Αυτό που σίγουρα δεν μπορεί κανείς να καταλογίσει στον Λούκα Γκουαντανίνο είναι η έλλειψη πολυμορφίας και ποικιλίας στο έργο του. Μέσα στην τελευταία τριετία μόνο, ο Ιταλός κινηματογραφιστής έχει καταφέρει να αφηγηθεί μια ιστορία ενηλικίωσης-αγάπης με πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι αξιαγάπητων… κανίβαλων (Bones and All), να βουτήξει στα ζουμερά παρασκήνια του κόσμου του τένις (Challengers), να μεταφέρει στον κινηματογράφο ένα ηφαιστειώδες βιβλίο του Γουίλιαμ Μπάροουζ (Queer) και να κάνει ένα πέρασμα από τις κρυφές πτυχές ενός κατά τα άλλα αξιοσέβαστου πανεπιστημιακού ιδρύματος της Ivy League (Μετά το κυνήγι). Αυτό το τελευταίο το παρακολουθήσαμε στο πρόσφατο Φεστιβάλ Βενετίας, όπου έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του εκτός συναγωνισμού. Οι κριτικές και οι αντιδράσεις του κοινού ήταν μάλλον διχασμένες, ωστόσο εμείς δεν μπορέσαμε παρά να θαυμάσουμε για άλλη μια φορά την ικανότητα του Γκουαντανίνο να μεταμορφώνεται και να εξερευνά διαφορετικές θεματικές, αλλά και τεχνικές. σχεδόν σε κάθε του ταινία.

Στο Μετά το κυνήγι, το οποίο κυκλοφορεί την προσεχή Πέμπτη στις ελληνικές αίθουσες, η Άλμα (Τζούλια Ρόμπερτς), μια επιτυχημένη καθηγήτρια πανεπιστημίου, θα βρεθεί σε αμηχανία όταν μια αριστούχος φοιτήτρια (Άγιο Εντεμπίρι) θα καταγγείλει έναν συνάδελφο και καλό της φίλο (Άντριου Γκάρφιλντ) για σεξουαλική κακοποίηση. Ταυτόχρονα, ένα σκοτεινό μυστικό από το δικό της παρελθόν έρχεται στο φως για να τη στοιχειώσει. Τι έκανε όμως τον Γκουαντανίνο να περάσει από τους γεμάτους ιδρώτα και καυτά συναισθήματα κόσμους των Challengers και Queer στο πιο «στεγνό» περιβάλλον της αμερικανικής ακαδημαϊκής αριστοκρατίας; «Το σύμπαν της Ivy League είναι πραγματικά πανέμορφο, τόσο κινηματογραφικό, τόσο δυνατό. Υπάρχουν ένα σωρό εικόνες που μου έρχονται στον νου από ταινίες του παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα πρόκειται για έναν μικρόκοσμο που λειτουργεί σαν σκηνή για κάτι οικουμενικό. Κάποτε μιλούσα σε έναν φίλο μου ακαδημαϊκό για την πυκνή, φιλοσοφική γλώσσα που χρησιμοποιούν αυτοί οι άνθρωποι, όμως φαίνεται ότι όλο αυτό είναι απλώς μια μανιέρα. Στο τέλος της ημέρας μιλούν για φιλοσοφία, για σινεμά ή για φαγητό», απαντά ο Ιταλός κινηματογραφιστής, τον οποίο συναντήσαμε, μαζί με την Τζούλια Ρόμπερτς, στο θρυλικό ξενοδοχείο Cipriani της Βενετίας. Ο ίδιος ήταν προσηνής, αρκετά χαρούμενος για την πρεμιέρα της ταινίας στη Μόστρα, αλλά και κάπως προβληματισμένος από τις διχασμένες αντιδράσεις κοινού και κριτικών.
Το φως της Αφρικής
Αυτό που θέλησε να εξερευνήσει μέσα από την ταινία και εντός του συγκεκριμένου πλαισίου είναι τι συμβαίνει όταν η φιλοδοξία κάποιου είναι να «κατακτήσει» κάποιον άλλον. Αυτή η «κατάκτηση» −ερωτική, ψυχολογική, εξουσιαστική− είναι ένα θέμα που επανέρχεται ξανά και ξανά στα φιλμ του Γκουαντανίνο. Στα Είμαι ο έρωτας και Να με φωνάζεις με το όνομά σου οι κεντρικοί πρωταγωνιστές, Τίλντα Σουίντον και Τιμοτέ Σαλαμέ, θα κατακτηθούν από έναν αρκετά νεαρότερο και έναν αρκετά μεγαλύτερο σε ηλικία εραστή αντίστοιχα. Δεν πρόκειται απλώς για έρωτα, αλλά για παράδοση άνευ όρων. Στο Challengers, αυτή η έννοια αποκτά μεγαλύτερο ψυχαναλυτικό βάθος, ενώ στο Μετά το κυνήγι εκείνο που μετράει περισσότερο είναι οι ρόλοι των φύλων και η εξουσία που πηγάζει από την ακαδημαϊκή ιεραρχία.
«Μια άλλη διάσταση της ταινίας έχει να κάνει με το τι συμβαίνει όταν κάποιος εκφράζει μια υποκειμενική αλήθεια και το άτομο απέναντί του είναι ή δεν είναι πρόθυμο να την ακούσει ή ακόμα και να επιβάλει τη δική του αλήθεια», λέει ο Γκουαντανίνο, απηχώντας το κρίσιμο περί αλήθειας ζητούμενο του σημερινού κόσμου. «Το παιχνίδι της εξουσίας είναι ενδιαφέρον για μένα και μαζί ένα είδος αιώνιου ερωτήματος. Επίσης, είναι μια ταινία που αφήνει το κοινό να αποφασίσει τι είδε, ποια ήταν η εμπειρία του και ταυτόχρονα προσκαλεί τους ανθρώπους να συζητήσουν, αντί να νιώθουν παραμελημένοι ως προς τις απόψεις τους».

Τα παραπάνω δεν λέγονται τυχαία, μιας και το Μετά το κυνήγι προκάλεσε αρκετές κουβέντες (και) στη Βενετία για τον πολιτικά μη ορθό και μη αναμενόμενο τρόπο που χειρίζεται σύγχρονα και λεπτά θέματα, όπως αυτό του κινήματος #MeToo, της γυναικείας εμπειρίας, των φυλετικών διακρίσεων κ.ά. Από την άλλη, αν υπάρχει ένας κινηματογραφιστής αρκετά τολμηρός και αποδεδειγμένα αρμόδιος να ασχοληθεί με τέτοιες θεματικές, αυτός είναι ο Λούκα Γκουαντανίνο. Γεννημένος στο Παλέρμο από Αλγερινή μητέρα και Σικελό πατέρα, πέρασε σημαντικό μέρος της παιδικής του ηλικίας στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, η Αφρική δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, έχοντας επηρεάσει π.χ. τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη φωτοσκίαση στις ταινίες −θυμηθείτε το εκτυφλωτικό φως στο Να με φωνάζεις με το όνομά σου ή στο Είμαι ο έρωτας− ή την ιδιαίτερη σχέση που έχει με την άμμο.
Τα παιδιά του Γέιλ
Είναι προφανές επίσης ότι ο σεξουαλικός του προσανατολισμός τον έκανε από νωρίς να συμπεριλαμβάνει queer χαρακτήρες στις ταινίες του, πολύ πριν αυτό γίνει σχεδόν χολιγουντιανός κανόνας. Δεν δίστασε μάλιστα να πάει κόντρα σε τέτοια ταμπού, όχι μόνο στη μεγάλη, αλλά και στη μικρή οθόνη, με το We are who we are του ΗΒΟ, ένα δράμα ενηλικίωσης που αποτελεί πραγματικό ύμνο στη διαφορετικότητα και στο ελεύθερο πνεύμα των νιάτων. Και στο Μετά το κυνήγι, πάντως, ένα ερώτημα που μοιάζει να τίθεται επιτακτικά είναι αυτό του χάσματος γενεών και το πώς άνθρωποι π.χ. μέσης ηλικίας και μεγαλύτεροι αδυνατούν να κατανοήσουν ή να αποδεχτούν έναν πιο συμπεριληπτικό κόσμο.

«Νομίζω η ανάγκη της νέας γενιάς να υπερκεράσει την προηγούμενη είναι διαχρονική. Αυτό είναι υγιές και σημαντικό. Και για τη δική μας γενιά όμως είναι ζωτικής σημασίας να μπορέσει να συζητήσει με κάποιον που έχει διαφορετική προοπτική. Όσον αφορά τη δική μας ταινία, προτιμώ να σκέφτομαι μια διελκυστίνδα ανάμεσα στους χαρακτήρες παρά ένα χάσμα γενεών. Εκτός αυτού, η ταινία επιδιώκει τη συμφιλίωση, όπως φαίνεται στο φινάλε, αλλά και στο τραγούδι του Κάρλος Ζομπίμ, που επαναλαμβάνεται πολλές φορές και μιλά για τη σημασία της συγχώρεσης», σημειώνει ο Γκουαντανίνο.
«Νομίζω ότι η ανάγκη της νέας γενιάς να υπερκεράσει την προηγούμενη είναι διαχρονική. Αυτό είναι υγιές και σημαντικό».
Ο ίδιος ωστόσο δεν είναι ένας καλλιτέχνης ο οποίος έχτισε απλώς την επιτυχία του πάνω στο σύγχρονο κύμα της διαφορετικότητας. Στο Είμαι ο έρωτας, η ισχυρή οικογένεια βιομηχάνων του ιταλικού βορρά εκπίπτει μέσα από τις δυνάμεις της εξέλιξης και του ερωτικού πάθους· στο σαρδόνιο Bones and All οι δύο πρωταγωνιστές κάνουν έναν επικό road trip μέσα από μια διόλου λαμπερή, μάλλον παρηκμασμένη Αμερική. Όσο για το τωρινό φιλμ, ακούμε διαρκώς για «τα προνομιούχα παιδιά του Γέιλ», που θεωρούν ότι ο κόσμος τούς ανήκει, ένα ταξικό σχόλιο που πάντα πλανάται στις ταινίες του, χωρίς ποτέ να είναι το κεντρικό του ζητούμενο.
Πώς μιλάει μια ταινία
«Ένας από τους σκηνοθέτες που λατρεύω, ο Τζόναθαν Ντιμ (σ.σ. Η σιωπή των Αμνών, Φιλαδέλφεια κ.ά.), κατάφερνε να προσεγγίζει με μεγάλη λεπτότητα αξίες και χαρακτηριστικά που βρίσκονται στον πυρήνα του μέρους του κόσμου όπου ζούμε. Είμαστε όλοι Δυτικοί, έχουμε εμποτιστεί από αυτό. Ζούμε κάτω από τη σκέπη της δημοκρατίας και του καπιταλισμού ταυτόχρονα. Οπότε σκέφτηκα ότι θα ήταν ενδιαφέρον οι χαρακτήρες να συζητήσουν σχετικά και να αναμετρηθούν σε αυτά τα θέματα. Το τελευταίο καρέ της ταινίας, άλλωστε, είναι ένα χαρτονόμισμα των 20 δολαρίων…»

Πράγματι, το Μετά το κυνήγι είναι γεμάτο διαλόγους, οι οποίοι συχνότατα οδηγούν και σε σκληρές αντιπαραθέσεις, ενώ, όπως είπαμε, ενίοτε προκαλούν και τις αντοχές-ανοχές του κοινού. Και αυτό όμως δεν είναι ξένο για το σινεμά του Γκουαντανίνο, παρόλο που εκείνος δίνει μια άλλη διάσταση: «Η χαρά μου όταν δημιουργώ ταινίες είναι αυτή η προσπάθεια να βρω την κατάλληλη κινηματογραφική γλώσσα που θα κάνει την ταινία να “μιλήσει”. Ειλικρινά δεν σκέφτηκα να κάνω μια “άβολη” ταινία για το κοινό. Το ακριβώς αντίθετο· επειδή μεγάλωσα βλέποντας πραγματικά διασκεδαστικές ταινίες, το να κάνω τέτοια φιλμ σήμερα ακόμη με συναρπάζει. Όταν για παράδειγμα βλέπεις τις αποφάσεις που κάποιος σαν τον Χίτσκοκ παίρνει σε μια ταινία, αυτό μπορεί να είναι εξίσου συναρπαστικό με την ίδια την ιστορία ή το ποιος είναι ο δολοφόνος. Η δική μου ταινία είναι ένα “ηθικό θρίλερ”. Έχει να κάνει με όσα συμβαίνουν πίσω από τη βιτρίνα και τον τρόπο με τον οποίο κάποιος προσπαθεί να τα καταφέρει χρησιμοποιώντας τη δική του οπτική της αλήθειας», εξηγεί ο ίδιος.
Ψάχνοντας την Τζούλια
Ο Λούκα Γκουαντανίνο αποτελεί σήμερα έναν από τους πιο ενδιαφέροντες και (γι’ αυτό) πολυάσχολους κινηματογραφιστές παγκοσμίως. Η ικανότητά του να πατά με άνεση σε δύο «κόσμους», αυτόν του ευρωπαϊκού καλλιτεχνικού σινεμά αλλά και εκείνον του Χόλιγουντ, τον κάνει να προσελκύει συνεχώς καινούργια πρότζεκτ, καθώς και μεγάλους αστέρες του σινεμά, όπως την Τζούλια Ρόμπερτς, αν και η τελευταία ήταν μάλλον δικός του διακαής πόθος: «Την είχα στον νου μου από τότε που είδα τις Ανθισμένες μανόλιες», απαντά γελώντας στην ερώτηση για το πότε αποφάσισε να της προτείνει τον ρόλο της Άλμα. «Για να είμαι ειλικρινής, διάβασα το σενάριο στην πτήση μου για το Λος Άντζελες κι εκεί μου είχαν κανονίσει ένα “ραντεβού στα τυφλά” με την Τζούλια, το οποίο ήταν ένα από τα πιο συναρπαστικά −και πετυχημένα πρέπει να πω− ραντεβού που είχα στη ζωή μου. Η ανάγκη να προχωρήσουμε μαζί ήταν άμεση», περιγράφει.
Χαρακτηριστικά της πολυπραγμοσύνης του Ιταλού σκηνοθέτη είναι και τα επόμενα πρότζεκτ του: το Artificial, που γυρίζεται τώρα, είναι μια αφήγηση της διαβόητης ιστορίας απόλυσης και άμεσης επαναπρόσληψης του Σαμ Άλτμαν, συνιδρυτή της OpenAI, ενώ το Camere Separate είναι ένα επικό ευρωπαϊκό ρομάντζο με πρωταγωνίστρια τη Λέα Σεϊντού. Ταυτόχρονα ετοιμάζει και ριμέικ του σπουδαίου American Psycho, όπως είχε κάνει και με το αγαπημένο του Suspiria.
*Η ταινία Μετά το κυνήγι (After the hunt) του Λούκα Γκουαντανίνο έρχεται στις ελληνικές αίθουσες στις 16 Οκτωβρίου σε διανομή Feelgood.

