Τα τελευταία χρόνια, ήταν απλώς η «Φιλίπα». Τουλάχιστον για τους αναγνώστες του Observer, που έσπευδαν να διαβάσουν τις λύσεις (ή πιο σωστά τις προτροπές) που έδινε στα προβλήματα των άλλων αναγνωστών, αλλά και να κάνουν και οι ίδιοι αυτό που προέτρεπε η στήλη της: «Ask Philippa». Η Φιλίπα Πέρι είχε διανύσει ήδη μια μακρά πορεία ως ψυχοθεραπεύτρια αλλά και «σταρ» της ψυχολογίας, πριν δει τη φωτογραφία της –με το άψογο καρέ και τα γυαλιά με τον χρωματιστό κοκάλινο σκελετό– στις σελίδες του Observer. Ακολούθησε τον δρόμο της ψυχολογίας, μετά από μια πρώτη, εθελοντική εμπειρία στο τηλεφωνικό κέντρο υποστήριξης Samaritans, πριν απλώσει τις σκέψεις της σε περιοδικά όπως το Psychologies και το Red Magazine και βρεθεί μπροστά στην κάμερα του BBC, μέσα από διάφορες αφορμές.
Πλέον, τη διαβάζετε στο δικό της Substack, στη μηνιαία της στήλη στο The Nerve, αλλά και μέσα από τις σελίδες των βιβλίων της, που κυκλοφορούν και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Διόπτρα. Η επιτυχία της Πέρι δεν οφείλεται μόνο στο ότι κατέχει πολύ καλά το αντικείμενό της. Παίζει ρόλο και ότι όσα προτείνει φαίνονται βατά – αν και όχι και χωρίς κόπο. Δεν κατακρίνει ούτε θεσπίζει κανόνες. Δείχνει έναν δρόμο, όχι με το δάχτυλο, ούτε ρέποντας προς την «τοξική θετικότητα», που αν κάποιος τον ακολουθήσει και δουλέψει με τον εαυτό του, ίσως δει τη ζωή του να βελτιώνεται. Το να «ξεκλέψεις», λοιπόν, λίγο από τον χρόνο της μοιάζει με «σεμινάριο τσέπης» γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις.
Καλείστε να λύσετε εδώ και χρόνια τα προβλήματα των άλλων. Έχετε βρει τον τρόπο ώστε αυτά να μη γίνονται ένα «βάρος» που κουβαλάτε;
Δεν το βλέπω ως βάρος. Είμαι αισιόδοξη ότι μπορούμε να ελέγξουμε τις σκέψεις και τις ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας. Το να μου λένε οι άλλοι ότι τους βοηθάω, βοηθάει κι εμένα. Όσο ήμουν ψυχοθεραπεύτρια, διαπίστωσα πως υιοθετούσα την ψυχική κατάσταση του ασθενούς. Δεν ήταν πρόβλημα, επειδή το να νιώθεις «μαζί» με κάποιον είναι πάντα καλύτερο από το συναίσθημά σου και μόνο. Φοβόμαστε να αφουγκραστούμε τα συναισθήματα κάποιου άλλου, γι’ αυτό και συχνά δίνουμε συμβουλές αντί να ακούμε ενεργητικά. Το να αφεθείς στον διάλογο, αντί να προσπαθείς να τον κατευθύνεις, θα διευρύνει και εσένα. Αν υποθέσουμε ότι είμαι κρυωμένη και κάποιος μου πει να πάρω εχινάκεια, θα νιώσω απόσταση. Αν μου πουν «Ωχ, γλυκιά μου» και το εννοούν, θα αισθανθώ λίγο καλύτερα.
Οι άνθρωποι που απευθύνονται σ’ εσάς αποκομίζουν κάτι χρήσιμο. Ποια μαθήματα όμως παίρνετε εσείς;
Μια διαπίστωση στην οποία επιστρέφω συνεχώς είναι ότι τα συναισθήματα δεν είναι γεγονότα. Μα όταν έχεις ένα έντονο συναίσθημα, είναι δύσκολο να μην πιστέψεις πως πρόκειται για μια απόδειξη ή ένα γεγονός, κάτι που μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Πρέπει να ακούει κανείς το ένστικτό του, αλλά να μην το κάνει «ευαγγέλιο». Το ότι δεν υπάρχει μια λύση για όλους είναι επίσης κάτι που πάντα έχω κατά νου.
Η φύση της δουλειάς σας κάνει τους ανθρώπους στην προσωπική σας ζωή να σας βλέπουν σαν ένα είδος «γκουρού», τη μεγάλη «σοφή» της παρέας;
Όταν κάποιος ζητά τη συμβουλή μου κοινωνικά, προσπαθώ να ακούω παρά να δίνω λύσεις. Για να δίνεις συμβουλές, δεν χρειάζεται κάποια σοφία, αλλά να είσαι παρών.
Ζούμε κιόλας σε μια εποχή που ακόμα και όταν «δεν της φαίνεται», κυνηγά την τελειότητα σε κάθε τομέα. Είναι εύκολο να απαλλαχτούμε από αυτή την άπιαστη ιδέα;
Συχνά η τελειομανία είναι απλώς κεκαλυμμένος φόβος· ο φόβος της αποτυχίας, της απόρριψης ή του ότι δεν είμαστε αρκετοί. Το να δώσεις όνομα σε αυτόν τον φόβο μπορεί να τον αποδυναμώσει. Δεν έγραψα βιβλίο μέχρι να πατήσω τα 50, γιατί ακριβώς πίστευα ότι πρέπει να είναι αψεγάδιαστο. Το να αποδέχεσαι όμως πως το «αρκετά καλό» είναι αρκετό, είναι τρομερά απελευθερωτικό. Ισχύει και με τους καλλιτέχνες αυτό: το έργο τους δεν θα είναι ποτέ το ίδιο καλό με τη φαντασία τους, αλλά άπαξ και αποδεχτούν αυτό το «κενό», θα διαπιστώσουν πως η τέχνη τους είναι επαρκώς καλή για τους άλλους, ακόμα και αν δεν φτάνει όσα φαντάστηκαν. Το ίδιο ισχύει και για το γράψιμο, ενδεχομένως ακόμα και για την αφαίρεση λεκέδων από τα χαλιά.
Τι σας προβληματίζει περισσότερο στις σύγχρονες ανθρώπινες σχέσεις; Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση γι’ αυτές;
Θα έλεγα η μοναξιά. Ως κάποια που εκτιμά τη σύνδεση, μου ραγίζει την καρδιά το πόσοι άνθρωποι δεν νιώθουν ικανοί να συνδεθούν στην πραγματική ζωή. Η πανδημία και η τεχνολογία μάς κράτησαν πολύ μακριά. Μια φίλη πρόσφατα ρώτησε τον εικοσιτριάχρονο γιο της γιατί δεν επισκέφθηκε την αδερφή του. Η απάντησή του ήταν: «Αυτή και οι φίλοι της με βρίσκουν βαρετό. Είναι τόσο δύσκολο να μιλάς σε ανθρώπους». Ακόμα και μετά από μια μικρή αλληλεπίδραση, χρειάζεται ώρες gaming για να αποσυμπιεστεί. Πέρασε τα χρόνια των σπουδών του απομονωμένος λόγω της πανδημίας. Τώρα δυσκολεύεται όχι επειδή δεν μπορεί να φτάσει τους άλλους, αλλά επειδή αυτό απαιτεί πρόθεση και προσπάθεια.
Η μοναξιά κάνει τη σύνδεση δυσκολότερη. Παραμορφώνει την αντίληψη. Τα πρόσωπα φαίνονται ψυχρά, οι λέξεις σκληρές, οι σιωπές εχθρικές. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό βαθαίνει την αποσύνδεση και καλλιεργεί πεποιθήσεις όπως «Δεν ανήκω» ή «Δεν θα με συμπαθούσαν ούτως ή άλλως». Πεποιθήσεις κεκαλυμμένου φόβου, όχι της πραγματικότητας. Καταλαβαίνουμε πλέον ότι η μοναξιά δεν είναι αδυναμία, αλλά ένα βιολογικό σημάδι, όπως η πείνα. Και επηρεάζει την υγεία εξίσου σοβαρά, αυξάνοντας τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, άνοιας, ακόμη και πρόωρου θανάτου.
«H μοναξιά κάνει τη σύνδεση δυσκολότερη. Παραμορφώνει την αντίληψη. Τα πρόσωπα φαίνονται ψυχρά, οι λέξεις σκληρές, οι σιωπές εχθρικές».
Ποια είναι κάποια πρώτα βήματα ώστε να αντιμετωπίσουμε τη μοναξιά;
Πρώτα απ’ όλα, να την ονομάσουμε: «Νιώθω μοναξιά». Μετά να αντιληφθούμε το πώς αυτό επηρεάζει τη σκέψη μας. Το αντίδοτο δεν είναι μεγάλες χειρονομίες, αλλά μικρές και συνεπείς, όπως το να στείλετε ένα μήνυμα σε κάποιον που σας λείπει. Αυτό μπορεί να σας υπενθυμίσει πως οι άνθρωποι δεν είναι πάντα απειλή. Τα σόσιαλ μίντια προσφέρουν την ψευδαίσθηση της επαφής, αλλά συχνά αμβλύνουν την επιθυμία να αναζητήσουμε την πραγματική επαφή. Αυτό που πραγματικά χρειαζόμαστε είναι να μοιραζόμαστε χρόνο σε κοινό χώρο. Μπορεί να σας φανεί δύσκολο, αλλά συμμετέχετε σε κάτι που σας φέρνει σε τακτική επαφή με άλλους ανθρώπους. Όχι για να κάνετε αμέσως φίλους – οι δεσμοί αναπτύσσονται σιγά σιγά. Έτσι χτίζονται οι σχέσεις: με την πάροδο του χρόνου και με προσπάθεια.
Σήμερα, ακόμα και η παραμικρή δυσφορία μπαίνει κάτω από την ομπρέλα κάποιας ψυχικής διαταραχής, ενώ οι φαρμακευτικές αγωγές ψυχολογικής φύσεως είναι περισσότερες από ποτέ. Μήπως αυτή η ανάγκη για μια «ταμπέλα» δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από ό,τι λύνει;
Οπωσδήποτε. Υπάρχει ειδοποιός διαφορά στο να δώσεις όνομα σε ένα συναίσθημα και να διαγνώσεις μια διαταραχή. Το να ονομάζεις, όπως είπαμε, είναι απελευθερωτικό. Το να βάζεις ταμπέλα, μια ενδεχόμενη παγίδα.
Έχει κερδίσει έδαφος επίσης στα κοινωνικά δίκτυα και η λεγόμενη «ποπ ψυχολογία». Ενέχει κινδύνους;
Οι περισσότεροι άνθρωποι επωφελούνται από κάποια γνώση γύρω από την ψυχολογία, αλλά τα πάντα κρίνονται από τις επιμέρους αποχρώσεις και το πλαίσιο. Η «ποπ ψυχολογία» συνήθως παραλείπει και τα δύο. Αποτελεί την «υπερ-διάγνωση» των πάντων. Είναι άνθρωποι που δείχνουν με το δάχτυλο άλλους ανθρώπους και τους βαφτίζουν ναρκισσιστές. Εμπίπτει στην ιδέα της «μιας διάγνωσης για όλους», κάτι ανέφικτο.
Ως κάποια που δίνει συμβουλές, ποια είναι η σημαντικότερη που σας έχουν δώσει;
Η μητέρα μου μου έλεγε: «Μην ερωτευτείς για τα λεφτά, αλλά αγάπα εκεί που βρίσκονται τα λεφτά». Είναι κάτι που κράτησα και είναι πολύτιμο γιατί είναι η «κληρονομιά» της – η δική της και της Τζέιν Όστιν, πιθανότατα. Αλλά όχι, δεν ακολούθησα αυτή τη συμβουλή. Παντρεύτηκα έναν άφραγκο καλλιτέχνη, τον οποίο στήριξα τα πρώτα χρόνια της καριέρας του. Είμαστε ακόμη παντρεμένοι, 33 χρόνια μετά, και δεν νομίζω ότι τα χρήματα έχουν καμία σχέση με αυτό. Αλλά μεταξύ μας πάντα είχαμε αρκετό πλούτο.
Νομίζω ότι η καλύτερη συμβουλή είναι πάντα αυτή που ταιριάζει στην κατάστασή σου. Είναι αυτό που ήδη ξέρεις, αλλά δεν έχεις εκφράσει ακόμα με λόγια. Και υποθέτω ότι, αφού έλαβα μια τέτοια συμβουλή από την αγαπημένη μου μητέρα, έπρεπε να βρω τις περισσότερες απαντήσεις μόνη μου. Έχω κάνει πολλή ψυχανάλυση, αλλά αυτό δεν είναι συμβουλή. Είναι βοήθεια για να βρεις μόνος σου τις λύσεις. Εσύ είσαι ο ειδικός για τον εαυτό σου, ένας θεραπευτής μπορεί απλώς να σε βοηθήσει να το καταλάβεις.
Και για το τέλος, μια «μεγάλη» ερώτηση: τι μας φέρνει πιο κοντά στην ευτυχία, η θετικότητα ή ο ρεαλισμός;
Λέω πάντα πως, αν είναι να έχεις μια φαντασίωση, κάν’ την καλή. Αν λόγου χάρη μπείτε σε ένα δωμάτιο γεμάτο αγνώστους, θα περάσετε καλύτερα αν σκέφτεστε πως όλοι είναι ενδιαφέροντες και ελκυστικοί και πως όλοι πιστεύουν το ίδιο για εσάς. Μπορεί να μην είναι μια ρεαλιστική πεποίθηση, αλλά αν καταφέρετε να πείσετε τον εαυτό σας γι’ αυτό, θα περάσετε καλύτερα από ό,τι αν πιστεύατε ότι κανείς δεν θέλει να σας μιλήσει και ότι όλοι είναι βαρετοί ούτως ή άλλως. Από την άλλη, αν τα χρήματά σας τελειώνουν και δεν έχετε σχεδιάσει να βρείτε άλλα, αλλά σκέφτεστε πως «το σύμπαν θα φροντίσει γι’ αυτό», μπορεί να μην είναι και η καλύτερη λύση. Οπότε θα έλεγα ότι σε αυτή την περίπτωση μια πιο ρεαλιστική στάση θα σας εξυπηρετούσε καλύτερα. Εν ολίγοις, ο ρεαλισμός μάς κρατάει προσγειωμένους, ενώ η θετικότητα μας βοηθά να πετάξουμε. Χρειαζόμαστε και τα δύο για να προχωρήσουμε ουσιωδώς.
*Το πιο πρόσφατο βιβλίο της Φιλίπα Πέρι, Το βιβλίο που θέλεις να διαβάσουν όσοι αγαπάς, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Μαρίας-Ρόζας Τραϊκόγλου. Είχαν προηγηθεί τα Στον καναπέ και Το βιβλίο που θα ήθελες να είχαν διαβάσει οι γονείς σου.

