πριν από πέντε-έξι χρόνια, πριν από τον COVID. Μέσα στην πανδημία εγκρίθηκε η χρηματοδότηση από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Αμέσως μετά τον COVID, για μία χρονιά δεν πραγματοποιήθηκε το τουρνουά και χάσαμε τη χρηματοδότηση λόγω εκπνοής της προθεσμίας. Το τουρνουά έγινε την επόμενη χρονιά και τότε ξεκίνησαν τα γυρίσματα, που κράτησαν δύο χρόνια. Είχα πάντοτε στο μυαλό μου ότι ήθελα να γυρίσω μια ταινία που να συμπεριλαμβάνει και αυτό το τουρνουά ποδοσφαίρου, γιατί το θεωρούσα εξαιρετικά κινηματογραφικό και αποκαλυπτικό για τον τόπο και τους ανθρώπους.

»Το ποδόσφαιρο εδώ έχει μια μοναδική ιδιαιτερότητα: οι παίκτες δεν παίζουν για μια ομάδα, αλλά για το χωριό τους. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό. Όταν παίζεις για το χωριό σου, εμπλέκονται μνήμες, συγγενικές σχέσεις, η ιστορία του τόπου, πράγματα που μπορεί να μην καταλαβαίνεις αλλά μπορείς να τα νιώσεις. Γι’ αυτόν τον λόγο λέω ότι πρόκειται για μια τελετή εμβάπτισης του νέου ανθρώπου στο παρελθόν του χωριού του.
«Όταν παίζεις για το χωριό σου, εμπλέκονται μνήμες, συγγενικές σχέσεις, η ιστορία του τόπου, πράγματα που μπορεί να μην καταλαβαίνεις αλλά μπορείς να τα νιώσεις».
»Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το Αρματολικό είναι τα ίδια με τα περισσότερα χωριά της ορεινής μας πατρίδας. Τους περισσότερους μήνες του χρόνου αδειάζει. Τον χειμώνα ερημώνει –μένουν 10-15 κάτοικοι–, ενώ το καλοκαίρι γεμίζει ξανά. Στην κορύφωση, γύρω στον Δεκαπενταύγουστο, επιστρέφουν χωριανοί από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Τότε το χωριό σφύζει από ζωή.

» Ένας από τους λόγους που έκανα αυτή την ταινία είναι ότι οι άνθρωποι που επιστρέφουν στο χωριό δεν συμπεριφέρονται με τους κώδικες της πόλης. Αυτό με γεμίζει χαρά. Δεν είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους, παρακολουθώντας τηλεόραση και βγαίνοντας ελάχιστα. Το αντίθετο: λειτουργούν με τους κώδικες της παραδοσιακής κοινότητας, ανασύρουν τους κώδικες του παρελθόντος. Έντονη διαπροσωπική επαφή, πολλές ώρες έξω, αλληλοβοήθεια, ανταλλαγή πραγμάτων, νοιάξιμο ο ένας για τον άλλον. Όλοι ξέρουν τι συμβαίνει στο χωριό σχεδόν αμέσως, όπως ήταν η μικρή κοινότητα στο παρελθόν. Κάποιοι φτάνουν στα άκρα. Ας πούμε εγώ, μετά από μία εβδομάδα στο χωριό, μιλάω χωριάτικα. Αυτό αποδεικνύει ότι ως Έλληνες δεν έχουμε χάσει κάτι πολύτιμο, που είναι μια συνέχεια με τον τόπο καταγωγής μας. Αυτή η βιωματική συνέχεια που δημιουργεί ρήγματα στη συμπεριφορά είναι κάτι πραγματικά πολύ αισιόδοξο, και αυτό δημιουργεί κάποιες ελπίδες για το μέλλον, γιατί μεταφέρεται και στους νέους. Τα παιδιά μεγαλώνουν βιώνοντας το χωριό με αυτόν τον τρόπο, μετά παίζουν στην ομάδα και σιγά σιγά επιστρέφουν και αυτά με τις οικογένειές τους. Ενώ το χωριό ερημώνει, το πνεύμα της κοινότητας παραμένει όλο ζωντανό. Αυτό είναι ένα ελπιδοφόρο στοιχείο, πάνω στο οποίο μπορεί να χτίσει και η πολιτεία.

»Εξαρχής, ήθελα να παρουσιάσω αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα σε ένα μικρό χωριό δίχως εξωραϊσμούς. Να την παρουσιάσω μέσα από τις αντιφάσεις της. Γιατί αυτό είναι πολύ πιο κοντά σε αυτό που ονομάζουμε αλήθεια. Δηλαδή δεν φοράμε τα καλά μας για να αποκόψουμε κάποια πράγματα και να δείξουμε άλλα. Είναι κάτι που έχει αντιφάσεις, και αλίμονο αν δεν είχε· αν κάτι είναι ζωντανό και έχει αλήθεια, έχει και αντιφάσεις.
»Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι η αγάπη και η εμπιστοσύνη που εισέπραξα στα γυρίσματα κρατώντας μια κάμερα. Μιλάω ως καλλιτέχνης, ως ένας άνθρωπος που έκανε μια ταινία. Είναι σπάνιο να κρατάς μια κάμερα και να μη νιώθεις μια εχθρότητα. Ο κόσμος έχει γίνει πια πολύ δύσπιστος απέναντι στην κάμερα. Αυτό που ένιωσα, μαζί με τους συνεργάτες μου, ήταν ότι μας αγκάλιασαν και μας έδωσαν κάτι πολύ προσωπικό τους. Μας το δώρισαν. Μια πράξη γενναιοδωρίας που θα θυμάμαι για πάντα. Από εκεί και πέρα, οι περισσότεροι είναι άνθρωποι για τους οποίους νοιάζομαι και γνωρίζω. Πάντα σκέφτομαι τον Μπαρμπα-Γιώργο, τον αιωνόβιο “πλάτανο” του χωριού, 102 ετών, που συνεχίζει να αλωνίζει το χωριό. Τον ακολουθούσαμε με την κάμερα και λαχανιάζαμε, του λέγαμε: “Μπαρμπα-Γιώργο, λίγο πιο σιγά”. Εκείνος ανέβαινε σαν κατσίκι το χωριό. Είχε ένα τελετουργικό, να επισκέπτεται τον τάφο της γυναίκας του. Αυτό σου ανοίγει ένα παράθυρο να δεις και τον εαυτό σου και τη ζωή. Η επιμονή και η γενναιότητά του για μένα ήταν ένα από τα μαθήματα που πήρα στην ταινία.

» Έγινε μία προβολή στο χωριό πριν ακόμα ολοκληρωθεί το ντοκιμαντέρ, το περασμένο καλοκαίρι. Στο χωριό δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι χρειάζονται δύο χρόνια γυρίσματα και μισό χρόνο μοντάζ, οπότε έπρεπε να δείξουμε κάτι. Τρομάξαμε όταν κατέβηκε όλο το χωριό στην πλατεία. Και άνθρωποι που δεν κατεβαίνουν ούτε στο πανηγύρι, λόγω κινητικών προβλημάτων, ήρθαν. Ήταν όλοι: παιδιά, μωρά, ηλικιωμένοι, ήρθαν και κάθισαν και περίμεναν στην πλατεία. Άρχισαν τα γέλια, τα σχόλια, τα χειροκροτήματα στα τραγούδια. Συγκίνηση. Η προβολή ήταν αξέχαστη. Ήταν σαν να βρίσκομαι σε μια ταινία ιταλικού νεορεαλισμού, με παιδιά που τρέχουν και πλησιάζουν την οθόνη. Κάτι πραγματικά πολύ όμορφο».
*Τα τέρματα του Αυγούστου διανέμονται στην Ελλάδα από το CineDoc. Οι προβολές διοργανώνονται στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ CineDoc, που διαρκεί κάθε χρόνο από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Απρίλιο.
Το ντοκιμαντέρ θα προβληθεί στην Αθήνα, στον Δαναό, από 23/10 και στην Ταινιοθήκη στις 8 και 9/11, καθώς επίσης στη Θεσσαλονίκη (15/10), στη Λάρισα (17/10) και στον Βόλο (25/10).

